Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Στον δρόμος της συνάντησης

   Στον δρόμος της συνάντησης

genissis

Καλή Σαρακοστή... και Καλά Χριστούγεννα!

Στις 15 του Νοέμβρη αρχίζουμε τον εορτασμό των Χριστουγέννων στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Έξω στον «κόσμο», οι έμποροι στολίζουν τις βιτρίνες των καταστημάτων και οι εταιρίες δώρων αρχίζουν τον κατακλυσμό των διαφημίσεων. Και στις δύο περιπτώσεις, «Χριστούγεννα» = κάντε δώρα, πάρτε δώρα, στολίστε, αγοράστε, κ.τ.λ.

Σκοπός των εμπορικών στολισμών και του κατακλυσμού των διαφημίσεων, να αυξήσουν οι έμποροι το (δικό τους) οικονομικό κέρδος. (Κακό είναι; Κακό γίνεται όταν κάποιος ξεχνάει το Χριστό, ξεχνάει ακόμα και τον άνθρωπο, και θυμάται κι αγαπάει μόνο τα λεφτά, σαν τον Εμπενίζερ Σκρουτζ - κατά τα άλλα χρειάζεται κι ο γιορτινός διάκοσμος και στο σπίτι μας και στο μαγαζί μας, αλλά για να φανερώσει το Φως που έχουμε μέσα μας, όχι για να το αντικαταστήσει).

Η Εκκλησία επίσης ξεκινάει την πορεία προς τα Χριστούγεννα και σκοπός της είναι το (δικό μας) πνευματικό κέρδος, το αιώνιο κέρδος, η αιώνια ζωή μας. Η Εκκλησία μάς προσκαλεί να απλώσουμε το χέρι και να πάρουμε το Χριστό - μας καλεί στα γενέθλια της Νέας Ανθρωπότητας, αυτής που ενώνεται με το Χριστό και γι' αυτό έχει χαρά, δεν αναζητά τη χαρά στα δώρα, τα στολίδια και τις λιχουδιές.

Ο ορθόδοξος χριστιανός χαίρεται βαθιά και πολύ τα Χριστούγεννα, επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνουμε εμείς οι άνθρωποι θεοί (άγιοι, φωτεινά όντα γεμάτα αγάπη, ενωμένα με τον απόλυτα Φωτεινό Τριαδικό Θεό διά του Χριστού). Κι επειδή χαίρεται, εκφράζει τη χαρά του με τα στολίδια, τα δώρα και το (οικογενειακό) γιορταστικό τραπέζι.

Ο κόσμος (που δεν έχει ή δε θυμάται την ορθοδοξία) φορτώνεται δώρα, στολίδια και λιχουδιές για να νιώσει χαρά,επειδή δεν έχει χαρά μέσα στην καρδιά του! Γι' αυτό τα Χριστούγεννα στον πρώην χριστιανικό δυτικό κόσμο είναι μια τραγική γιορτή, με αυξημένα τα ποσοστά αυτοκτονιών: επειδή ο πρώην χριστιανός, αν δεν έχει συντροφιά ν' απαλύνει τη μοναξιά του, δεν αντέχει που βλέπει αυτό το φανταχτερό (και καταναλωτικό, αποθέωση του Shoping) χρώμα που απλώνεται παντού, η ζήλεια τον οδηγεί σε απόγνωση και δυστυχία.

Ενώ ο χριστιανός, ακόμη κι αν δεν έχει φιλική ή συγγενική συντροφιά, έχει τη συντροφιά εκείνων που αγρυπνούν στις εκκλησίες, όπου πηγαίνει κι αυτός και προσεύχεται μαζί τους (κάπου στην πόλη σου θα υπάρχει κάποιος ναός ή μοναστήρι, όπου γίνεται σαρανταλείτουργο αυτές τις μέρες, δηλαδή κάθε μέρα -συνήθως κάθε βράδυ- λειτουργία).

Ακόμη κι αν δεν έχει ανθρώπινη συντροφιά, έχει για συντροφιά το Χριστό, το ξεχωριστό άγιο Μωρό, που το έχω συντροφιά μου καθώς προσεύχομαι, καθώς γονατίζω, καθώς ανάβω το κερί μου, καθώς μεταλαβαίνω το άγιο Σώμα και το πολύτιμο Αίμα Του! Χριστιανισμός = πάντα με συντροφιά. Αυτό άλλωστε είναι κι ο παράδεισος.

[Από εδώ είναι κι η συνήθεια τα Χριστούγεννα να «θυμόμαστε» τους μοναχικούς ανθρώπους, να τους επισκεπτόμαστε ή να τους καλούμε κ.τ.λ. Είναι κάτι σημαντικό κι αυτό, αλλά φυσικά δε φτάνει και δεν πρέπει ν' αποκοιμίζει τη συνείδησή μας για... όλο τον υπόλοιπο χρόνο].

Πώς μας ετοιμάζει η Εκκλησία για τη μεγάλη ημέρα των Χριστουγέννων;

Από σήμερα, στις εκκλησίες ψέλνουμε χριστουγεννιάτικους ύμνους, και κυρίως τον ύμνο του μεγάλου ποιητή και μουσικού του Βυζαντίου, του αγίου Ρωμανού του Μελωδού, που λέει:

«Η Παρθένος σήμερα έρχεται προς το σπήλαιο, για να γεννήσει μυστηριωδώς τον προαιώνιο Θεό. Άγγελοι μαζί με βοσκούς δοξολογούν, μάγοι ταξιδεύουν μαζί μ' ένα αστέρι, για το ξεχωριστό Παιδί, τον προαιώνιο Θεό, που θέλησε να Τον δούμε».

Στ' αρχαία, ο ύμνος είναι: «Η Παρθένος σήμερον τον προαιώνιον Λόγον εν σπηλαίω έρχεται αποτεκείν απορρήτως. Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι, βουληθέντα επωφθήναι παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».

[Να εξηγήσω ότι ο στίχος «τον προαιώνιον Λόγον» εννοεί το Χριστό, ο οποίος ονομάζεται «Λόγος του Θεού» στην αρχή του κατά Ιωάννην ευαγγελίου. Και ότι η φράση «παιδίον νέον» σημαίνει «καινούργιο παιδί», αλλά μπορεί να έχει την έννοια καινούργιο = διαφορετικό από κάθε άλλο που γεννήθηκε μέχρι τώρα, γι' αυτό το μετέφρασα «ξεχωριστό».]

Η Εκκλησία επίσης αρχίζει την ετοιμασία για τη γιορτή των Χριστουγέννων με την είσοδό μας στη «Μικρή Σαρακοστή», δηλ. τη νηστεία που αρχίζει 15 Νοέμβρη και λήγει τα Χριστούγεννα.

Είναι μια χαρούμενη νηστεία - σε αντίθεση με τη Μεγάλη Σαρακοστή, που είναι πένθιμη νηστεία, επειδή οδηγεί στη Μεγάλη Εβδομάδα και στο Πάθος του Χριστού.

Τώρα είναι μια χαρούμενη νηστεία, γι' αυτό και είναι «ελαφρύτερη», δηλαδή μπορούμε να φάμε ψάρια («κατάλυσις ιχθύος»), ενώ τη Μεγάλη Σαρακοστή τρώμε ψάρια μόνο 2 φορές: του Ευαγγελισμού και των Βαΐων.

Ανοίγοντας λοιπόν μια περίοδο, όπου αντικαθίσταται το κρέας με το ψάρι, η σαρακοστή αυτή έχει ΚΑΙ οικολογικό μήνυμα, αλλά και αξία για την υγεία μας. Και είναι μια ευκαιρία ν' αρχίσει να σου αρέσει το ψάρι -να το βλέπεις με άλλο μάτι- και να μη θες κρεατάκι σε καθημερινή βάση. Το να θέλουμε κρέας κάθε μέρα είναι και ανθυγιεινό, αλλά και δηλώνει απληστία. Άσε τώρα που έχουν βγει διάφορα νηστίσιμα εδέσματα που είναι ακριβότερα από τα κρεατικά - δε μιλάμε για τέτοιες διατροφικές συνήθειες, πολύ δαπανηρές, όταν μιλάμε για νηστεία εδώ πέρα.

Τα Χριστούγεννα λοιπόν είναι μια γιορτή χαράς, δηλαδή μια πρόσκληση αγιότητας.

Εννοείται πως κάθε μέρα (όπως κι όλο το χρόνο) είσαι καλεσμένος στη θεία Μετάληψη και την εξομολόγηση, δύο άλλες μεγάλες πηγές χαράς!

Η θεία Μετάληψη είναι πηγή μεγάλης χαράς, γιατί φέρνεις μέσα σου το Σώμα + Αίμα του Χριστού και ενώνεσαι μαζί Του. Η εξομολόγηση είναι πηγή μεγάλης χαράς, γιατί λευκαίνεις ξανά τη μαυρισμένη στολή της ψυχής σου και την κάνεις φωτεινή. Παντού υπάρχει χαρά! Ορθοδοξία = αυτό που λένε οι παππούδες μας «χαρά Θεού»!

Ωστόσο, μέσα σ' αυτή τη χαρά, έχω 2 λόγους να είμαι και θλιμμένος: ο ένας λόγος είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που πονάνε ή πεινάνε, άνθρωποι που έχουν πέσει θύματα βίας ή αδικίας κ.τ.λ. Κι ο άλλος λόγος είναι ότι είμαι πολύ αμαρτωλός, γεμάτος πάθη και ελαττώματα, ανάξιος να πλησιάσω το Χριστό, που είναι απόλυτα καθαρός και φωτεινός.

Αλλά ΑΚΡΙΒΩΣ ΓΙ' ΑΥΤΟ υπάρχουν οι γιορτές, η νηστεία, η θεία Μετάληψη και η εξομολόγηση, για να ανοιχτώ προς το Θεό και να πάρω βοήθεια να πολεμήσω τα πάθη μου και να γίνω φωτεινός και αντάξιος του Χριστού μου! Κι έτσι (τότε - τότε μόνο) θα μπορέσω και να βοηθήσω τους αδελφούς μου τους πονεμένους, γιατί θα μπορώ να κάνω θυσίες γι' αυτούς, από τη θυσία χρήματος μέχρι τη θυσία να ξαγρυπνήσω ένα βράδυ να προσεύχομαι γι' αυτούς. Αγάπη = τι θυσίες μπορείς να κάνεις για κάποιους.

Θάρρος λοιπόν: είμαι αμαρτωλός, αλλά ο Χριστός με κάλεσε. Όχι για να μου πάρει κάθε πόνο (κι όταν καθαριστώ ψυχικά, πάλι θα υπάρχουν άνθρωποι που πονάνε, άρα πάλι θα υπάρχει για μένα μια αιτία θλίψης), αλλά για να μεταμορφώσει τη θλίψη μου σε δύναμη για τη δική μου σωτηρία και τη βοήθεια του πλησίον μου.

Πολλά είπαμε και δε χρειάζεται να πούμε άλλα. Το νόημα της νηστείας, όπως και το νόημα της θείας Μετάληψης και της εξομολόγησης (γιατί υπάρχουν;) θα το βρεις, φίλε και φίλη μου, ΕΔΩ. (Πότε νηστεύουμε γενικά, όλο το χρόνο, δες εδώ).

Και επαναλαμβάνω κάτι, που έχουμε πει σ' αυτό το blog από την αρχή: ΕΛΑ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ! Όπως κι αν είσαι ντυμένος, χτενισμένος ή βαμμένος, αλλά όπως κι αν είναι η ψυχή σου, όσο αμαρτωλός και πονεμένος κι αν είσαι, ΕΛΑ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ! Μάλιστα όσο πιο πολύ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ότι «δεν κάνεις» για την εκκλησία, για την προσευχή, για την εξομολόγηση ή τη θεία Μετάληψη, τόσο περισσότερο κάνεις! Τόσο περισσότερο σε καλεί ο Χριστός, που δεν κρίνει, μόνο γιατρεύει.

Η εκκλησία είναι το σπίτι σου, το καταφύγιό σου, ακόμη κι αν ο παπάς της ενορίας σου «δεν είναι εντάξει», θα βρεις έναν άλλο παπά στη διπλανή ενορία ή σε μια μακρινή ενορία, ή έναν απλό χριστιανό (τον παππού σου, τη γιαγιά σου, ένα γείτονα που τον περιφρονούσες ως τώρα γιατί τον θεωρούσες «θρησκόληπτο», μια θεία που τη θεωρούσες «θεούσα») και εσύ κι αυτός μαζί θα γίνεται Εκκλησία και θ' ανάψετε το κερί σας (σαν ένα ελάχιστο δώρο) με ταπείνωση και αγάπη μπροστά στην Αγία Τράπεζα.

ΚΑΛΟ ΑΓΩΝΑ, λοιπόν, αδερφέ μου αγαπημένε, αδερφέ μου αμαρτωλέ σαν κι εμένα - ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!

Πηγές :
sophia-siglitiki
o-nekros

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Ποια είναι η ορθόδοξη χριστολογία;

Ποια είναι η ορθόδοξη χριστολογία;


ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
Ποια είναι η ορθόδοξη χριστολογία;


      Το δόγμα περί Χριστού είναι εξ ίσου σημαντικό, όσο και το δόγμα περί Αγίας Τριάδος. Είναι δόγμα πίστεως κορυφαίο, στο οποίο ανακλάται η οικονομική Τριάδα. Λέγοντας αυτό εννοούμε τον Τριαδικό Θεό στις εξωτερικές του ενέργειες, στη δημιουργία του κόσμου και την απολύτρωση. Ο Λόγος του Θεού που στη μεταφυσική Τριάδα (στο Θεό καθ' εαυτόν) σχετίζεται με την ουσία και τις άλλες δύο Τριαδικές υποστάσεις της θεότητας, αφήνει τους ουρανούς -χωρίς να χάσει το θεοπρεπές του αξίωμα- και κατεβαίνει στη γη, γίνεται άνθρωπος ιστορικός για να σώσει τον πεσμένο άνθρωπο από την αμαρτία. Η είσοδος αυτή στο πεδίο της ζωής και η ανάληψη της κακοπάθειας της ιστορικής στιγμής είναι γνωστή ως «κένωσις» του Λόγου. Ο Λόγος γίνεται άνθρωπος για να λυτρώσει τον άνθρωπο από το ζυγό της αμαρτίας και την οδύνη του πνευματικού θανάτου.
Στο Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, και ένα πρόσωπο, του αΐδιου Λόγου. Η ανθρώπινη φύση του δεν είχε δικό της πρόσωπο, ήταν ανυπόστατη.
Η θεία φύση του Χριστού ήταν η τέλεια φύση της θεότητας. Επίσης τέλεια ήταν και η ανθρώπινη φύση του, στην οποία υπήρχε ψυχή νοερά και λογική, ενωμένη με σώμα υλικό και αληθινό. Η ένωση των φύσεων έγινε στη μήτρα της Παρθένου «εξ άκρας συλλήψεως». Μόλις δηλαδή η Μαρία δέχτηκε τον ασπασμό του αγγέλου, το Πνεύμα του Θεού εμόρφωσε στην παρθενική μήτρα της το έμβρυο Χριστό, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς το ενωθέν (η ανθρώπινη φύση) να προφθάσει να ζήσει έστω και μία χρονική στιγμή έξω από την ένωση, ως πρόσωπο ξεχωριστό και ίδιο. Συνεπώς ως άνθρωπος ο Χριστός δεν είχε δικό του ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά φερόταν στο αίδιο πρόσωπο του Λόγου.
Η σύλληψη και η γέννηση του Χριστού ήταν υπερφυσικές. Σ' αυτές δεν λειτούργησαν οι συνήθεις νόμοι της φύσεως. Η Μαρία δεν συνέλαβε με τη γνωστή σύμπραξη ανδρός και γυναικός, αλλά με τη δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος. Ο Χριστός ήταν «απάτωρ εκ μητρός», δεν είχε δηλαδή πατέρα σύζυγο της μητέρας του. Αφού δε δεν συνέπραξε άνδρας, η Μαρία συνέλαβε το Χριστό χωρίς να χάσει την παρθενία της. Στο αυτό μέτρο παρθενική και υπερφυσική ήταν και η γέννηση του Κυρίου, γέννηση ανώδυνη και αλόχευτη (χωρίς τα φυσικά λόχια). Η γέννηση του Σωτήρος δεν ακολούθησε τους ρυθμούς της φυσικής ανθρώπινης γεννήσεως. Γι' αυτό και γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, με το οποίο έρχονται στον κόσμο όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Στο Χριστό έσπασε η συνέχεια της αμαρτωλής φύσεως του Αδάμ, η οποία κληροδοτεί το προπατορικό αμάρτημα σε όσους εκφύονται απ' αυτήν. Ο Χριστός είναι ο καινός Αδάμ της χάριτος, η νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητος, η οποία κληροδοτεί την πνευματική αναγέννηση και τη σωτηρία στους πιστεύοντες.
Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι υποστατική, ασύγχυτη και αδιαίρετη. Λέγοντας υποστατική ένωση εννοούμε ότι αυτή έγινε στην υπόσταση (εξ ού και το όνομα) ή το πρόσωπο του Λόγου. Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν ανυπόστατη, δηλαδή δεν έζησε ποτέ από μόνη της έξω από το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Στην ένωση οι φύσεις δεν επηρέασαν η μία την άλλη, δεν μετατράπηκε η μία στη φυσική ποιότητα της άλλης, αλλά παρέμειναν κάθε μια στη φυσική της ποιότητα και πληρότητα, χωρίς στο εξής ν' αποχωρίζονται η μία από την άλλη. Ενώθηκαν «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως».
Ο Χριστός είχε δύο φυσικά θελήματα και δύο ενέργειες. Ηθελε και ενεργούσε ενιαία και ως άνθρωπος και ως Θεός. Το ανθρώπινό του θέλημα, αν και ελεύθερο, υποτασσόταν στο θείο του θέλημα, χωρίς να αντιπαλαίει και ν' αντιπίπτει προς αυτό. Δεν είχε θέλημα γνωμικό. Δεν ήθελε ξεχωριστά ως άνθρωπος, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη ανθρώπινου προσώπου και άφηνε ανοικτή τη δυνατότητα να υποπέσει ο Κύριος στην αμαρτία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ενέργειες του Χριστού. Ο Χριστός ενεργούσε ενιαία και τα θεία και τά ανθρώπινα, χωρίς η μία του ενέργεια να αντιφέρεται προς την άλλη.

Από τη σύνθεση του θεανδρικού προσώπου του Χριστού έχουμε τις εξής ακολουθίες·

1) Την αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού. Η μία φύση αντιδίδει τά ιδιώματά της στην άλλη. Τά ιδιώματα δεν αντιδίδονται απ' ευθείας στις φύσεις, δηλαδή καθ' εαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θα τις συνέχεε και θα οδηγούσε στο Μονοφυσιτισμό, αλλά αυστηρώς στο ένα του θεανδρικό πρόσωπο. Έτσι δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε ή ότι η ανθρωπότητα ήταν στους ουρανούς πριν δημιουργηθεί ο κόσμος, αλλ' ότι ο Χριστός, ως πρόσωπο ενιαίο και αδιαχώριστο, έπαθε ως Θεός (στη σάρκα του φυσικά· «σαρκί») και βρισκόταν ως άνθρωπος στους ουρανούς. Στην αντίδοση των ιδιωμάτων η θεία φύση αντιδίδει κυρίως τα δικά της στην ανθρώπινη και όχι τόαντίθετο. Η πτυχή αυτή του δόγματος είναι πολύ σημαντική, γιατί αποτελεί τη λυδία λίθο αναγνωρίσεως και σταθμίσεως των χριστολογικών κακοδοξιών και αιρέσεων.

2) Τόν όρο «Θεοτόκος» πού αποδίδεται στη Μητέρα του Χριστού. Η Μαρία γέννησε το Χριστό. Όχι βέβαια τη θεία φύση του καθ' εαυτήν, γιατί ο Θεός, ως το απειροτέλειο ον, δεν μπορεί να υπαχθεί στους φυσικούς νόμους, να γεννηθεί δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που γεννιούνται οι άνθρωποι. Η Μαρία γέννησε το Θεό «σαρκί». Αυτό που γεννήθηκε, ήταν ο Χριστός, στον οποίο ο τέλειος Θεός ήταν ενωμένος «εξ άκρας συλλήψεως» με τον υιό του ανθρώπου στη θεοχώρητη μήτρα της πάναγνης Κόρης. Ο όρος «Θεοτόκος» αποτελεί συνοπτική εκφορά του χριστολογικού δόγματος, πάνω στον οποίο σαν σε κυματοθραύστη, προσέκρουσε και διαλύθηκε η νεστοριανή λαίλαπα.

3) Τη μία υιότητα και λατρεία του Χριστού. Ο Χριστός είχε διπλή γέννηση, μία ως Υιός του Θεού και μία ως Υιός της Παρθένου. Η πρώτη ήταν η αίδια γέννηση εκ του Πατρός (το υποστατικό ιδίωμα του Λόγου), η δεύτερη ήταν η έγχρονη εκ της Παρθένου δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος. Οι δύο αυτές γεννήσεις ήταν σαφείς και ξεχωριστές η μία από την άλλη. Δεν είχε όμως και δύο υιότητες. Δεν ήταν Υιός Θεού και Υιός της Παρθένου ξεχωριστά. Αυτό θα σήμαινε ότι είχε δύο πρόσωπα, ένα ως Θεός και ένα ως άνθρωπος. Αυτό δεν συνέβαινε. Ο Χριστός, όπως είπαμε, είχε ένα πρόσωπο, ήταν ένας και όχι πολλοί. Ως ένας είχε μία υιότητα, ως Θεός και ως άνθρωπος ο αυτός. Δεν υπήρχαν σ' αυτόν δύο υιοί ξεχωριστοί, όπως έλεγε ο Νεστόριος. Στη μία υιότητα του Χριστού αναλογεί και μία λατρεία και προσκύνηση.
4) Την απόλυτη αναμαρτησία του Χριστού. Ο Χριστός όχι απλά δεν αμάρτησε κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, αλλά δεν μπορούσε καν να αμαρτήσει. Αυτό απαιτεί η σύνθεση του προσώπου του. Δεν μπορούσε ν' αμαρτήσει, γιατί δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος. Η ιδέα ότι μπορούσε ν' αμαρτήσει ο Κύριος, διχάζει το ένα του πρόσωπο σε δύο φυσικά πρόσωπα, κάτι που καταλύει το χριστολογικό μυστήριο. Η ιδέα είναι αλλόκοτη. Αν υποτεθεί ότι ο Χριστός μπορούσε ν' αμαρτήσει σαν άνθρωπος, μπορούσε ν' αμαρτήσει μαζί του κι ο Θεός, ιδέα ασεβής και βλάσφημη.
Ποιά είναι η έννοια της θεώσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού;
Είναι προϊόν της υποστατικής ενώσεως των φύσεων, συγκεκριμένα της αντιδόσεως των ιδιωμάτων στο πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού δέχεται όλα τα αυχήματα της θεότητας, γίνεται θείας φύσεως κοινωνός, θεοποιείται. Στη βάση της θεώσεως αυτής θεοποιούνται εν δυνάμει και όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν στο Χριστό και είναι μυστικά ενσωματωμένοι στην ανθρώπινη φύση του δια του βαπτίσματος. Σαν παράδειγμα της θεώσεως αυτής φέρεται ο πυρακτωμένος σίδηρος. Φωτιά και σίδηρος δεν χάνουν μεν τη φυσική τους ποιότητα, όμως είναι δεμένα τόσο βαθιά μεταξύ τους, ώστε να μη ξεχωρίζονται το ένα από το άλλο. Έτσι και η φύση του ανθρώπου διαπεράται από τη φωτιά της θείας ενέργειας, χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί από αυτήν. Η φύση του ανθρώπου βέβαια δεν χάνεται, ούτε απορροφάται ούτε και αναλύεται πανθεϊστικά στη θεότητα, όπως θα διδάξουν ορισμένοι αιρετικοί (Μονοφυσίτες).
Ποια ήταν η επίδραση των αρχαίων θεολογικών σχολών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας στη διαμόρφωση των χριστολογικών αιρέσεων;
Ως γνωστόν, η αρχαία Αλεξανδρινή Σχολή είχε ιδιαίτερες θεωρητικές τάσεις και προκαταλήψεις. Οι θεολόγοι της τόνιζαν πιο πολύ το θείο στοιχείο στο Χριστό, αφήνοντας στη σκιά το ανθρώπινο. Ομοίως εξηγούσαν αλληγορικά τις Γραφές (έβλεπαν συμβολική έννοια σε πολλές από τις διηγήσεις της) και έμεναν αδιάφοροι στην ιστορική γραμματική ερμηνεία του κειμένου της. Από τους κόλπους της προήλθαν αιρετικοί, οι οποίοι είτε αρνούνταν την πραγματικότητα, είτε την ολοκληρία της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. (Δοκήτες, Απολλινάριος, Μονοφυσίτες, Αφθαρτοδοκήτες).
Στο αντίθετο άκρο βρισκόταν η Αντιοχειανή Σχολή, της οποίας οι θεολόγοι είχαν πρακτικότερες τάσεις. Τόνιζαν πιο πολύ το ανθρώπινο στοιχείο στο Χριστό, και άφηναν στο περιθώριο το θείο. Οι Αντιοχείς θεολόγοι ερμήνευαν τις Γραφές χρησιμοποιώντας την ιστορικογραμματική μέθοδο και αποστρεφόμενοι την αλληγορία. Από τις τάσεις της Σχολής προήλθε ο Νεστοριανισμός.
Πώς κατέληγαν στις κακοδοξίες τους οι αιρετικοί;
Κατέληγαν στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν δια του λόγου τα ακατανόητα και ανερμήνευτα. Δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς τα δόγματα της πίστεως, γιατί αυτά είναι αλήθειες μυστηριακές, πού υπερβαίνουν την ανθρώπινη κατάληψη. Ο άνθρωπος με μόνο το μυαλό του αδυνατεί να τις προσεγγίσει. Μόνο με την πίστη φωτιζόμενη από το Πνεύμα του Θεού, μπορεί να έχει κάποια πρόσβαση στο μυστήριο του Θεού. Χωρίς αυτήν επιχειρεί το ακατόρθωτο. Προσπαθεί να χωρέσει στο μυαλό του το άπειρο και απερίληπτο.
Αυτό πάθαιναν οι αιρετικοί. Εμπιστευόμενοι τις ανθρώπινες δυνάμεις τους, προσπαθούσαν να κατανοήσουν την υπερβατική αλήθεια του Θεού. Το εγχείρημά τους ήταν άνισο, όπως άνιση είναι η σχέση κτιστού και ακτίστου, πεπερασμένου και απείρου. Με την έλλειψη αισθήσεως των δυσαναλογιών και με πνεύμα φίλαυτο και εγωιστικό, αντί να ερμηνεύσουν τα δόγματα τα παραμόρφωναν και τα διέλυαν. Με το όχημα του φυσικού λόγου τους δεν έφθαναν ποτέ στο τέρμα του δρόμου τους, λοξοδρομούσαν και χάνονταν. Εγωπαθείς δε και εριστικοί, δημιουργούσαν κόμματα στην Εκκλησία, τη ζωή της οποίας έβλαπταν αφάνταστα. Κατέλυαν την αγάπη, την ενότητα και την ειρηνική συμβίωση του σώματος του Χριστού. Οι αιρέσεις είναι ο χειρότερος εχθρός της Εκκλησίας, τα ζιζάνια που σπείρει ο εχθρός στη φυτεία της θείας βασιλείας.
Σε τι συνίσταται το χριστολογικό πρόβλημα;
Στην κατανόηση της σύνθεσης του θεανδρικού προσώπου του Χριστού, στο οποίο ενώνονται δύο διαφορετικές φύσεις, χωρίς η μία να βλάψει την άλλη.
Το μυστήριο είναι μέγα. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς στο Χριστό, αν και υπήρχαν δύο πλήρεις και ακέραιες φύσεις, υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο, πού ήταν ο κοινός φορέας των θεανδρικών του ενεργειών. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε πώς μία φύση, πλήρης και ακέραιη, είναι συγχρόνως και απρόσωπη και πώς λαμβάνει υπόσταση στο πρόσωπο μιας άλλης φύσεως («ενυπόστατον»).
Αυτές είναι αντινομίες τις οποίες δεν μπορεί να συμβιβάσει η πενιχρή μας λογική. Καμία σοφία ανθρώπινη δεν μπορεί να διαφωτίσει και να διαλευκάνει το σκοτεινό χριστολογικό μυστήριο. Πολλοί προσπαθούν να διασχίσουν το μυστηριώδη πέπλο του· λίγοι όμως βγαίνουν φέροντας τη φωταύγεια της χάριτος. Οι περισσότεροι παραμένουν στη σκοτεινιά της διάνοιας, ασθμαίνοντας στην απειρία του υπέρλογου θαύματος. Όπως είπε ο θεοδόχος Συμεών, ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Είναι το μεγάλο σκάνδαλο, πού άλλους μεν εξυψώνει και λαμπρύνει στη φωτεινότητα της θείας βασιλείας και άλλους εξακοντίζει στη ζοφερότητα της πνευματικής απώλειας!
  Τι δίδασκε ο Δυναμικός Μοναρχιανισμός ή Υιοθετισμός;
Ήταν αρχαία χριστολογική και τριαδολογική αίρεση, οι οπαδοί της οποίας αρνούνταν τις τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα (δυνάμεις) και στο Χριστό δέχονταν ενοίκηση του Λόγου, που δεν ήταν αληθινός Θεός αλλά δύναμη του Θεού.
Εκπρόσωποι της αιρέσεως ήταν· Θεόδωρος ο Σκυτεύς, Θεόδωρος ο Τραπεζίτης, ο Αρτέμων ή Αρτεμάς, με σημαντικότερο όλων Παύλο τον Σαμοσατέα, ο οποίος συστηματοποίησε τη διδασκαλία της αιρέσεως και υπήρξε πρόδρομος του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού.
Ο Παύλος ο Σαμοσατέας ήταν ανήρ υψηλόφρων και κοσμικός. Για λίγο διάστημα διετέλεσε επίσκοπος Αντιοχείας (260) και «δουκηνάριος (ανώτερος οικονομικός υπάλληλος) της βασίλισσας της Παλμύρας Ζηνοβίας.
Ήταν θεολόγος μοναρχιανός, αρνούμενος τη διάκριση των προσωπικών υποστάσεων στο Θεό. Κατ' αυτόν ο Θεός είναι ένας και μόνος (ο Πατήρ). Ο Υιός και το Πνεύμα δεν έχουν δική τους υπόσταση και θεότητα. Ο Πατήρ είναι άγονος Υιού, ο δε Λόγος άκαρπος Θεού. Επομένως ο Πατήρ και ο Λόγος είναι ένα πρόσωπο, όπως ένα πρόσωπο συνιστούν ο άνθρωπος και ο υπάρχον σ' αυτόν φυσικός λόγος. Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τον Λόγο του, τον γεννά, ώστε να ονομάζεται Υιός. Εντούτοις ο Λόγος δεν παύει να είναι απρόσωπος, όπως απρόσωπος είναι και ο λόγος του ανθρώπου.
Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου δεν μπορεί να γίνει λόγος στο θεολογικό σύστημα Παύλου του Σαμοσατέα. Ο Λόγος ενοίκησε απλώς στο Χριστό «ως εν ναώ». Ο Λόγος όμως δεν ήταν προσωπικός και ενυπόστατος, αλλά απρόσωπη δύναμη της Σοφίας του Πατρός. Ο Χριστός ήταν ίδιο υποκείμενο, στο οποίο ενοικούσε απλώς η Σοφία του Θεού, η οποία αποτελούσε το περιεχόμενο της ζωής και της δραστηριότητάς του.
Η υπόσταση του Ιησού Χριστού ήταν καθαρά ανθρώπινη. Η φύση του ήταν η κοινή φύση των ανθρώπων. Ήταν άνθρωπος ψιλός (απλός), γεννηθείς από την Παρθένο με τη συνέργεια του αγίου Πνεύματος. Ήταν εκ των κάτω (επίγειος) «και εν αυτώ ενέπνευσεν άνωθεν ο Λόγος». Με την έμπνευση αυτή ο Λόγος ενώθηκε με το Χριστό. Η ένωση όμως αυτή δεν ήταν φυσική, αλλ' ηθική. Ήταν απλή «συνέλευσις», στην οποία άλλος ήταν ο Χριστός και άλλος ο συνελθών Λόγος. Ήταν ένωση «κατά μάθησιν και μετουσίαν», ένωση θελήσεως και αγάπης. Δια της χρίσεώς του από το Άγιο Πνεύμα ο Χριστός κατέστη ον μοναδικό και εξαίρετο. Έγινε άγιος και δίκαιος, υπερβάς την αμαρτία του Αδάμ. Ως ανταμοιβή της αγιότητάς του έλαβε τη δύναμη να κάνει θαύματα και να πετύχει την ηθική του αποθέωση. Τα διδάγματα αυτά του Παύλου του Σαμοσατέα οδήγησαν στα διδάγματα τόσο του Σαβελλίου όσο και του Νεστορίου.
  Τι δίδασκαν οι Δοκήτες;
Επηρεαζόμενοι από τα πλατωνικά διαρχικά διδάγματα περί αντιθέσεως πνευματικού και υλικού, το οποίο (υλικό) θεωρούσαν εστία και έδρα του κακού, καθώς και από το θεωρητικό κλίμα της Αλεξανδρινής Σχολής, η οποία -όπως είδαμε- τόνιζε το θείο στοιχείο στο Χριστό εις βάρος του ανθρώπινου, δίδασκαν ότι ο Χριστός δεν είχε σώμα υλικό. Εξωτερικά φαινόταν σαν άνθρωπος, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος «κατά δόκησιν και φαντασίαν», και όχι στην πραγματικότητα αληθινός άνθρωπος. Το σώμα του είχε το εξωτερικό περίγραμμα της φύσεως, δεν ήταν όμως σώμα αληθινό όπως το έχουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Ήταν ένα φάντασμα, μια οπτασία, μια ανυπόστατη εξωτερική περιγραφή.
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί δίδασκαν αυτά τα πράγματα οι Δοκήτες. Αρνούνταν το πραγματικό σώμα του Χριστού, γιατί ως υλικό το θεωρούσαν από τη φύση του κακό. Πώς μπορούσε να έχει ένα τέτοιο σώμα ο Χριστός; Ο Δοκητισμός μείωνε το Χριστό, από τον οποίο αφαιρούσε την αλήθεια της ανθρώπινης φύσεώς του.
  
Τι δίδασκε ο Απολλινάριος;
Ο Απολλινάριος, επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας, ήταν διαπρεπής θεολόγος και ο πρώτος που προσπάθησε να δώσει ικανοποιητική λύση στο χριστολογικό πρόβλημα.
Το κύριο μέλημα της χριστολογίας του ήταν η διακρίβωση της ποιότητας της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Κατ' αυτόν ο Χριστός ήταν μεν τέλειος Θεός, όχι όμως και τέλειος άνθρωπος. Αν η ανθρώπινη φύση του Κυρίου ήταν πλήρης και τέλεια, θα είχε δική της ελεύθερη πνευματική ζωή, ο Χριστός δεν θα ήταν «άτρεπτος νούς», αλλά όν τρεπόμενο και μεταβαλλόμενο, που θα μπορούσε ελεύθερα να αμαρτήσει, θέτοντας σε κίνδυνο το λυτρωτικό έργο του. Η περί δύο φύσεων και προσώπων διδασκαλία των αντιοχέων θεολόγων του ήταν αποκρουστική και αντιφατική· «αδύνατον γάρ δύο νοερά και θελητικά εν τώ άμα κατοικείν, ίνα μη το έτερον κατά του ετέρου αντιστρατεύηται δια της οικείας θελήσεως και ενεργείας» (ιδέα αριστοτελική).
Κατά τον Απολλινάριον η σάρκα του Κυρίου, μη έχοντας δική της αυτοτελή ενέργεια και ζωή, ήταν παθητικό όργανο της θεότητας. Κατ' ουσίαν η ενέργεια του Θεανθρώπου ήταν μία, η θεία, η οποία έθετε σε κίνηση το όργανό της, τη σάρκα.
Ο Απολλινάριος για να λύσει το μυστήριο του Χριστού προέβαινε σε ποιοτική μείωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Αφαιρούσε απ' αυτή το λογικό μέρος της ψυχής. Η σάρκα του Κυρίου ήταν «άνους». Την απουσία όμως του νου σ' αυτήν αναπλήρωνε η παρουσία του Λόγου του Θεού. Στη διατύπωση των διδαγμάτων αυτών βοήθησε τον Απολλινάριο η τριχοτομική περί συνθέσεως του ανθρώπου θεωρία της πλατωνικής φιλοσοφίας· Στο Χριστό υπάρχει μεν ψυχή, απουσιάζουν όμως απ' αυτήν ο νούς και ο λόγος.
Η ένωση των φύσεων, κατά τον Απολλινάριο, ήταν ένωση φυσική, μίξη του θείου και του ανθρώπινου. Η φύση του Χριστού ήταν μία «σύγκρατος». Όπως έλεγε· «μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη». Δεν υπήρχε βέβαια σύγχυση και τροπή των φύσεων. Στο ένα πρόσωπο του Λόγου εγένετο η αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων.
Με δύο φύσεις στο Χριστό (η ανθρώπινη μειωμένη και ελλιπής) και με ένα νου (το πρόσωπο του Λόγου) ο Απολλινάριος προσπάθησε να λύσει το χριστολογικό πρόβλημα, διατυπώσας μια πραγματικά έξυπνη θεωρία, η οποία θα ήταν ορθόδοξη αν δεν εμείωνε επικίνδυνα την ανθρωπότητα του Σωτήρος, πράγμα που την οδήγησε στην αίρεση.
Ποια ήταν η αίρεση του Νεστορίου;
Ο Νεστόριος, μοναχός κατ' αρχάς, έγινε κατόπιν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διακριθείς για την πλούσια συγγραφική του δράση και τη ρητορική του δεινότητα.
Κληρονόμος του θεολογικού κλίματος της Αντιοχειανής Σχολής, τόνιζε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Αναιρώντας τις κακοδοξίες του Απολλιναρίου και των Δοκητών, δεχόταν την πραγματικότητα των δύο φύσεων του Κυρίου. Ο Χριστός ήταν αληθής κατά φύσιν Θεός και αληθής κατά φύσιν άνθρωπος. Οι φύσεις του στην ένωση ήταν ασύγχυτες και απαράτρεπτες. Απ' αυτό το πνεύμα εμφορούμενος, δεν μπορούσε να κατανοήσει την πραγματική έννοια της θείας ενανθρωπήσεως, πώς δηλαδή ο Θεός μπορεί να γίνει άνθρωπος. Η ενανθρώπηση γι' αυτόν σήμαινε μεταβολή των φύσεων σε μια σύνθετη φύση, όπου η θεότητα μπαίνει σε ένα νέο τρόπο υπάρξεως, γίνεται φθαρτή και παθητή, ο δε Λόγος χάνει το ομοούσιό του προς τον Πατέρα. Κατά το Νεστόριο η Μαρία δεν μπορούσε να γεννήσει το Θεό. Θα το έκανε μόνο αν κι αυτή ήταν θεά, γιατί μόνο το όμοιο γεννάται από το όμοιο. Κακώς λοιπόν ονομάζεται «Θεοτόκος». Ο πραγματικός τίτλος της είναι «Χριστοτόκος». Γέννησε δηλαδή τον άνθρωπο Χριστό με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Λόγος.
Επηρεαζόμενος από την αριστοτελική φιλοσοφία κατά την οποία δεν μπορεί να υπάρξει φύση απρόσωπη, ο Νεστόριος δεν μπορούσε να εννοήσει την περί ενότητος του προσώπου του Χριστού διδασκαλία της Εκκλησίας. Εφόσον υπάρχουν στο Χριστό δύο πλήρεις και τέλειες φύσεις, πρέπει κατ' ανάγκην να υπάρχουν και δύο πλήρη και τέλεια πρόσωπα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Την ιδέα αυτή τη δίδαξε. Διασπούσε το ένα θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού σε δύο ξεχωριστά και ιδιοπερίστατα φυσικά πρόσωπα. Αυτό του κόστισε τη μομφή της αιρέσεως, που για να την αποσείσει αναγκάστηκε να δεχθεί και ένα πρόσωπο στο Χριστό, το οποίο αποκαλούσε ηθικό πρόσωπο της ενώσεως. Αυτό φυσικά δεν ήταν τίποτε άλλο από προσπάθεια συμβιβασμού των ασυμβίβαστων. Έτσι ο Νεστόριος δεχόταν τρία πρόσωπα στο Χριστό· ένα του Θεού Λόγου, ένα του ανθρώπου Χριστού και ένα της ενώσεως των φύσεων.
Σύμφωνα προς τις αντιλήψεις αυτές ήταν και τά υπόλοιπα χριστολογικά διδάγματα του Νεστορίου. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως απέρριπτε την περί φυσικής ενώσεως διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Η ένωση κατ' αυτόν δεν ήταν ένωση πραγματική, αλλά απλή συνάφεια, ένας εξωτερικός πλησιασμός, μια ενοίκηση του Λόγου στον άνθρωπο ως «εν ναώ». Την ένωση αυτή χαρακτήριζε και με πολλές άλλες ονομασίες. Επίσης απέρριπτε τον όρο «Θεός Λόγος σεσαρκωμένος» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Κατ' αυτόν ο Χριστός ήταν «θεοφόρος άνθρωπος».

Τέλος, ο Νεστόριος προέβαινε και στο διχασμό της μίας υιότητας του Χριστού σε δυό φυσικές υιότητες ξεχωριστές, την υιότητα του Λόγου και την υιότητα του ανθρώπου. Στις υιότητες αυτές απένειμε αντίστοιχα και δύο ξεχωριστές προσκυνήσεις και λατρείες. Περί πραγματικής αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού δεν μπορεί να γίνει λόγος στο χριστολογικό σύστημα του Νεστορίου.
Με τα διδάγματά του αυτά ο Νεστόριος διατύπωσε μια δεινή αίρεση στους κόλπους της Εκκλησίας, τη ζωή της οποίας συνετάραξε επί μακρόν. Την αίρεση αυτή καταπολέμησε επιτυχώς ο διαπρεπής θεολόγος της αρχαίας Εκκλησίας, άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.
  
 Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της χριστολογίας του Θεοδώρου Μοψουεστίας;

Ο Θεόδωρος ήταν ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της θεολογίας της Αντιοχειανής Σχολής και διδάσκαλος του Νεστορίου. Από την πλούσια διδασκαλία του (όμοια της διδασκαλίας του Νεστορίου) θα ανασύρουμε μια μόνο πτυχή που χαρακτηρίζει ειδικότερα τα χριστολογικά του διδάγματα.
Ως αντιοχειανός θεολόγος ο Θεόδωρος δίδασκε την πραγματικότητα των δύο φύσεων του Χριστού, στις οποίες αντιστοιχούν δύο ξεχωριστά φυσικά πρόσωπα, αν και δεχόταν την ύπαρξη και τρίτου προσώπου, του ηθικού προσώπου της ενώσεως.
Ποια όμως ήταν η σχέση του ανθρώπου Χριστού προς τον άπειρο Λόγο του Πατρός; Το ερώτημα αυτό απασχολούσε έντονα τη θεολογική σκέψη του Θεοδώρου Μοψουεστίας. Σύμφωνα με το όλο χριστολογικό πνεύμα του ο Θεόδωρος δεν μπορούσε να συλλάβει αυτήν παρά ως σχέση σαφώς ηθική. Εμπειρικός στη σκέψη του, έβλεπε καθαρά τα πράγματα. Το ανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, πλήρες και τέλειο, καμιά δεν υπέστη μείωση στην ένωση των φύσεων. Ήταν πρόσωπο προικισμένο με ελευθέρα βούληση, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν εξαφανίστηκε ή υπέστη μείωση κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Κυρίου. Η ελευθερία της βουλήσεώς του εκδηλωνόταν πρωτίστως στους αγώνες του εναντίον των ψυχικών παθών, από τά οποία ως άνθρωπος πραγματικός «ωχλείτο», και τά οποία εδάμαζε «κρείττονι λογισμώ». Στους πειρασμούς του ιδιαίτερα στην έρημο «έδειξεν εαυτόν ηδονής κρατούντα». Ενώ ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει, όμως δεν αμάρτησε, μαχόμενος κατά των παθών με τις δικές του φυσικές δυνάμεις, επικουρούμενες όμως από το Λόγο του Θεού.
Η ελευθέρα βούληση του Κυρίου ήταν -κατά τον Θεόδωρο- η βάση της εν αυτώ ενοικήσεως του Λόγου, ο οποίος προγνωρίζοντας την αρετή του Ιησού του χορηγούσε «μείζονα χάριν». Ο Χριστός αποδείχτηκε από τη δική του γνώμη άξιος της ενώσεως με το Λόγο του Θεού, από τον οποίο έπαιρνε βοήθεια να πράττει το αγαθό και την αρετή. Πρώτος αυτός αξιώθηκε της ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος σε βαθμό ασύγκριτα ανώτερο από όσο σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Η αρετή του ήταν μεγαλύτερη από την αρετή του Ιωάννη του Βαπτιστή. Είναι το πλήρες και τέλειο πρόσωπο αρετής και χάριτος, απ΄ αυτόν δε, ως από πηγή, μετοχετεύεται η χάρις προς τους άλλους ανθρώπους.
Τα διδάγματα αυτά του Θεοδώρου άσκησαν τεράστια ροπή στη θεολογική σκέψη όλων των αιώνων. Όμως η αντίθεσή τους προς τη διδασκαλία της επίσημης Εκκλησίας αμαύρωσε το όνομά του, το οποίο καταχωρήθηκε με μελανά χρώματα στη χορεία των χριστολογικών αιρέσεων.

Τι δίδασκε ο Μονοφυσιτισμός;
Ο Μονοφυσιτισμός που βρισκόταν στον αντίποδα του Νεστοριανισμού, επηρεαζόταν αισθητά από τις διαρχικές αντιλήψεις (πνεύμα-ύλη) του Νεοπλατωνισμού και από τις ιδιαίτερες χριστολογικές τάσεις της αρχαίας Αλεξανδρινής Σχολής. Οι ιδέες του είχαν συγγένεια προς τα διδάγματα του Απολλιναρισμού.
Βασικό πρόβλημα της αρχαίας ελληνικής σκέψεως στο χώρο της φιλοσοφίας ήταν ο καθορισμός της σχέσεως μεταξύ πνεύματος και ύλης, μεταξύ του απολύτου και του κόσμου. Δύο δε τρόποι καθορισμού ήσαν δυνατοί· ο μονιστικός, κατά τον οποίο το πεπερασμένο εκλαμβάνεται πανθεϊστικά ως εκδήλωση του άπειρου και αιώνιου, και ο δυιστικός, ο οποίος εκλαμβάνει το αισθητό ως προϊόν πτώσεως, το οποίο πρέπει ν' απορροφηθεί και ν' αναλυθεί στο θείο. Οι τελευταίες αυτές ιδέες, ορφικής κυρίως προελεύσεως, υιοθετήθηκαν από τον Πλατωνισμό και τον Νεοπλατωνισμό και επηρέασαν αισθητά τη θεολογική σκέψη του Μονοφυσιτισμού.
Αρχηγέτης της αιρέσεως ήταν ο Ευτυχής, αρχιμανδρίτης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ευτυχής απέρριπτε την ασύγχυτη και άτρεπτη ένωση των φύσεων στο Χριστό, όπως περί αυτού είχε αποφανθεί η Γ´εν Εφέσω Οικουμενική Σύνοδος. Κατ' αυτόν το σώμα του Κυρίου ήταν μεν ανθρώπινο, όχι όμως και ομοούσιο με το δικό μας, κάτι που θεωρούσε ανάρμοστο στη θεότητα του Λόγου. Αποδεχόταν όμως τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, την οποία απέφευγε να προσδιορίσει· «φυσιολογείν εμαυτώ ουκ επέτρεπον». Τόν ισχυρισμό ότι δεχόταν ουράνιο το σώμα του Χριστού, εχαρακτήριζε ως συκοφαντία.
Ο Ευτυχής, όπως και όλοι οι ομόφρονές του, δέχονταν μία φύση στο Χριστό μετά την ένωση· «ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μίαν φύσιν ομολογώ». Κατά τον Θεοδώρητο Κύρου, ο αιρεσιάρχης μιλούσε ρητώς περί καταπόσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από τη θεία φύση. Δεν πρόκειται βέβαια περί αφανισμού, αλλά περί μεταποιήσεώς της στην ουσία της θεότητας. Ως παράδειγμα έφερε τη σταγόνα του όξους, η οποία ρίπτεται στη θάλασσα. Όπως δηλαδή το όξος (το ξύδι) που ρίπτεται στα θαλάσσια νερά αναλύεται στη φύση τους, χωρίς ωστόσο να χάνεται, έτσι και η ανθρώπινη φύση του Χριστού αναλύθηκε στην απειρία της θεότητας.
Η συγγένεια του Μονοφυσιτισμού με τον Απολλιναρισμό είναι εμφανής. Ο μεν Απολλινάριος προσέβαλλε την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσεως, ενώ ο Ευτυχής δεχόταν την κατάποσή της, από τη θεία φύση του Χριστού.
Οι Σεβηριανοί αντίθετα ήταν μετριοπαθείς. Μιλούσαν μεν για μία φύση μετά την ένωση, όμως δέχονταν το άτρεπτο και ασύγχυτο των φύσεων στο Χριστό.
  Πού οφείλουν την ονομασία τους οι Αφθαρτοδοκήτες;
Από τη λέξη αφθαρσία, την οποία νόμιζαν ότι είχε η ανθρώπινη φύση του Χριστού, όταν αυτός ζούσε στη γη.
Και αυτή η αίρεση ανήκε στο ιδιαίτερο θεολογικό κλίμα της Αλεξανδρινής Σχολής. Ενώ οι Δοκήτες αρνούνταν, όπως είδαμε, την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, ο Απολλινάριος αφαιρούσε απ' αυτήν το λογικό στοιχείο της και οι Μονοφυσίτες την ήθελαν να απορροφάται και να αναλύεται στη θεία φύση, οι Αφθαρτοδοκήτες, θέλοντας να την εξωραίσουν, αρνούνταν απ' αυτήν τις φυσικές ανάγκες και τά αδιάβλητα πάθη της. Αρχηγός της αιρέσεως ήταν ο Ιούλιος Αλικαρνασσεύς. Αυτός δίδασκε ότι το σώμα του Χριστού ήδη από τη σύλληψη και τη γέννησή του ήταν υπεράνω των φυσικών αναγκών, πείνα, δίψα, κάματο κ.λπ., τα γνωστά ως αδιάβλητα πάθη της φύσεως. Αδιάβλητα δε, γιατί η ικανοποίησή τους δεν είναι αμαρτία. Αν δε στη Γραφή ο Χριστός φέρεται να τρώγει, να πίνει, να συγκινείται κ.τ.ό., αυτό δεν σημαίνει ότι είχε πραγματικές ανάγκες τις οποίες έπρεπε να ικανοποιήσει, αλλ' ήταν σκόπιμες και φαινομενικές κινήσεις της φύσεως, τις οποίες επέτρεπε ο Λόγος του Θεού για τους σκοπούς της θείας λυτρωτικής οικονομίας του. Δηλαδή πεινούσε, όταν ήθελε ο Θεός να πεινάσει κ.ο.κ.
Μία μερίδα αυτών με αρχηγό τον Αμμώνιο πήγαιναν μακρύτερα, λέγοντας ότι το σώμα του Χριστού δεν ήταν απλώς άκτιστο, αλλά μαζί και άυλο. Γιαυτό κι ονομάζονταν «Ακτιστίται». Ήταν ακρότατοι μονοφυσίτες. Όπως αντιλαμβανόμαστε, κύριος στόχος όλων των Μονοφυσιτών ήταν η απάμβλυνση και η πλήρης απομάκρυνση της αισθητής φύσεως από το Θεό, η οποία, σύμφωνα με τις διαρχικές αντιλήψεις της εποχής, θεωρούνταν ανάξια της θείας φύσεως.
Ποίες ήταν οι επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής σκέψεως (της φιλοσοφίας) πάνω στη θεολογική σκέψη της αρχαίας Εκκλησίας;
Ήταν και θετικές και αρνητικές, ανάλογα με το πνεύμα, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις εκείνων πού έκαναν χρήση αυτής.
Θετικές ήταν, όταν οι θεολόγοι της Εκκλησίας έκαναν χρήση της ελληνικής σκέψεως για να ερμηνεύσουν τις δογματικές αλήθειες της πίστεως, οι οποίες από τη φύση τους είναι σκοτεινές και δυσερμήνευτες και να τις κάνουν ευκολότερα αποδεκτές στο εκκλησιαστικό πλήρωμα και το πνευματικό περιβάλλον της εποχής. Κυρίως έπαιρναν φιλοσοφικούς όρους για ν' αναπτύξουν μορφολογικά τα δόγματα, όπως ήταν οι όροι· ουσία, υπόσταση, πρόσωπο, ομοούσιο, ενυπόστατο κ.ά. Δεν είναι τυχαίο ότι η Α' εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος (325) χρησιμοποίησε τον όρο «ομοούσιος», για να διασαφήσει τη σχέση του Χριστού με το Θεό Πατέρα. Το έργο αυτό είναι κατά πάντα νόμιμο και χρήσιμο στην ιστορική ανέλιξη του δόγματος, το οποίο κατά την ουσία και τον εσώτερο πυρήνα του είναι αιώνιο και αμετάβλητο, δύναται όμως να εξελίσσεται μορφολογικά με τα εκάστοτε επιστημονικά μέσα της εποχής, για να γίνεται ευκολότερα καταληπτό από τους πιστούς.
Αρνητικές ήταν, όσες φορές η ελληνική φιλοσοφία δεν χρησιμοποιούνταν μόνο για τη μορφολογική ερμηνεία των δογμάτων, αλλά προχωρούσε βαθύτερα, μεταφέροντας φιλοσοφικές ιδέες και έννοιες στις δογματικές αλήθειες της Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό η φιλοσοφία γινόταν όργανο διαστροφής και καταλύσεως των χριστιανικών δογμάτων.


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:


Read more:http://www.egolpion.net/or8odoxi_xristologia.el.aspx#ixzz2kVr70Sw7

Αγαμία και Παρθενία: διαφέρουν ή ταυτίζονται;

Αγαμία και Παρθενία: διαφέρουν ή ταυτίζονται;



ΑΓΑΜΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΘΕΝΙΑ
ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ Ή ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ;
 Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου
 Από το βιβλίο : ΑΡΘΡΑ-ΜΕΛΕΤΑΙ-ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
ΤΟΜΟΣ Α' ΑΘΗΝΑ 1986
        «Εν εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί· έσονται γαρ οι άνθρωποι φίλαυτοι..., ακρατείς..., φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι»
(Β' Τιμ. γ', 1 κ.έ.).

     Τα δύο προηγηθέντα δημοσιεύματα μου περί προγαμιαίων σχέσεων (φύλλα «Ορθοδόξου Τύπου» της 8ης και της 22ας Φεβρουαρίου, έ.έ.) είχον μίαν απροσδόκητον συνέπειαν. Κατεκλύσθην υπό «πληροφοριών» ότι πολλοί Καθηγηταί θεολόγοι (και όχι μόνον Γυμνασίου ή Λυκείου...) διδάσκουν μίαν πολύ «βολικήν» και πολύ «έξυπνον» θεωρίαν: Ότι πορνεία είνε μόνον η επί χρήμασι σαρκική ικανοποίησις· ενώ όπου υπάρχει αγάπη, όπου υπάρχει ψυχική επαφή, εκεί δεν έχομεν πορνείαν. Συνεπώς, δι' εν ζεύγος αγαπωμένων νέων, η σαρκική συνάφεια, αποτελούσα απλώς «ολοκλήρωσιν της αγάπης των», δεν είνε πορνεία, ούτε άλλως πως συνιστά αμαρτίαν. Το Ευαγγέλιον μόνον την πορνείαν (και την μοιχείαν) απαγορεύει. Δεν απαγορεύει την «ολοκλήρωσιν της αγάπης» ενός ζεύγους...

«Ομολογώ ότι εάν τα πρόσωπα τα οποία με επληροφόρησαν περί των τοιούτων θεωριών, των οποίων υπήρξαν αυτήκοοι μάρτυρες, δεν ήσαν λίαν αξιόπιστα, θα μοι ήτο αδύνατον να πιστεύσω ότι όντως διδάσκονται αυτά τα πράγματα υπό θεολόγων. Αλλ' ήδη τι να είπω; Φαίνεται ότι ενεφανίσθη τελευταίως εν τω χώρω τής Ορθοδόξου Εκκλησίας είδος τι «Νικολαϊτισμού» ή μάλλον ότι ανεβίωσεν η κατά τον Μεσαίωνα παρουσιασθείσα εν ταις Κάτω Χώραις κίνησις υπό το όνομα «Αδελφοί και Αδελφαί του ελευθέρου πνεύματος», οίτινες διεκήρυσσον ότι «πάν το εν αγάπη και εξ έρωτος γινόμενον ουδέν έχει το ακάθαρτον»!...

Αλλ' ας μη εκπληττώμεθα! Κατά τας ημέρας μας πολλάκις η ευσέβεια αποκαλείται «ευσεβισμός» (είνε αυτονόητον ότι τον πραγματικόν «ευσεβισμόν» ουδείς Ορθόδοξος δύναται να αποδεχθή· άλλο όμως ευσέβεια και άλλο «ευσεβισμός»·), η ηθική χαρακτηρίζεται «η θ ι κ ι σ μ ό ς » και η προσήλωσις εις τους ιερούς Κανόνας επικρίνεται ως « ν ο μ ι κ ι σ μ ό ς ». Τι το παράδοξον αν το κακόν αυτό, ο αντινομισμός αυτός, έφθασε μέχρις αποχρωματισμού ή μάλλον μέχρις εξωραϊσμού και των σαρκικών αμαρτιών; Ανεβίωσαν λοιπόν οι «Νικολαΐται» και οι «Καρποκρατιανοί»!... Ο Θεός να φυλάξη μήπως αναβιώσουν και οι αρχαίοι «Βορβοριανοί», των οποίων τα φρικαλέα και τουτ' αυτό ασύλληπτα αισχρουργήματα, τελούμενα μετ' επικλήσεων λόγων του Κυρίου (!!!), περιγράφει λεπτομερώς ο άγιος Επιφάνιος εν τω «Κατά αιρέσεων» έργω του (Ε.Π. Migne 41,336 κ.έ.).

Επειδή παρεκλήθην (επιέσθην, θα έλεγον,) υπό των διαληφθέντων προσώπων να γράψω τι προς διευκρίνησιν των πραγμάτων και διαφώτισιν των καλοπροαίρετων, χαράσσω τας κατωτέρω γραμμάς.

    Ουδείς αντιλέγει ότι «πορνεία», εν άκρα κυριολεξία, είνε η επί χρήμασιν ικανοποίησις των σαρκικών ορέξεων. Η λέξις παράγεται εκ του ρήματος π έ ρ ν η μ ι (περάω), το οποίον σημαίνει μεταφέρω τι πέρα της θαλάσσης προς πώλησιν, εξάγω προς πώλησιν και, κατ' επιτομήν, απλώς πωλώ. Φυσικόν δε ήτο να καταφύγουν εις το ρήμα πέρνημι οι αρχαίοι Έλληνες δια την παραγωγήν τής λέξεως, αφού αι παρ' αυτοίς ασκούσαι το «επάγγελμα» τούτο ήσαν, κατά κανόνα, γυναίκες ή γ ο ρ α σ μ έ ν α ι, δηλαδή δούλαι. (Ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης εν τω «Οδηγώ» του παράγει την λέξιν εκ του πυρ και νέος ή πηρώ και νους «δια το πυρούν την νεότητα ή το πηρούν τον νουν, ήγουν εκτυφλούν», αλλά ταύτα λέγονται κατα προφανή άλληγορίαν...).

Είνε γνωστόν όμως ότι πάσα λέξις πλην τής κυρίας σημασίας αυτής έχει και άλλην ή μάλλον και άλλας σημασίας, δευτερεύουσας ή καταχρηστικάς. (Πολλάκις μάλιστα συνέβη ώστε η κυρία σημασία να εξαφανισθή και η λέξις να παραμείνη με μόνην την καταχρηστικήν τοιαύτην.) Θα ηδυνάμην να αναφέρω άπειρα παραδείγματα πείθοντα περί τούτου, άλλ' επειδή ο χώρος δεν επιτρέπει (άλλωστε δεν γράφω γλωσσολογικήν διατριβήν), αρκούμαι εις δύο λίαν χαρακτηριστικά:

   α') Η λέξις νηστεία παράγεται εκ του αρνητικού μορίου ν η και του ρήματος ε σ θ ί ω, δηλοί δ' ως εκ τούτου, κατά κυριολεξίαν, την αποχήν από πάσης τροφής, την παντελή α σ ι τ ί α ν. Αυτή, και μόνη αυτή, είνε η κυριολεξία. Η λέξις όμως πλην αυτής τής σημασίας έχει και ετέραν, δευτερεύουσαν και καταχρηστικήν. Ούτω τα εκκλησιαστικά ημών κείμενα ομιλούν περί «νηστείας τής Μ. Τεσσαρακοστής», εννοούντα όχι την απόλυτον ασιτίαν επί τεσσαράκοντα ημέρας, αλλά την αποχήν από ωρισμένων τροφών. Όταν όμως αναφερώμεθα εις την «νηστείαν του τριημέρου», εννοούμεν την τελείαν ασιτίαν. Ούτως η λέξις χρησιμοποιείται και με τας δύο σημασίας της, κυρίαν και δευτερεύουσαν (ή καταχρηστικήν).

   β') Η λέξις ευνούχος παράγεται εκ του ευνή (=κλίνη) και του έχω, δηλοί δε, κατά κυριολεξίαν, τον έχοντα την ευνήν, τον φυλάσσοντα, τον φρουρούντα την κλίνην, ήτοι τον θαλαμηπόλον. Αυτή, και μόνη αυτή, είνε η κυριολεξία. Επειδή όμως κατά την αρχαιότητα, ιδία εν Ασία, εχρησιμοποιούντο ως θαλαμηπόλοι, δια λόγους ευνόητους, άνδρες «εκτομίαι» (εκτομίας λέγεται ο υποστάς εκκοπήν των γεννητικών οργάνων), η λέξις κατηντησε να σημαίνη όχι πλέον τον θαλαμηπόλον, τον φρουρόν της «κλίνης», ήτοι του γυναικωνίτου, του «χαρεμίου», αλλά τον εκτομίαν. Η καταχρηστική δηλαδή και δευτερεύουσα σημασία απέβη πρωτεύουσα και κυρία, η δε πρωτεύουσα εξηφανίσθη. Ένεκα τούτου το παράγωγον ρήμα «ευνουχίζω» σημαίνει, κατά κυριολεξίαν πλέον, καθιστώ τίνα εκτομίαν και όχι καθιστώ τίνα θαλαμηπόλον.

   Και η λέξις πορνεία λοιπόν πλην τής μνημονευθείσης κυρίας σημασίας αυτής, είχεν ανέκαθεν και την σημασίαν απλώς τής σαρκικής σχέσεως μεταξύ δύο ετερόφυλων προσώπων. Δεν απητείτο, δηλαδή, κατά την σημασίαν αυτην, να υπάρχη χρηματική δοσοληψία. Αυτή αύτη η σχέσις μεταξύ δύο ετερόφυλων προσώπων, συνήθως - αλλ' όχι αναγκαίως- αγάμων, εκαλείτο πορνεία. Είπομεν όχι αναγκαίως αγάμων, διότι ενίοτε η λέξις εδήλου και σαρκικήν σχέσιν μεταξύ μη αγάμων, καλύπτουσα ούτω και την μοιχείαν. Εκφεύγει των ορίων του παρόντος η ανάπτυξις και μιας άλλης σημασίας της λέξεως υπό την οποίαν απαντά πλειστάκις εν τη Αγία Γραφή. Εννοούμεν την αποστασίαν από του αληθινού Θεού και την προσχώρησιν εις την ειδωλολατρίαν. Ημείς ενταύθα θα ίδωμεν την λέξιν υπό μόνην την έννοιαν των σαρκικών σχέσεων.

Ας επισκοπήσωμεν εν πρώτοις τον πολύτιμον δια το θέμα μας δ' Κανόνα του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Σημειωτέον ότι ο Κανών ούτος εκφράζει επισήμως και αυθεντικώς το φρόνημα τής Εκκλησίας, ως επικυρωθείς υπό τής Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Λέγει λοιπόν ο Κανών: «Των δε δι' επιθυμίαν και ηδονήν γινομένων αμαρτημάτων τοιαύτη εστίν η διαίρεσις· το μεν γαρ καλείται μοιχεία, το δε πορνεία. Τισί μεν ουν των ακριβεστέρων ήρεσε, και το κατά πορνείαν πλημμέλημα, μοιχείαν είναι νομίζειν διότι μ ί α εστίν η νόμιμος συζυγία, και γυναικός προς άνδρα και ανδρός προς γυναίκα. Παν ουν το μη νόμιμον, παράνομον πάντως· και ο μη το ίδιον έχων, δηλαδή το αλλότριον έχει- τω γαρ ανθρώπω μία δέδοται παρά του Θεού βοηθός, και τη γυναικί μία εφήρμοσται κεφαλή. Ουκούν, ει μεν τις το ίδιον αυτού σκεύος, καθώς ονομάζει ο θείος Απόστολος, εαυτώ κτήσαιτο, συγχωρεί ο νόμος τής φύσεως την δικαίαν χρήσιν ει δε τις έξω του ιδίου τραπείη, εν αλλοτρίω πάντως γενήσεται αλλότριον δε εκάστω, πάν το μη ίδιον, καν μη ομολογούμενον έχη τον κυριεύοντα. Ουκούν, ου πόρρω του κατά την μοιχείαν πλημμελήματος και η πορνεία τοις τον ακριβέστερον εξετάζουσι λογισμόν εδείχθη, λεγούσης και της θείας Γραφής, ότι, «Μη πολύς ίσθι προς αλλοτρίαν». Πλην αλλ' επεί τοις ασθενεστέροις εγένετό τις παρά των Πατέρων συμπεριφορά, διεκρίθη το πλημμέλημα τη γενική διαιρέσει ταύτη, ως πορνείαν μεν λέγεσθαι την χωρίς αδικίας ετέρου γινομένην τινί της επιθυμίας εκπλήρωσιν μοιχείαν δε την επιβουλήν τε και αδικίαν του αλλότριου». Και κατωτέρω: «Επεί δε των εν πορνεία μολυνθέντων αδικία τις τη αμαρτία ταύτη ου καταμέμεικται, δια τούτο διπλασίων ωρίσθη τής επιστροφής ο χρόνος τοις εν μοιχεία μιανθείσι... Διπλασιάζεται γαρ, ως είπον, επί των τοιούτων η αμαρτία- μία μένη κατά την άθεσμον ηδονήν, ετέρα δε η κατά την του αλλότριου αδικίαν συνισταμένη».

Ως βλέπομεν ενταύθα, κατά την διδασκαλίαν της Εκκλησίας «μία εστίν η νόμιμος συζυγία, και γυναικός προς άνδρα και ανδρός προς γυναίκα». Πάν το εκτός της «νομίμου συζυγίας», τουτέστι του Μυστηρίου του γάμου, γινόμενον χαρακτηρίζεται ή ως πορνεία ή ως μοιχεία. Ουδεμία διάκρισις, ουδεμία λεπτολογία, αν ό,τι γίνεται, γίνεται «επί χρήμασιν» ή... «εξ αγάπης». Μόνη διάκρισις ή μάλλον μόνον κριτήριον μεταξύ πορνείας και μοιχείας η ύπαρξις ή όχι γαμικού δεσμού: «...ως πορνείαν μεν λέγεσθαι την χωρίς αδικίας έτερου (δηλ. εφ' όσον ο ανήρ ή η γυνή είνε άγαμος, δεν υπάρχει σύζυγος, ο οποίος ή η οποία θα ηδικείτο εκ της πράξεως) γινομένην τινί της επιθυμίας εκπλήρωσιν μοιχείαν δε την επιβουλήν τε και αδικίαν του αλλότριου (δηλ. του ή της συζύγου)». Ούτως εις την πρώτην περίπτωσιν, την της πορνείας, έχομεν, κατά τον Κανόνα, απλήν αμαρτίαν, ήτοι μόνην την «άθεσμον η δ ο ν ή ν », εις δε την δευτέραν περίπτωσιν, την της μοιχείας, έχομεν διπλήν αμαρτίαν τόσον την «άθεσμον ηδονήν», όσον και την «του αλλότριου αδικίαν», την αδικίαν του απατωμένου συζύγου (ανδρός ή γυναικός). Εις αμφοτέρας πάντως τας περιπτώσεις έχομεν «άθεσμον ηδονήν», αφού αύτη κείται εκτός του «θεσμού», τουτέστι του νομίμου γάμου. Πορνεία λοιπόν ονομάζεται ενταύθα όχι ειδικώς ή επί χρήμασι σχέσις, άλλ' απλώς «η χωρίς αδικίας ετέρου τής επιθυμίας εκπλήρωσις», αδιαφόρως και αδιακρίτως αν αύτη γίνεται επ' αμοιβή ή ...«εξ αγάπης».

     Παρόμοια φθέγγεται και ο κε' Κανών του Μ. Βασιλείου, κεκυρωμένος και αυτός υπό της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου και ως εκ τούτου αποτελών επίσημον και αυθεντικήν θέσιν της Εκκλησίας: «Ο την διεφθαρμένην υφ' εαυτού γυναίκα κατέχων, το μεν επί τη φθορά επιτίμιον υποστήσεται, την δε γυναίκα έχειν συγχωρηθήσεται». Ερμηνεύει ο άγιος Νικόδημος: «...Αν ίσως τινας φθείρη γυναίκα... και μετά την φθοράν λάβη αυτήν εις γυναίκα, κανονίζεται μεν (τιμωρείται παιδαγωγικώς) διατί έφθειρεν αυτήνπ ρ οτου γάμου, συγχωρείται δε να έχη αυτήν πάντοτε ως γυναίκα του». Όχι μόνον δηλαδή επιτιμάται δια την προγαμιαίαν σχέσιν του μετά της μελλούσης συζύγου του, αλλά και κατ' επιείκειαν, κατ' ανοχήν, γίνεται δεκτή η μετ' αυτής συζυγία του («την δε γυναίκα έχειν συγχωρηθήσεται») και δεν αξιουται η διάσπασις αυτού του γάμου, όπως γίνεται εις άλλας περιπτώσεις. Ως δε και κατά το πρόσφατον παρελθόν εσημειώσαμεν, οι ιεροί Κανόνες θεωρούν κώλυμα Ιεροσύνης (τουτέστι βαρυτάτην αμαρτίαν) την προ του γάμου σαρκικήν επαφήν τίνος μετά τής μνηστής του! (Κανών ξθ' του Μ. Βασιλείου). Ταύτα, αδελφοί μου, τα σαφέστατα και κατηγορηματικώτατα νομοθετεί και διδάσκει η Εκκλησία περί προγαμιαίων σχέσεων. Απεφασίσαμεν να την ...διορθώσωμεν; Αλλά τούτο, η «διόρθωσις» οιασδήποτε διδασκαλίας της Εκκλησίας, δεν είνε πλέον ούτε μόνον ηθική παράβασις ούτε απλώς κανονική ανταρσία είνε τι μείζον αυτών: Είναι αίρεσις! Όταν, επί οιουδήποτε θέματος, υψοίς ηθελημένως και εν επιγνώσει το ανάστημά σου υπεράνω της αυθεντίας της Εκκλησίας, καθίστασαι αιρετικός!

Αλλά ας ίδωμεν αν αι ανωτέρω «νεονικολαΐτικαι» θεωρίαι, ότι δηλαδή το Ευαγγέλιον μόνον τας «επί χρήμασι» σαρκικάς σχέσεις απαγορεύει, είνε δυνατόν να εύρουν στήριγμα τι εις την Καινήν Διαθήκην. Θα βεβαιωθώμεν ότι και εν τη Καινή Διαθήκη πορνεία είνε η εκτός γάμου σχέσις, αδιαφόρως αν αύτη γίνεται επί χρήμασιν ή... «εξ αγάπης»· Ερωτώμεν τους φρονούντας το αντίθετον: Πώς ερμηνεύουν τον λόγον του Κυρίου «ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι» (Ματθ. ε' 32); Βεβαίως ενταύθα η λέξις δηλοί την μοιχείαν (είπομεν ότι ενίοτε χρησιμοποιείται και με έννοιαν γενικήν και καθολικήν), αλλά το βαρύνον είνε ότι δια της λέξεως πορνεία, χαρακτηρίζεται η παράνομος σαρκική μείξις ασχέτως αν γίνεται επί χρήμασιν ή όχι. Εν εναντία περιπτώσει, αν δηλαδή η λέξις πορνεία εννοή αναγκαίως και αποκλειστικώς την επ' αμοιβή σχέσιν και δεν αναφέρεται και εις την «εξ αγάπης» τοιαύτην, τότε θα καταλήξωμεν εις συμπέρασμα αληθώς τερατώδες. Ιδού αυτό:

Ο Κύριος επιτρέπει το διαζύγιον δι' αθέτησιν της συζυγικής πίστεως, άλλ' υπό ένα απαράβατον όρον: Ότι η άπιστος σύζυγος έλαβε χρήματα παρ' εκείνου μετά του οποίου συνήψε σχέσεις. Αν δεν έλαβε χρήματα, αν έπραξεν ό,τι έπραξεν «εξ αγάπης» προς τον «φίλον» της, τότε δεν έχομεν πορνείαν. Άρα δεν εκπληρούται ο ρητός όρος του Κυρίου και το διαζύγιον αποκλείεται. Άλλαις λέξεσιν, ο αδικούμενος σύζυγος πρέπει να συνεχίζη υποχρεωτικώς την μετά της μοιχαλίδος συζυγίαν του, ανεχόμενος και αυτήν και τας απιστίας της, αφού αύται δεν έχουν ως κίνητρον τα χρήματα, αλλά μόνον την... «αγάπην»!!! Όπου δεν μεσολαβούν χρήματα, δεν υπάρχει πορνεία. Και όπου δεν υπάρχει πορνεία, δεν επιτρέπεται, κατά τους λόγους του Κυρίου, το διαζύγιον! Συμφωνείτε, αδελφοί; 'Εκεί άγουν ευθέως και ασφαλώς αί θεωρίαι σας, ότι η πορνεία σημαίνει μόνον και αποκλειστικώς την επί χρήμασι σχέσιν...

    Επίσης ερωτώμεν: Πώς ερμηνεύουν, οι τοιαύτας θεωρίας διδάσκοντες, το χωρίον του Παύλου Α' Κορ. ε', 1 κ.έ.; Ιδού τι λέγει ο θείος Απόστολος: «Όλως ακούεται εν υμίν πορνεία, και τοιαύτη πορνεία, ήτις ουδέ εν τοις έθνεσιν ονομάζεται, ώστε γυναικά τίνα του πατρός έχειν». Ο άνθρωπος αυτός δεν επεσκέπτετο τα πορνεία· απλώς σ υ ν έ ζ η με την μητρυιάν του. Και προφανώς ο δεσμός του ήτο «εξ αγάπης». Δεν συζή τις... επί χρήμασι! Δια τον Παύλον όμως η αθέμιτος αύτη συζυγία ήτο πορνεία! Ποία άλλη απόδειξις χρειάζεται περί του ότι πορνεία δεν χαρακτηρίζεται η επί χρήμασι μείξις, αλλά πάσα εκτός νομίμου γάμου σαρκική συνάφεια; Σαφέστατον και το εδάφιον Α' Κορ. ζ', 8-9:

«Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστίν εάν μείνωσιν ως καγώ. Ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν (=ας έλθουν εις κοινωνίαν γάμου)· κρείσσον γαρ έστι γαμήσαι ή πυρούσθαι». Επιθυμεί ο μέγας Απόστολος την ισόβιον αγαμίαν δια πάντας τους άγαμους. Δεν αγνοεί όμως ότι η αγαμία είνε μεν ανωτέρα, άλλ' όχι και εύκολος οδός. Δι' αυτό και προσθέτει: «Ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν». Ήτοι: Εάν δεν δύνανται να επιβληθούν εις τας ορμάς της σαρκός, ας έρχωνται εις κοινωνίαν γάμου. Μοναδική η διέξοδος δια του γάμου. «Μονόδρομος». Άλλη διέξοδος δεν υπάρχει. Η αγαμία λοιπόν δια τους δυναμένους να έγκρατευθοϋν ή γάμος διά τους μη δυναμένους. Ούτε διανοείται ο Παύλος την εύκολον «λύσιν» των «εξ αγάπης» σχέσεων δια τους μη εγκρατευομένους. Το δίλημμα το οποίον θέτει είνε άτεγκτον: Εγκρατεύεσαι; Μείνον άγαμος! Δεν εγκρατεύεσαι; «Παντρέψου»! Αυτά λέγει ο Παύλος ή μάλλον το Πνεύμα το Άγιον δια του Παύλου. Πάσα άλλη «λύσις» είνε «νεονικολαϊτικόν» επινόημα... Ερχόμεθα και εις το χωρίον Α' Κορ. ζ', 27-28: «Δέδεσαι γυναικί; Μη ζήτει λύσιν. Λέλυσαι από γυναικός; Μη ζήτει γυναίκα. Εάν δε και γήμης, ουχ ήμαρτες». Μίαν σχέσιν βλέπει ο Παύλος αναμάρτητον: Την εν τω γάμω! Εάν είσαι άγαμος, λέγει, μείνον όπως είσαν μη ζήτει γυναίκα. Απόφυγε τον γάμον και ζήσον εν παρθενία. Αλλ' ο Παύλος δεν ίσταται ενταύθα. Γνωρίζει ότι οι χριστιανοί της εποχής εκείνης κατέχονται υπό «ενθουσιαστικών τάσεων»· γνωρίζει ακόμη ότι επίκειται η εμφάνισις αιρετικών, διδασκόντων ότι ο γάμος είνε ακάθαρτος, είνε αμαρτία, και δι' αυτό οι πιστοί πρέπει να τον αποφεύγουν (Α' Τιμ. δ',3). Φοβούμενος λοιπόν μήπως παρεξηγηθούν οι λόγοι του αυτοί ως νομοθετούντες υποχρεωτικώς την ισόβιον παρθενίαν, ως κηρύσσοντες τον γάμον ακάθαρτον, προσθέτει τα όσα είδομεν ανωτέρω: «Εάν δε και γήμης (=έλθης εις γάμον), ουχ ήμαρτες». Δεν είνε αμαρτία ο γάμος. Εάν δεν θέλης να μείνης όπως είσαι, ήτοι άγαμος, αλλά θέλης να νυμφευθής, είνε τούτο δικαίωμά σου.

Ή μείνον άγαμος λοιπόν ή νυμφεύσου. Εν εκ των δύο. Ουδέ υπαινιγμός τις περί σχέσεων «εξ αγάπης» έξω του γάμου. Ο Παύλος μόνον την εν αγνότητι αγαμίαν και τον νόμιμον γάμον γνωρίζει ως καταστάσεις εκτός αμαρτίας. Χαρακτηριστική και η εν αμέσω συνεχεία φράσις του: «Και εάν γήμη η παρθένος, ουχ ήμαρτε». Μέγα και υψηλόν πράγμα η ισόβιος παρθενία. Αλλ' όμως δεν είνε αμαρτία, λέγει ο Απόστολος, να έλθη εις γάμον ή παρθένος (εννοείται η μη αφιερωθείσα εις τον Θεόν). Τονίζομεν: Η παρθένος! Δεν λέγει απλώς «η γυνή», αλλ' «η παρθένος», θεωρεί αυτονόητον ο Παύλος ότι είνε παρθένος η ερχόμενη εις κοινωνίαν γάμου χριστιανή γυνή (εκτός βεβαίως εάν είνε χήρα ή εάν προηγουμένως έζη μακράν του Χριστού). Πού λοιπόν οι προ του γάμου «προχωρημένοι δεσμοί»; Πού αι «εξ αγάπης» προγαμιαίαι σχέσεις; Πώς δε θα ήτο δυνατόν να μη ομιλή περί «παρθένου» γυναικός ο Παύλος, πώς θα ήτο νοητόν να μη απαιτήται παρθενία προ του γάμου εν τη Καινή Διαθήκη, η οποία καλεί ημάς εις ισάγγελον πολιτείαν, εις ουράνιον βιοτήν, όταν και εν αύτη τη Παλαιά Διαθήκη, τη και την πολυγαμίαν επιτρεπούση και τα εύκολα διαζύγια ανεχομένη, νομοθετήται αμειλίκτως η υποχρέωσις της γυναικός να ευρεθή παρθένος κατά τον γάμον της επί ποινή λιθοβολισμού της; «...Εάν δε επ' αληθείας γένηται ο λόγος ούτος (ήτοι η κατηγορία του συζύγου) και μη ευρεθή παρθένια τη νεάνιδι, και εξάξουσι την νεάνιν επί τας θύρας του οίκου του πατρός αυτής και λιθοβολήσουσιν αυτήν εν λίθοις, και αποθανείται, ότι εποίησεν αφροσύνην εν υιοίς Ισραήλ εκπορνεύσαι τον οίκον του πατρός αυτής» (Δευτερ. κβ', 20-21). Ακούετε, αδελφοί; Ανωτέρας και υψηλότερος ηθικάς επιταγάς είχεν η Παλαιά Διαθήκη και κατωτέρας η Καινή; Αι θυγατέρες των Εβραίων έπρεπε να ζώσιν εν παρθενία μέχρι του γάμου των και αι θυγατέρες των χριστιανών, αι γυναίκες τής Βασιλείας των Ουρανών (ούτω καλείται ο Χριστιανισμός και η Εκκλησία υπ' Αυτού του Κυρίου), είνε ελεύθεραι να έχουν προγαμιαίας σχέσεις, αρκεί να μη λαμβάνουν δι' αυτάς... χρήματα (!), αλλ' απλώς να ολοκληρώνουν δι' αυτών την «αγάπην των»;

Πού οδηγούμεθα με αύτας τας νεονικολαϊτικάς επινοήσεις; Οδηγούμεθα όχι απλώς εις «άθεσμον ηδονήν», αλλ' εις ΑΤΥΠΟΝ ΠΟΛΥΓΑΜΙΑΝ! Διότι είνε αυτονόητον ότι αν επιτρέπονται αι «εξ αγάπης» σαρκικαί σχέσεις, δεν επιτρέπονται «εφ' άπαξ» δια βίου. Αν δηλαδή αι χριστιανοί νέαι διαφωνήσουν βραδύτερον με το πρόσωπον το οποίον αγαπούν σήμερον και με το οποιον «ολοκληρώνουν την αγάπην των», δεν κωλύονται να το αντικαταστήσουν με άλλο. Εάν και με εκείνο διαφωνήσουν και χωρισθούν, θα αναζητήσουν την «αγάπην» τρίτου, μετέπειτα τετάρτου, πέμπτου, κ.ο.κ., μέχρις ότου «κάπου, κάποτε, με κάποιον» καταλήξουν εις γάμον. Τα όμοια βεβαίως θα πράττουν και οι χριστιανοί νέοι. Όλα δε αυτά είνε αναμάρτητα (!!!), διότι γίνονται... «εξ αγάπης» και όχι δια χρήματα! Ωραίος Χριστιανισμός! «Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος»...

Ας επισφραγίσωμεν όμως το άρθρον μας με προσφυγήν εις Αυτόν Τούτον τον Κύριόν μας. Ας ακούσωμεν τι Ούτος διδάσκει περί σχέσεων εκτός γάμου. Νομοθετών το αδιάλυτον του γάμου, παρεκτός λόγου πορνείας, ακούει την αντίδρασιν - διαμαρτυρίαν των μαθητών Του: «Ει ούτως εστίν η αιτία του άνθρωπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι» (Ματθ. ιθ' 10). Εάν το διαζύγιον είνε τόσον δύσκολον, εάν δια μίαν μόνην αιτίαν δύναται τις να διαζευχθή την γυναίκα του, τότε δεν συμφέρει να έρχεται τις εις γάμον. Προτιμότερον είνε να μένη άγαμος. Τι απαντά ο Κύριος εις αυτά; Ότι πρέπει να έρχεται τις εις γάμον δι' αυτόν ή εκείνον τον λόγον, π.χ. ίνα συντελέση εις την διαιώνισιν του ανθρωπίνου γένους κ.τ.τ.; Ο χ ι! Η απάντησίς Του είνε κεραυνός: «Ο δε είπεν αυτοίς· ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ' οις δέδοται· εισί γαρ ευνούχοι, οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω- και εισίν ευνούχοι, οίτινες ευνουχίσθησαν υπό των ανθρώπων, και είσιν ευνούχοι, οίτινες ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των ουρανών. Ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. ιθ' 11-12).

Δηλαδή ο Κύριος παρουσιάζει την αγαμίαν ως «βουνό». Ως πράγμα μέγα, τεράστιον, δυσχερές, δυσκατόρθωτον. Δεν είνε απλούν και εύκολον να αποφύγη τις τον γάμον, λέγει. Η οδός της αγαμίας είνε δυσχερέστατη και δι' αυτό είνε βατή μόνον εις ολίγους, εις ελαχίστους. Η αγαμία είναι «δόμα» Θεού, είνε ειδικόν χάρισμα του Ουρανού(*). Αλλά διατί ο Κύριος ομιλεί ούτω; Ποία η δυσκολία της αγαμίας, όταν εν αύτη (τη αγαμία) υπάρχη η δυνατότης τόσον της συναισθηματικής ικανοποιήσεως, όσον και της αισθησιακής απολαύσεως; Όταν, δηλαδή, δύναται και ο εν αγαμία διατελών να συνδέεται προς μίαν γυναίκα με δεσμούς αγάπης και να ικανοποιή ελευθέρως μετ' αυτής την σαρκικήν του επιθυμίαν; Πού το δυσκατόρθωτον της αγαμίας όταν και το συναίσθημα πληρούται με ένα «δεσμόν», άλλοτε ολιγοχρόνιον, άλλοτε μακροχρόνιον, ενίοτε δε και μόνιμον, και η ικανοποίησις της σαρκικής επιθυμίας επιτρέπεται υπό μόνην την προϋπόθεσιν ότι αύτη (η ικανοποίησις) γίνεται «εξ αγάπης» και όχι επί χρήμασι; Ποίος ή ποία δεν δύναται να εύρη και να ερωτευθή είτε μονίμως είτε -εν ανάγκη- διαδοχικώς, εν πρόσωπον και ούτω να δώση διέξοδον και εις του συναισθήματος τας απαιτήσεις και εις τής σαρκός τα «οιδήματα»;

Που έγκειται η δυσκολία της εν αγαμία «ελευθέρας συμβιώσεως» ενός ζεύγους αγαπωμένων προσώπων; Αυτού του είδους η αγαμία όχι μόνον δεν είνε δυσκολωτέρα του γάμου, αλλά και πολύ ευκολωτέρα. Έχει όλα σχεδόν τα πλεονεκτήματα του γάμου (αγάπην, στοργήν, αφοσίωσιν, σαρκικήν ηδονήν, περιποίησιν κ.τ.τ.), πλην των μειονεκτημάτων του, δηλαδή των υποχρεώσεων του και των δεσμεύσεων του. Και όμως ο Κύριος βροντοφωνεί ότι η αγαμία είνε «βουνό», είνε δυσχερέστατη, είνε δι' ελαχίστους. Διατί αυτό; Απλούστατα, διότι ο Κύριος θεωρεί αδιανόητον την τοιαύτην αγαμίαν.

   Ο Κύριος ταυτίζει την αγαμίαν προς την παρθενίαν. Δια τον Κύριον η αγαμία σημαίνει ισόβιον «μοναξιάν»,ισόβιον παρθενίαν, ισόβιον αγνότητα. Το διακηρύσσει, άλλωστε, ρητώς, σαφώς και απεριστρόφως: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον (της αγαμίας), αλλ' οις δέδοται... Εισίν ευνούχοι, οίτινες ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των Ουρανών. Ο δυναμενος χωρείν χωρείτω». Επιλογή της αγαμίας, λέγει ο Κύριος, σημαίνει, ούτε ολίγον ούτε πολύ, απόφασιν «ευνουχισμού»! «Ο δυναμενος χωρείν», λοιπόν, ήτοι ο δυνάμενος να «ευνουχίση εαυτόν» (όχι έργω, εννοείται, αλλά διαθέσει), «χωρείτω»· ας ακολουθήση την οδόν της αγαμίας. Αγαμία και «ευνουχισμός» (επαναλαμβάνομεν: ευνουχισμός ηθικός, όχι φυσικός) είνε δύο πράγματα ταυτόσημα, δια τον Κύριον. Δι' αυτό επισημαίνει ότι αύτη (η αγαμία) είνε δυσχερής και δυσεπίτευκτος και προσήκει εις μικρόν αριθμόν ανθρώπων. Δύο μόνον οδοί, λέγει ο Κύριος υπάρχουν: Ο γάμος, ο οποίος, παρά το αδιάλυτον και τας εντεύθεν δεσμεύσεις, είνε δια τους πολλούς, και η αγαμία, η οποία, ως απαιτούσα «ευνουχισμόν», ήτοι ισόβιον παρθενίαν, ισόβιον και συνεχή και σκληρόν αγώνα προς καθυπόταξιν τής ισχυρότατης φυσικής γενετησίου ορμής, άμα δε και ως συνεπαγόμενη ισόβιον «μοναξιάν», είνε δια τους ολίγους. Τρίτη οδός δεν υπάρχει! Αυτά ορίζει, αυτά εντέλλεται, αυτά νομοθετεί ο Κύριος, αδελφοί. Μη πειρώμεθα ημείς να «λύσωμεν» ή να διαστρέψωμεν τας εντολάς Του, ίνα μη «θησαυρίσωμεν την οργήν» Του «εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού» (πρβλ. Ρωμ. β' 5).

Ου μόνον δ' ενταύθα, αλλά και αλλαχού ο Κύριος διδάσκει σαφέστατα ότι είνε αδιανόητος η σαρκική σχέσις έκτος ή άνευ νομίμου γάμου. Ας διεξέλθουν οι πιστοί νέοι, άνδρες και γυναίκες, τον διάλογον του Κυρίου μας μετά της Σαμαρείτιδος. Ότε είπε προς αυτήν ο Κύριος «Ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε» και εκείνη απήντησεν «Ουκ έχω άνδρα», ο Κύριος απεκρίθη: «Καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω, πέντε γαρ άνδρας έσχες και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθές είρηκας» (Ιωάν. δ', 16-18). Η Σαμαρείτις αναμφιβόλως δεν ελάμβανεν ασφαλώς χρήματα δια τας σχέσεις της με τον άνδρα εκείνον. «Εξ αγάπης» συνέζη μετ' αυτού. Και όμως! Ο Κύριος δεν αναγνωρίζει, δεν αποδέχεται αυτήν την «συζυγίαν». Εφ' όσον δεν είχε τελεσθή γάμος (κατά τα τότε ισχύοντα, εννοείται), θεωρεί αθέμιτον την τοιαύτην «ένωσιν». «Και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ», λέγει. Δια τον Κύριον, δηλαδή, η Σαμαρείτις δεν ζη εν επιτρεπτή συζυγία. Μοιχική και όχι νόμιμος είνε η μετά ανδρός συνοίκησίς της. Δεν είνε ούτος «ανήρ αυτής», κατά την τάξιν την οποίαν καθώρισεν ο Θεός απ' αρχής, θεσπίσας τον γάμον ως φυσικόν θεσμόν και δεσμόν μέχρις ου, εν τη νέα οικονομία, ανυψώση τούτον εις ιερώτατον Μυστήριον. Ούτε αυτή είνε «γυνή αυτού». Δεν είνε σύζυγοι, αλλά ζεύγος μοιχών. Η έλλειψις αμοιβής δια την σαρκικήν επαφήν, η «εξ αγάπης» συνοίκησις και σχέσις αυτών, δεν ισχύει ουδ' επ' ελάχιστον να μεταβάλω την κατάστασιν από αθεμίτου εις θεμιτήν. Ο λόγος του Κυρίου ηχεί ως βροντή: «Και νυν ον έχεις ούκ έστι σου ανήρ»!

   Ποίαν άλλην απόδειξιν θέλομεν περί του ότι ο Κύριος δεν αναγνωρίζει σαρκικάς σχέσεις εκτός νομίμου γάμου, έστω και αν αύται γίνονται άνευ χρημάτων, άλλ' «εξ αγάπης» και μόνον; Χαρακτηριστικόν μάλιστα είνε ότι και αυτή η Σαμαρείτις, καίτοι συζή «εξ αγάπης» μετά του προσώπου αυτού, εν τούτοις, επειδή δεν έχει τελέσει μετ' αυτού γάμον (σημειωτέον ότι ηδύνατο αύτη να τελέση και έκτον γάμον, κατά τα τότε ισχύοντα), δεν θεωρεί την συνοίκησιν αυτήν νόμιμον και επιτρεπτήν δεν θεωρεί το πρόσωπον μεθ' ού συζή «άνδρα της», σύζυγόν της. Δεν τρέφει αυταπάτας. Γνωρίζει τι διαπράττει. Έχει συνείδησιν ότι συνοικεί παρανόμως, εφ' όσον δεν ετέλεσε γάμον. Δι' αυτό και δεν τολμά να τον εμφανίση ως σύζυγόν της, καίτοι όχι δια χρήματα, αλλ' «εξ αγάπης» έχει σχέσεις μετ' αυτού. «Κύριε, άνδρα ουκ έχω», λέγει. Δεν έχω σύζυγον. Δεν είμαι υπανδρευμένη. Και ομιλεί ούτω ποία; Μία χριστιανή γυνή; Μία Ιουδαία; Όχι! Αλλά μία Σαμαρείτις! Δηλαδή μία γυνή η οποία πλην του Μωσαϊκού Νόμου, πλην τής «Πεντατεύχου», ουδέν άλλο βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης ανεγνώριζεν. Απέρριπτε Ψαλμούς, Προφήτας κ.τ.λ.. Ήρκει ο Μωσαϊκός Νόμος να της δημιουργήση συνείδησιν μοιχαλίδος, εφ' όσον είχε σχέσεις μετά του ηγαπημένου της, χωρίς να έχη τελέσει γάμον μετ' αυτού. Και σήμερον έρχονται «χριστιανοί» (;!) νέοι και νεανίδες να υποστηρίξουν «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ», ότι δεν είνε επίμεμπτοι οι άνευ γάμου, δηλαδή, αι προ του γάμου σχέσεις των, εφ' όσον γίνονται «εξ αγάπης» και όχι επί χρήμασιν!... Όχι πλέον ο Χριστός, όχι οι Προφήται, όχι η Καινή Διαθήκη, όχι οι Κανόνες της Εκκλησίας, όχι οι άγιοι Πατέρες, αλλ' η Σαμαρείτις Φωτεινή διαμαρτύρεται και φωνάζει προς αυτούς: «Αδελφοί μου, πάσα εκτός νομίμου γάμου σαρκική συνάφεια είνε πορνεία και μοιχεία. Αφήσατε τας σοφιστείας περί δεσμών εξ αγάπης και περί σχέσεων επί χρήμασι. Αι διακρίσεις αύται είνε εμπνεύσεις της κοιλίας σας. Μη σας πλανά ο Διάβολος. Μη απατάτε εαυτούς. Συνέλθετε και ανανήψατε!...»

   Αδελφοί, προσοχή! Όλοι είμεθα αμαρτωλοί και ανάξιοι- όλοι είμεθα εναγείς και τρισάθλιοι. Όλοι αμαυρούμεν καθημερινώς «της ψυχής το ωραίον ταις των παθών ηδοναίς» και «σπιλούμεν τον της σαρκός ημών χιτώνα» και «υποπίπτομεν τη των παθών αχθηδόνι και τη ενύλω φθορά». «Τις καθαρός από ρύπου...»; Ας προσφέρωμεν όμως την αμαρτωλότητά μας εν ταπεινώσει προς τον Θεόν υπό μορφήν μετανοίας. Είνε εγκληματικόν, είνε σατανικόν, να την προσφέρωμεν εν αυταρέσκεια προς τους αδελφούς μας υπό μορφήν «υψηλής θεολογίας »! Ας καθιστώμεν τας προσωπικάς μας αδυναμίας αντικείμενον εξομολογήσεως- όχι, προς Θεού!, αντικείμενον διδασκαλίας! Μεταβάλλοντες τας πτώσεις μας εις «ι δ ε ο λ ο γ ί α ν », και πολλώ μάλλον εις... «θεολογίαν»(!), καθησυχάζομεν (;) μεν, ή μάλλον ναρκώνομεν την συνείδησίν μας, αυξάνομεν όμως μυριοπλασίως την έναντι τού Θεού ενοχήν μας.

   Αδελφοί, «στώμεν καλώς· στώμεν μετά φόβου»! Όσοι ηλεήθημεν παρά Θεού να «έχωμεν την διακονίαν ταύτην», να είμεθα «θεολόγοι», Κληρικοί ή λαϊκοί, ας απορρίψωμεν μακράν ημών «τα κρυπτά της αισχύνης, μη περιπατούντες εν πανουργία, μηδέ δολούντες τον λόγον του Θεού, αλλά τη φανερώσει τής αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων ενώπιον του Θεού» (Β' Κορ. δ' 1-2). Μόνον ούτω δεν θα «κηρύσσωμεν εαυτούς, αλλά Χριστόν Ιησούν» (Αυτόθι,ς' 5).
 
 
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», φύλλον 29-3-1985


Read more:http://www.egolpion.net/agamia_parthenia.el.aspx#ixzz2kVq8RrNM

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΑΕΠ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ: Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΑΕΠ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ: Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ


ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΑΕΠ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ

     Σεπτέμβριος 1999.
 Ημέρα χαράς! Το όνομα μου επιτέλους γράφτηκε στο βιβλίο των ουρανών! Δόξα! Αλληλούια! Τώρα πια είμαι παιδί του Θεού, έκανα το θέλημα του!.. Βαπτίστηκα (ξανά) στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! Συνειδητά και με απόλυτη επίγνωση! Με απόλυτη (όμως) επίγνωση; Αναρωτιέμαι.. Τι γνώριζα για την Ορθοδοξία; Πως πήρα μια τέτοια απόφαση (ζωής); Όχι όχι δεν είναι ώρα για αρνητικές σκέψεις, τα πράγματα είναι απλά- ο Θεός με αναγέννησε- η εμπειρία μου είναι ο άσσος στο μανίκι , ότι πιο ισχυρό υπάρχει, φυσικά είναι και η υγιαίνουσα διδασκαλία, μα πάνω απ' όλα έχω   α π ο δ ε ί ξε ι ς  ότι ο Θεός είναι ζωντανός και ήρθε και στη δική μου ζωή!
Ναι, ωραία όλα αυτά αλλά το ερώτημα παραμένει. Τι γνώριζα για την Ορθοδοξία; Πως απέρριψα κάτι για το οποίο δεν έχω τη παραμικρή γνώση; Πως γίνεται να πω ότι το τάδε φαγητό δεν μου αρέσει ενώ στη πραγματικότητα δεν το έχω δοκιμάσει ποτέ ή ακόμα χειρότερα, δεν γνωρίζω από ποια υλικά αποτελείται και πως μαγειρεύεται; Και το χειρότερο; Πως γίνεται, αργότερα, να συμβουλεύω κι άλλους ποτέ τους να μην πλησιάσουν ή ακόμα και να δοκιμάσουν το φαγητό.. που φτιάχνει ο πατέρας μου;...
Γιατί να δώσω εμπιστοσύνη στο λογισμό ενός ξένου ενώ εγώ ο ίδιος μπορώ να έχω δική μου άποψη και γνώμη για την Ορθόδοξη Εκκλησία; Δική μου άποψη; Τολμηρό, θα έλεγα. Από την άλλη όμως, ποιός είναι αυτός που έρχεται να με ευαγγελίσει και να μου μιλήσει για τον Θεό; Με ποια ιδιότητα; Με ποιά προσόντα; Είναι άγιος; Είναι Πατέρας της Εκκλησίας; Είναι θεολόγος; Μήπως είναι καθηγητής πανεπιστημίου; Και σε τελική ανάλυση γιατί να ακούσω αυτόν και όχι κάποιον άλλο; Ερωτήματα αναπάντητα και σκέψεις από τον διάβολο που δεν αρμόζουν για έναν αναγεννημένο Χριστιανό!
Αγαπητοί αδελφοί, την "εκκλησία της πεντηκοστής" τη λάτρεψα. Έδωσα όλη μου τη ψυχή, την υπηρέτησα! Ήμουν πεπεισμένος ότι η "εκκλησία" μου βαδίζει στα χνάρια του Χριστού, έχει την αλήθεια και οδηγείτε από το Άγιο Πνεύμα. Σε κάθε συνάθροιση απ' την αρχή ήμουν εκεί, στη προσευχή, στο ευαγγελιστικό έργο (μαζί με έναν "διάκονο") πρώτος! Κάθε βδομάδα μοίραζα αμέτρητες εφημερίδες "Χριστιανισμός" σε ανυποψίαστους πολίτες με σκοπό πάντα να μοιραστώ και με άλλους την αλήθεια Χριστός! ή μάλλον καλύτερα, να προσηλυτίσω στη σέχτα μου νέα μέλη... Πήγαινα σε γηροκομεία να δω αρρώστους, έπαιρνα μαζί μου και εφημερίδες. Αγόραζα (από μόνος μου) κούτες με Κ.Δ. για να τις μοιράσω στα νοσοκομεία και τα γηροκομεία. Σωτηρία, Άγιος Σάββας, Κρατικό Νίκαιας, ιδιωτικές κλινικές και γηροκομεία στη Γλυφάδα-παντού έτρεχα για τον Κύριο- σε πλατείες, σε γειτονιές, μέχρι και εκτός Αθηνών, έτρεχα μαζί με τον φίλο μου "διάκονο" να "ευαγγελίσουμε" ψυχές...
Θυμάμαι εξορμήσεις στη Σπάρτη, στη Μονεμβάσια, στη Καλαμάτα, στη Χαλκίδα, στη Σέριφο... Μάλιστα στο νησί της Σερίφου δεν αφήσαμε ούτε μία πόρτα που να μην δώσουμε εφημερίδα. Ακόμα και στον παπά του νησιού δώσαμε...
Μεγάλη μου αγάπη; η αγία Γραφή. Έφτασα στο σημείο να μελετώ 4 ώρες την ημέρα για να έρθω πιο κοντά στο Κύριο. Ποιός όμως μπορεί να ερμηνεύσει τις ιερές γραφές;

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2002-2003
Οι απορίες που είχα στη κυριολεξία είχαν στοιχειώσει την ψυχή μου. Μου φαινόταν τελείως παράλογο και μη βιβλικό η ερμηνεία που έδιναν οι πεντηκοστιανοί για την Εκκλησία. Για όσους δεν γνωρίζουν, η Εκκλησία τον 4οαιώνα αποστάτησε (για άλλους από τον 2οή 3οή ακόμα και μετά τον θάνατο των αποστόλων).
Τα επιχειρήματα τους μου φαινόντουσαν παράλογα έως επιπόλαια ή καλύτερα να μιλήσω για υπερβολική δόση φιλομυθίας.
Πέθανε δηλαδή η Εκκλησία τον 1οαιώνα και ήρθαν αυτοί το 1966 να συνεχίσουν αυτό, που οι απόστολοι άφησαν; Εκτός ότι κάτι τέτοιο αποτελεί μέγιστη βλασφημία (απέτυχε ο Παράκλητος;...) είναι και τελείως αφελές όχι μόνο να ισχυριστώ αλλά ακόμα και να δεχτώ ένα τέτοιο.. επιχείρημα... Άλλωστε αν ζήσει ποτέ κανείς μέσα στη σέχτα των πεντηκοστιανών θα παρατηρήσει ότι βρίσκεται ένας άσχετος ανάμεσα σε άσχετους!
Ο πιο "σχετικός" απ' όλους; Μα φυσικά ο γνωστός "πατρολόγος" που μας άνοιξε τα μάτια με τις εφευρέσεις/ανακαλύψεις του πάνω στα πατερικά κείμενα. Για όσους έχουν διαβάσει τη Παγκόσμια Πεντηκοστή και μετά έψαξαν/ερεύνησαν τις ίδιες τις πηγές, το μόνο που θα διαπιστώσουν (έκπληκτοι) είναι παραποίηση, νοθεία, διαστρεβλώσεις, και ασέλγεια πάνω στα ιερά κείμενα...
Να' ναι καλά ο άνθρωπος...

ΠΡΟΦΗΤΗΣ;
Θα διηγηθώ ένα περιστατικό για να δώσουμε λίγο χρώμα στις εμπειρίες των πεντηκοστιανών. Πεντηκοστιανός αυτόκλητος "πρεσβύτερος" ετοιμάζεται να φύγει από το παράρτημα και να ανοίξει δικό του σε άλλο μέρος. Περιμένει οδηγία.. και φυσικά αυτή έρχεται δια του δικού μου στόματος.. Τα λόγια, ξεκάθαρα, η οδηγία; το ίδιο, συμμαρτηρία; απ' όλους όσους βρίσκονταν εκείνη την "ευλογημένη" βραδιά.. Περιττό να σας πω ότι περίπου 300 άνθρωποι έκλαιγαν από την επίσκεψη του Θεού δια του δικού μου στόματος... Ο "πρεσβύτερος"; Αλοιφή, να τον αλείψεις πάνω στο ψωμί σαν βούτυρο! Όλοι ευχαριστούσαν τον Κύριο! Στο τέλος με πιάνει ένας "προφήτης" από τους "δυνατούς" και μου εκμυστηρεύεται ότι είχε ακριβώς το ίδιο μήνυμα με μένα (στο τέλος "προφήτεψε" και ο ίδιος).
 Μια χαρά και ειρήνη υπήρχε παντού και σε όλους μας. Το επιστέγασμα της βραδιάς ήρθε από μια "παλιά" και έγκυρη  "προφήτισσα" η οποία με θρησκευτική ευλάβεια με πλησίασε και μου είπε ότι εκείνη την ώρα της προφητείας είχε ακριβώς τα ίδια λόγια να πει αλλά την πρόλαβα... Γύρισα τη πλάτη σ' εκείνη τη βραδιά και κοίμισα τη συνείδηση μου με τα λόγια των αδελφών.
 Θα περάσουν χρόνια για να έρθει ο Ιωάννης της κλίμακας να με ελέγξει περί Κενοδοξίας. Θαύμασα πως ο δαίμονας αυτός εξαπάτησε όχι μόνο εμένα αλλά και άλλους δύο μαζί καθότι είχαμε το ίδιο ακριβώς μήνυμα.. Το χειρότερο; 300 άτομα έκλαιγαν και υμνούσαν τον Θεό για μια ψεύτικη προφητεία που βγήκε από το στόμα μου! Που λοιπόν η διάκριση; Ένας άνθρωπος κατάφερε να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα χαράς και ειρήνης σε τριακόσιους ανθρώπους που δεν πήραν χαμπάρι ότι ο δαίμονας έκανε πάρτι εκείνη την ώρα... Κι όμως! Είχαν χαρά... Ειρήνη... από ένα ψέμα...
 Εδώ όμως τίθενται διάφορα ερωτήματα.
 Σε όλες τις θρησκευτικές ομάδες συναντάμε ένα απέραντο πλήθος αισθητών θρησκευτικών εμπειριών.
Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με ένα ωκεανό θρησκευτικών εμπειριών.Όμως όλο αυτό το νερό, (αλλού θολό, αλλού καθαρό, αλλού πικρό, αλλού γλυκό κ.α.)είναι τόσο θεμελιακά διαφορετικό στην κάθε περίπτωση, ώστε να θεμελιώνεται σε αυτέςη διαφορά των θρησκειών και ο φανατισμός των οπαδών τους.
Εύλογα λοιπόν, δημιουργούνται τα ερωτήματα:
α) Είναι δυνατόν όλο αυτό το νερό να πηγάζει ( όπως πολλοί υποστηρίζουν) από ΜΙΑ πηγή;
β) Και αν οι πηγές είναι περισσότερες, και με διαφορετικό η κάθε μία νερό, επιτρέπεταινα τις βάζουμε όλες αυτές στο ΙΔΙΟ καζάνι; να τις βλέπουμε σαν “ένα”;
Για παράδειγμα: Εμπειρία ήταν και η παρέμβαση του όφεως στην Εύα, εμπειρία ήταν και η παρέμβαση του Θεού στον Αδάμ. Πως μπορούν να χωρέσουν στο ίδιο καζάνι, την στιγμή που έχουν όχι μόνο διαμετρικά αντίθετες, αλλά και αντίπαλες, πηγές;
γ) Είναι όλες από τον αληθινό Θεό, ή προέρχονται και από άλλες δυνάμεις;
Πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι, ότι μια θρησκευτική εμπειρία πηγή της έχει τον ΕΝΑ Αληθινό
Θεό και όχι άλλες δυνάμεις;
Ποιές εμπειρίες μας οδηγούν στην αλήθεια και στην ζωή;
Και ποιές στο ψέμα και στο θάνατο;

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2007- ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 
Τα χρόνια περνούσαν μέσα στην ΕΑΕΠ και ο ενθουσιασμός όλων είχε περάσει. Ο μαρασμός των πιστών ήταν διάχυτος και διακρινόταν να υπάρχει παντού, σε κάθε παράρτημα της σέχτας. Η δικαιολογία όπως πάντα απλοϊκή. Ο Κύριος δοκιμάζει την Εκκλησία του, έλεγαν.. Ξαφνικά έβλεπες όλο και περισσότεροι πεντηκοστιανοί να μελετούν πατέρες και να τους χρησιμοποιούν επιλεκτικά στα κηρύγματα τους.
Το θεώρησα ανήθικο, οι πιστοί να παραληρούν από τη σοφία του "ποιμένα" πάνω στην ερμηνεία των Γραφών, και από πίσω να κρύβεται ένας Χρυσόστομος... Πραγματικά αηδιασμένος και απογοητευμένος, φεύγω κρυφά για το Όρος για να βρω επιτέλους μία λύση. Άλλωστε μελετούσα τα ιερά κείμενα των πατέρων περίπου από το 2002. Αισθανόμουνα ότι το πλήρωμα του χρόνου είχε πλέον φθάσει. Η Ορθοδοξία με προσέλκυε όλο ένα και περισσότερο χωρίς όμως να μπορώ να πείσω τον εαυτό μου σε κάποια δογματικά θέματα όπως της Θεοτόκου ή της ομιλίας σε ξένες γλώσσες.
Η γνωριμία με το Όρος ήταν καταλυτική. Ήταν η πρώτη φορά που είδα αυτά που είχα διαβάσει να λαμβάνουν σάρκα και οστά! Ακόμα και το χώμα που πατούσα μίλαγε  μ υ σ τ ι κ ά  και αόρατα, γεμάτο και αυτό.. από την ταπείνωση των μοναχών... Ειλικρινά αυτό που βίωσα στο Όρος δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια ανθρώπινα! Βρισκόμουν σ' ένα δόγμα που πάντα διαφήμιζε τη σχέση του με τον Θεό κι όμως! Εδώ η διαφήμιση γινόταν μέσα στην ιερά σιωπή, μέσα απ' το βάδισμα των Μοναχών, κάτω απ' το λιγοστό φως των κεριών την ώρας της θείας λειτουργίας. Πραγματικά ήταν ένα δυνατό χτύπημα στον εγωισμό μου η εικόνα του αγίου Όρους. Αλήθεια υπάρχουν στις μέρες μας τέτοιοι άνθρωποι; Μα αυτοί σύμφωνα με τη διδασκαλία της ΕΑΕΠ ούτε Πνεύμα Άγιον δεν έχουνε... Επέστρεψα στην Αθήνα συγκλονισμένος όσο ποτέ άλλοτε...
ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΟΥ 
    Ηζωή μου μετά την επίσκεψη στο όρος άλλαξε τελείως. Άκουγα τον σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας 10 ώρες την ημέρα! Με τη καθημερινή μελέτη ιερών κειμένων έπεφταν κάθε μέρα όλο ένα και περισσότερα τείχη που είχα κτίσει μόνος μου ή μάλλον καλύτερα, παρέα με τον εχθρό της πίστης μας. Στο διάστημα αυτό γνώρισα τον πνευματικό μου (που αργότερα θα μου έδινε το Χρίσμα) ο οποίος δέχτηκε έναν άνθρωπο ακρωτηριασμένο πνευματικά, μια ψυχή δίχως ταυτότητα, καθότι όταν συνειδητοποίησα ότι μετά από 10 χρόνια βρίσκομαι σε αίρεση έφυγε η γη κάτω απ' τα πόδια μου. Δύσκολες ημέρες που δύσκολα μπορούν να περιγραφτούν καθώς τον εσωτερικό αγώνα και τη πάλη ενός ανθρώπου το γνωρίζει μόνο ο ίδιος και ο Θεός.
Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΜΟΥ 
   Δόξα τω Θεώ προβλήματα μέσα στην οικογένεια μου δεν είχα. Το καλό στην όλη υπόθεση είναι ότι με τη γυναίκα μου είχαμε κοινή πνευματική πορεία. Τα βιβλία που διάβαζα και οι μελέτες που έκανα παρακίνησαν τη γυναίκα μου σε δικές της προσωπικές έρευνες. Έτσι, αθόρυβα και οι δύο μαζί μελετούσαμε και ψάχναμε την διέξοδο μέσα από την δαιμονική αίρεση. Δεν τη πίεσα ποτέ και σεβάσθηκα τον προσωπικό της αγώνα, άλλωστε ήμουν περίεργος να δω που στο τέλος θα καταλήξει. Το ευχάριστο για μένα ήρθε μετά από περίπου 7 μήνες όταν αποφάσισε η ίδια μόνη της να λάβει το Χρίσμα και να ενταχθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι απλά, αθόρυβα, μυστικά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και διαφημίσεις...
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 
   Ηαυτοαποκαλούμενη ‘’Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής’’ είναι μια επικίνδυνη δαιμονική σέχτα. Να ευχόμαστε να ελευθερωθούν οι συνάνθρωποι μας μέσα από τα αόρατα δεσμά του εχθρού. Ο αγώνας μου κράτησε 2.5 χρόνια και ήταν πολύ δύσκολος, το ομολογώ. Στην μεταστροφή μου αυτή έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι Πατέρες της Εκκλησίας, η ΟΟΔΕ, το Άγιον Όρος, η Πειραϊκή Εκκλησία, και ο πνευματικός μου. Ευχαριστώ το Θεό για όλους.
«Να πιστεύεις ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο εξαίσιο, βαθύτερο, συμπαθητικότερο, πιο συνετό, πιο γενναίο και πιο τέλειο από το Χριστό, κι όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά και με θερμή αγάπη λέω στον εαυτό μου ότι δεν μπορεί και να υπάρξει. Ακόμα περισσότερο, αν κάποιος μου αποδείκνυε ότι ο Χριστός είναι εκτός αλήθειας, κι αν πράγματι η αλήθεια ήταν εκτός Χριστού, τότε θα προτιμούσα να παραμείνω με τον Χριστό, παρά με την αλήθεια».(Ντοστογιέφσκι).
 Μάριος Μπακογιάννης

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
9/10/2010


Read more:http://www.egolpion.net/marios.el.aspx#ixzz2jmx3SwUV

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ


ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ



 
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΩΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
Μάριος Μπακογιάννης

      Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με κάποιες "θεολογικές" θέσεις των πεντηκοστιανών πάνω στο θέμα της Θείας Ευχαριστίας και πιο συγκεκριμένα στην ορολογία που χρησιμοποιούνε ότι "ο οίνος και ο άρτος γίνονται σώμα και αίμα Χριστού πνευματικός, δια της πίστεως." Για λόγους ηθικής εντιμότητας, θα παραδεχτώ και συνάμα ομολογήσω, ότι οι πεντηκοστιανοί δεν γνωρίζουν ούτε οι ίδιοι τι λένε πάνω σε αυτό το λεπτό θέμα, καθότι η έλλειψη συστηματικής διδασκαλίας στον χώρο τους, καθίσταται η αχίλλειος πτέρνα τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους "έξω" που τους παρακολουθούν στενά...

Από τον "ποιμένα" μέχρι τον τελευταίο πεντηκοστιανό θα ακούσει κάνεις διάφορες ερμηνείες επί του θέματος τούτου και σίγουρα τα χωρία που θα προσκομίσουν θα είναι άσχετα με το θέμα και θεολογικά ανυπόστατα με τη λογική που ακολουθούν και θέλουν να επιβάλλουν. Διότι, περί σκέψεως δικής τους πρόκειται και τίποτε παραπάνω. Άλλωστε η μη διατύπωση εις βάθος ενός σοβαρού τέτοιου θέματος, είναι μια άφωνη ομολογία ότι αδυνατούν να κατανοήσουν οι ίδιοι πρώτα και έπειτα οι υπόλοιποι οπαδοί τους...

Ας δούμε πρώτα όμως τι είναι για τον Ορθόδοξο πιστό αυτός ο άρτος και αυτός ο οίνος. Πολύ απλά είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, το οποίο τρέφει τον αναγεννηθέντα ώστε να ανδρωθεί εν Κυρίω και να γίνει μέτοχος της αιώνιας ζωής. Μαζί με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, δηλαδή την ανθρώπινη φύση του Σωτήρα, ο άνθρωπος κοινωνεί και της συννημένης θεότητας και κατ'επέκταση όλου του Τριαδικού Θεού, ώστε να είναι πράγματι Θεοφόρος, να φέρει μέσα του όλο το Θεό και δια της άρρητης μέθεξης και ο ίδιος μυστικά να θεοποιείται. Η Θεία Ευχαριστία είναι το κατ'εξοχήν Θεοποιητικό Μυστήριο.

Στους πεντηκοστιανούς όμως δίνεται μεγάλη έμφαση στο "πνεύμα" (γενικότερα η "θεολογία" τους περικλείεται από τον πνευματισμό και αυτό επισημαίνεται στη διδασκαλία τους έντονα, καταργώντας/υποβιβάζοντας την υλική υπόσταση στη σωτηρία του ανθρώπου) και λιγότερη στην ύλη, που δεν διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στη θεολογία τους και κατ'επέκταση στη ζωή τους. Έτσι λοιπόν, αν δεχθούμε ότι το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου γίνονται-λαμβάνουν κάποιου είδους υπόστασης σε πνευματική μορφή, τότε αυτό που ακολουθεί είναι ο δικός μας ρόλος (πάνω στο Μυστήριο) που πρέπει να κατανοηθεί ως μια ένωση πνευματική, δηλαδή το δικό μας πνεύμα ενώνεται/ μετέχει, της φύσης του Θεού και όχι της ανθρώπινης, καθότι αυτό δεν δύναται να γίνει, για τον απλό λόγο της υλικής μορφής, που σύμφωνα με τη πεντηκοστιανή θεωρία, αδυνατεί να μετέχει, μα κυρίως ούτε καν υφίσταται.

Όμως αδελφοί, αν δεχθούμε κάτι τέτοιο, αυτομάτως αυτός ο άρτος και ο οίνος λαμβάνουν έκφραση συμβολική (πως δύναται να σώσει την ψυχή ένα ψίχουλο ψωμιού..) και το χειρότερο, πέφτουμε σε Πλατωνίζουσες απόψεις και ιδιαίτερα στον Μονοφυσιτισμό, αφού δεχόμαστε, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, μόνο τη φύση του Θεού και όχι την ανθρώπινη του Σαρκωθέντος Άναρχου Λόγου. Τα ατοπήματα στην αιρετική αυτή διδασκαλία είναι πολλά, εμείς θα ασχοληθούμε μόνο σε κάποια (κάποιες αναφορές) για να καταδείξουμε την πλάνη και συνάμα αίρεση που πέφτουν οι συνάνθρωποι μας. Η θυσία στο Γολγοθά (που σχετίζεται άμεσα με τη Θυσία στη Θεία Ευχαριστία) είναι μόνο φαινομενική και όχι οντολογική, αν δεχτούμε τη θεωρία των πεντηκοστιανών. Ο Χριστός δεν έπαθε, δεν υπέφερε, δεν πόνεσε πάνω στο Σταυρό, αλλά όλο αυτό ήταν μια φανταστική σκηνή που διαδραματίστηκε στα μάτια της ανθρωπότητας. Το αποτέλεσμα λοιπόν διακρίνεται στη θυσία της Θείας Ευχαριστίας που οι πεντηκοστιανοί μετέχουν μόνο της μίας φύσης και αρνούνται τη δεύτερη.. Ο Θεός όμως που αληθινά έλαβε δούλου μορφή, συγκέντρωσε στο πρόσωπο του και τις δύο φύσεις (Τέλειος Θεός-Τέλειος άνθρωπος)  και αυτό κοινωνούν οι Ορθόδοξοι πιστοί σε αντίθεση με τους πεντηκοστιανούς που κάτι τέτοιο το απορρίπτουν και μέσα σε όλα αυτά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας αναρίθμητα κηρύγματα (δικά τους) που ομολογούν ότι ο Χριστός είχε όντως δύο φύσεις!!!

Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι από μόνοι τους πέφτουν σε αντιφάσεις και μόνοι τους αυτοαναιρούνται! Το κατόρθωμα αυτό είναι αποκλειστικά και δικαιωματικά, δικό τους! Το ολίσθημα τους αυτό καθώς και η νοσηρή διδασκαλία τους, εμείς ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί αρνούμαστε να τη παραλάβουμε από τους δήθεν συνεχιστές/διαδόχους των αποστόλων... Και όλα αυτά να φανταστείτε χωρίς να κάνουμε εκτενή αναφορά και εις βάθος, στην ορθή διδασκαλία περί Θείας Ευχαριστίας και στη διάκριση των δύο φύσεων. Επίσης, αυτό που λένε "δια της πίστεως" απλά το αντιπαρέρχομαι, διότι η συλλογιστική αυτής της εφεύρεσης είναι πάρα πολύ αστεία... Τα συλλυπητήρια μου λοιπόν.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα με λίγα λόγια να εξετάσουμε τη σημασίας της ύλης-σώματος που διαδραματίζει στη Σωτηρία μας.

Η Βυζαντινή θεολογία υιοθετεί τον ελληνικό φιλοσοφικό όρο  <<συναμφότερον>>, αλλά για να διατυπώσει την ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου. Ο Γρηγόριος Παλαμάς ορίζει ως εξής: << μη αν ψυχήν μόνην, μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον>>. Ψυχή και σώμα είναι δύο διαφορετικά συστατικά στοιχεία του ανθρώπου, αλλά δεν είναι ανταγωνιστικά, ασυμβίβαστα ή ασύμπτωτα. Η διαφορά δεν σημαίνει αντίθεση. Η διάκριση δεν ταυτίζεται με τη διαίρεση. Η διαστολή δεν υπονοεί διάσπαση. Πέρα από την παλαιοδιαθηκική  εβραϊκή κληρονομιά η   Βυζαντινή θεολογία τροφοδοτείται επίσης από την Παύλεια παράδοση που θεωρεί το σώμα ως <<ναό>> αντί για τον Πλατωνικό τάφο ή τη φυλακή και το όχημα της ψυχής. Πάνω σε αυτές τις δύο βιβλικές βάσεις, οικοδομείται η διαφοροποίηση της ελληνικής μεσαιωνικής θεολογίας από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία όσον αφορά το σώμα του ανθρώπου και την ουσιώδη μετάβαση από το "έχειν" στο "είναι" του.  Το σώμα λοιπόν, στην Ορθόδοξη θεολογία, δεν είναι κάτι το δευτερεύον, το οποίο δήθεν προστίθεται στην ψυχή για να απαρτισθεί τελικά ο άνθρωπος. Αντιθέτως το σώμα ανήκει στο <<είναι>> του ανθρώπου, δεν αποτελεί το <<έχει>> του. Άλλωστε ο Θεός πρώτα έλαβε <<χούν από της γής>> κι ύστερα <<ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής>>, ώστε τελικά πια <<εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν>> (Γενεσ. 2,7). Προηγείται λοιπόν το ένυλο-σωματικό στοιχείο και ακολουθεί το άυλο-ψυχικό για να συναποτελέσουν τη λειτουργική ενότητα, που λέγεται άνθρωπος. Τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στους Πατέρες της Εκκλησίας τονίζονται όχι μόνο η ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου αλλά επιπλέον η καταξίωση της σωματικής οντότητας της ανθρώπινης υπόστασης. Σε ρητή αντίθεση προς τον αρχαιοελληνισμό, ο οποίος υποτιμούσε το σώμα μεταφυσικά, ο Ιουδαιοχριστιανισμός εκτιμούσε τη σωματικότητα του ανθρώπου θεολογικά. Έτσι λοιπόν η σωτηρία αλλά συνάμα και η αγιότητα του ανθρώπου εξαρτάται και από το σώμα, καθότι αρχίζει από το σώμα, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό ούτε σταματά εκεί. Προχωρεί, ολοκληρώνεται και τελειώνει στη ψυχή του. Όμως περιλαμβάνει και το σώμα, αρχίζει μάλιστα από αυτό. Μπορεί το τέρμα της σωτηρίας να είναι η ψυχή, αλλά οπωσδήποτε η αφετηρία της είναι το σώμα. Χωρίς σώμα δεν αγιάζει ο άνθρωπος. Ούτε καν αρκεί ο εξαγιασμός της ψυχής, αλλά οπωσδήποτε απαιτείται ο καθαγιασμός του σώματος.

"Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία" (Ματθ. 17,21). Αυτό σημαίνει ότι η αμαρτωλότητα και η αγιότητα, τα δύο όρια της ηθικότητας, είναι καταστάσεις ψυχοσωματικής υφής. Και οι δύο, αμαρτωλός και άγιος, σχετίζονται με το σώμα. Γι'αυτό δεν αρκεί η προσευχή, αλλά χρειάζεται και η νηστεία. Η νηστεία αφορά στο σώμα και η προσευχή αναφέρεται στη ψυχή. Δεν πρέπει λοιπόν να μας ξενίζουν τα Μυστήρια, γιατί αυτό είναι σύμφωνο προς τη φύση της Εκκλησίας ως κοινωνίας ορατής και σύνθετης (κοινωνία θεανθρώπινη), συνδεούσης το ορατό με το αόρατο και δι'εξωτερικών μέσων χορηγούσης την αόρατη Χάρη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Θεωρώ ότι η Αλήθεια που έγκειται πάνω στα ιερά Μυστήρια δεν έχει να κάνει με ορέξεις ή αποκαλύψεις αυτόκλητων ανθρώπων και συνεπώς δεν υπάρχει περίπτωση ο Χριστός να διαιρείται και στους μεν να μετέχει μόνο η μία φύση Του, ενώ στους υπόλοιπους κάτι τελείως διαφορετικό... Είναι λοιπόν, άλλος ένας λόγος που γκρεμίζεται και ένα άλλο οικοδόμημα που καλεί στο όνομα "θεωρία των κλάδων".

Σκεφτείτε το...

“Η γαρ αγνοούντας διδάξομεν, ή κακουργούσιν ουκ επιτρέψομεν”
Μέγας Βασίλειος

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com



Read more:http://www.egolpion.net/pentikostianoi_euxaristia.el.aspx#ixzz2jmwcAD3K