Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Εικών Γεννήσεως

Εικών Γεννήσεως
Uspensky Leonid, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια,
τομ. 4. σελ. 300-305
Η εικών της Γεννήσεως του Κυρίου φαίνεται συχνά, εις τα όμματα των αμυήτων, φορτωμένη με περιττάς λεπτομερείας. Η σύνθεσίς της εμφανίζεται ως κάπως παιδαριώδης, απερρυθμι- σμένη, μάλλον διασκεδαστική παρά σοβαρά. Εντούτοις, αν προσπαθήσωμεν να διεισδύσωμεν εις το πνευματικό νόημα αυτής της εικόνος και εις την σημασίαν αυτών των λεπτομερειών, θα ίδωμεν ότι αύτη η απλοϊκότης και αυτή η αφέλεια καλύπτουν τοιούτο βάθος περιεχομένου, το οποίον θα μας ενθυμίση τους λόγους του Ευαγγέλιου: « Ος εάν μη δέξηται την βασιλεία του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν» ( Λουκ . ια, 17).
Η εικών της Γεννήσεως δεν χρησιμεύει δια την παράστασιν του τάδε ή του δείνα ιδιαιτέρου κειμένου, εκ των αφορώντων εις την εορτήν αυτήν. Βασιζόμενη εις την Αγία Γραφήν και την Ι. Παράδοσιν, θέτει προ οφθαλμών καις μας αποκαλύπτει το δογματικό περιεχόμενο και το νόημα της εορτής εν συνόλω. Τόσον με τα χρώματά της όσο και με τον πλούτο των λεπτομερειών της, ίσως ακριβώς εξαιτίας της « αφελότητος » των, είναι η πλέον χαρμόσυνος από τας εορτίους εικόνας.
Η εικογραφική παράδοσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας διατηρεί ως πολύτιμον παρακαταθήκην την κλασσικήν εικονογραφικήν εκδοχήν της Γεννήσεως του Χριστού, εκδοχήν πληρεστάτην και πλουσιωτάτην εις περιεχόμενον. Το πρωτότυπόν της ευρίσκεται επί αμπουλών (μικρών δοχείων επί των οποίων προσκυνηταί, επιστρέφοντες εκ των Αγίων Τόπων, μετέφερον ολίγον έλαιον επί τας κανδήλας τας ανημμένας εκεί). Χρονολογούνται μεταξύ του Δ΄ και του ΣΤ΄αιώνος, αρκεταί δε από αυτάς φυλάσσονται εις τον καθεδρικόν ναόν της Monza, πλησίον του Μιλάνου. Επί των αμπουλών αυτών παρίσταντο διάφορα γεγονότα σχετικά με τους Αγίους Τόπους. Γνωρίζομεν, ότι, εις τον τόπον Γεννήσεως του Σωτήρος, ο Μ. Κωνσταντίνος ήγειρε ναόν, όπου το σπήλαιον ένθα ετέχθη ο Κύριος, εχρησίμευε ως κρύπτη. Εκεί, πιθανότατα, παρίσταντο η σκηνή της Γεννήσεως, την οποία επαναλαμβάνουν αι αμπούλαι και η οποία εχρησίμευεν ως πρωτότυπον δια την εικονογραφία της εορτής. Η κλασσική εκδοχή είναι η κάτωθι: εις το κέντρο, προ ενός βάθους από όρη, το σπήλαιο με τον Κύριο ανακεκλιμένον εις την φάτνη, μεταξύ δύο ζώων. Παραπλεύρως η Θεοτόκος ανακεκλιμένη επί στρωμνής. Εις το άνω μέρος της εικόνος οι άγγελοι και ο Αστήρ. Οι ποιμένες από το άλλο, οι Μάγοι ερχόμενοι να προσκυνήσουν τον Χριστό. Κάτω, εις εκάστη γωνία, μια σκηνή: δύο γυναίκες νίπτουν το Βρέφος και ο Ιωσήφ, καθήμενος απέναντι γέροντος ορθού, στηριζομένου επί ράβδου.
Ως προς το περιγραφικό στοιχείο, η εικών ανταποκρίνεται εις το κοντάκιο (ήχος Γ΄): «Η Παρθένος σήμερον το υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει. Αγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, Μάγοι δε μετά Αστέρος οδοιπορούσιν . Δι' ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων υπάρχων Θεός». Η εικών προσθέτει συνήθως δύο σκηνάς, τοποθετουμένας εις τας κάτω δύο γωνίας, τας οποίας το κοντάκιον δεν μνημονεύει και αι οποίαι είναι ειλημμέναι από την Παράδοσιν .
Εις το περιεχόμενόν της, η εικών της Γεννήσεως έχει δύο όψεις: Προ παντώς αποκαλύπτει αυτήν ταύτην την ουσίαν της Εορτής, το γεγονός της πραγματικής σαρκώσεως του Θεού. Μας θέτει ενώπιον μιας ορατής μαρτυρίας του θεμελιώδους δόγματος της πίστεώς μας, υπογραμμίζουσα με τας λεπτομέρειάς της τόσο την θεότητα όσο και την ανθρωπότητα του σαρκωθέντος Λόγου. Κατά δεύτερον λόγον, η εικών της Γεννήσεως μας δεικνύει την επενέργειαν αυτού του γεγονότος επί της φυσικής ζωής του δημιουργημένου κόσμου και ανοίγει, κατά κάποιον τρόπο, την προοπτική όλων των συνεπειών της. Διότι σύμφωνα με τον Αγιο Γρηγόριο τον Νανζιανζηνό, η Γέννηση του Κυρίου δεν είναι η εορτή της Δημιουργίας αλλά η εορτή της Αναδημιουργίας (Λόγος ΛΗ΄), μία ανανέωσις αγιάζουσα το σύμπαν. Η ενανθρώπισης του Θεού δίδει εις τον κόσμο ολόκληρο νόημα νέο, το οποίο είναι ο σκοπός και ο λόγος υπάρξεώς του: την προσεχή του μεταμόρφωσιν . Δια τούτο όλη η κτίσις λαμβάνει μέρος εις το μυστήριον της Γεννήσεως του Λυτρωτού και βλέπομεν γύρω από τον Θεάνθρωπο τους εκπροσώπους όλων των κτισμάτων, προσφέροντας δείγματα της ευγνωμοσύνης των, κατά το ωραίον στιχηρόν: οι άγγελοι τον ύμνον, ο ουρανός τον αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες τον θαυμασμόν των, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε Παρθένον Μητέρα. Η εικών προσθέτει τα ζώα και τα φυτά, δώρα του ζωικού και του φυτικού βασιλείου.
Το κέντρο της συνθέσεως ανταποκρίνεται εις το κεντρικό χρονικό σημείο της Εορτής. Όλαι αι λεπτομέρειαι συγκλίνουν, δια να το είπωμεν ούτω, προς αυτό το κέντρον: το Παιδίον, εσπαργανωμένον, ανακεκλιμένον εις την φάτνην, εντός του σπηλαίου. Τα ευαγγέλια δεν λέγουν τίποτε δια το σπήλαιον. Μας ομιλεί δι αυτό η Παράδοσις. Η αρχαιοτέρα των σχετικών γραπτών μαρτυριών χρονολογείται εις τον Β΄ αιώνα:είναι εκείνη του φιλοσόφου και μάρτυρος Ιουστίνου, όστις ομιλεί σχετικώς εις τον Προς Τρύφωνα διάλογο (155 ή 160).
Το εις την φάτνην Παιδίον είναι ο Θεός, όστις εφάνη εις τους « καθημένους εν σκότει και σκιά θανάτου», κατέβη έως τα κατώτατα της γης, εις το σπήλαιον, ίνα ελευθερώση τον άνθρωπον από την κατάρα της βαρυνούσης αυτόν αμαρτίας, μεταμορφώση την φύσιν του και υψώση αυτήν εις θείαν περιωπήν . Ο Αγιος Γρηγόριος ο Νύσσης συγκρίνει την εντός του σπηλαίου Γέννησιν με το πνευματικό φως το λάμψαν εις τα σκότη του θανάτου, τα οποία περιβάλλουν το ανθρώπινο γένος. Η μέλαινα οπή του σπηλαίου εις την εικόνα παριστάνει συμβολικώς τον πληγέντα, εξαιτίας του ανθρώπου, από την αμαρτία του κόσμον, όπου ανατέλλει ο «Ήλιος της δικαιοσύνης».
Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο ομιλεί δια την φάτνην και τα σπάργανα εις την διήγησιν της Γεννήσεως. «Και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη». Και ολίγον κατόπιν η φάτνη και τα σπάργανα αναφέρονται ως σημείον δοθέν από τον άγγελο εις τους ποιμένας, σημείον δια του οποίου θα ανεγνώριζον ούτοι τον Σωτήρα των: «Και τούτο υμίν το σημείον . Ευρήσετε βρέφος εσπαργωμένον, κείμενο εν φάτνη». Η φάτνη, εις την οποία ο Χριστός ανεκλίθη, υπήρχε, σύμφωνα με ορισμένας μαρτυρίας, μέχρι του Δ΄ αιώνος. Μετά το έτος 400 ο Αγιος Ιερώνυμος λέγει με λύπη: «Ω, αν μου εδίδετο η χάρις να ίδω την φάτνην, όπου ο Κύριος ανεκλίθη ! Αλλά αλλοίμονο, το αίσθημα της ευλαβείας προς τον Χριστόν έκαμε ώστε να αφαιρεθή η πύλινη φάτνη και να αντικατασταθή από μιαν αργυράν φάτνην . Αλλά δι εμέ πόσον πολυτιμοτέρα ήτο η αφαιρεθείσα! Ο εις αυτήν γεννηθείς κατεδίκαζε τον χρυσόν και τον αργυρόν ». Το αναφερθέν ανωτέρω στιχηρόν μας λέγει ότι η φάτνη υπήρξε δώρον, το οποίον η έρημος προσέφερε εις το θείο Παιδίον . Η έννοια αυτών των λόγων μας αποκαλύπτεται από τον Αγιο Γρηγόριο τον Νανζιανζηνόν, όστις μας λέγει ( Ομ . ΛΗ΄): Ανθρωπε όστις κατήντησες άλογος, πρόσπεσον προ της φάτνης, δια της οποίας μεγαλώνεις, τρεφόμενος από τον Λόγον . Η έρημος αυτή (δηλαδή εις τόπος ακατοίκητος), η οποία προσέφερε την φάτνην ως άσυλο εις τον Κύριό μας, τον μην γενόμενον δεκτόν από τον πολιτισμένον κόσμον, είχε προτυπωθή εις της Παλαιάν Διαθήκην : διότι, πράγματι, εις την έρημον ενεφανίσθη εις τον εβραϊκόν λαόν το μάννα, ο άρτος του ουρανού, όστις τον διέθρεψε, προφητική εικών της θείας Ευχαριστίας. Ιδού, λοιπόν, ότι ο βρέξας το μάννα εις την έρημον δια τον εβραϊκόν λαόν έγινε ο ίδιος ο άρτος της θείας Ευχαριστίας. Ο άρτος αυτός, όστις μας διατρέφει, είναι ανακεκλιμένος εις την φάτνην, εικόνα της Προθέσεως. Αυτός όστις θα γίνη ο ευχαριστιακός Αμνός ο υψούμενος επί του θυσιαστηρίου.
Η σάρκωσις του Θεού άρχεται και καταλήγει με την ταπείνωσιν . Η ταπείνωσις αυτή, όπως ακούομεν εις τον Όρθρον εμφαίνεται εις την απουσίαν σκήπτρων και θρόνων, εις την εσχάτην πτωχείαν, διότι τι είναι ευτελέστερον του σπηλαίου και τι ταπεινότερον των σπαργάνων; Το σπήλαιο, η φάτνη, τα σπάργανα, περί των οποίων μας ομιλούν τα ιερά κείμενα, και τα οποία μας δεικνύει η εικών, είναι όλα δείγματα της κενώσεως της θεότητος, της ταπεινώσεώς της, της ολοκληρωματικής συγκαταβάσεως Εκείνου, όστις, αόρατος κατά την θεότητά Του, γίνεται ορατός κατά την ανθρωπότητα, γεννάται εντός του σπηλαίου και αφήνεται να εντυλιχθεί εις σπάργανα, προτυπών ούτω τον θάνατόν Του, τον τάφο Του, τα νεκρικά Του σπάργανα.
Εντός του σπηλαίου, αμέσως πλησίον του Κυρίου μας, βλέπομεν τον βουν και τον όνον . Εν τούτοις, εις όλας τας παραστάσεις της Γεννήσεως, ευρίσκομεν αυτά τα ζώα παρά το θείον Βρέφος. Τα ευαγγέλια δεν ομιλούν περί αυτών. Εν τούτοις, εις όλας τας παραστάσεις της Γεννήσεως, ευρίσκομεν αυτά τα ζώα παρά το θείο Βρέφος. Αυτή η θέσις, την οποίαν κατέχουν εις το κέντρον της εικόνος, δεικνύει την υπό της Εκκλησίας αποδιδόμενην σπουδαιότητα εις την εν λόγω λεπτομέρειαν . Η παρουσία το βοός και του όνου εξηγείται, βεβαίως, από την πρακτικήν ανάγκην ως το δεικνύει το Μηνιαίον του Δεκεμβρίου: η Παρθένος εταξίδευσε επιβαίνουσα όνου. Όσο για τον βουν, ούτος είχε φερθή από τον μνήστορα Ιωσήφ, όστις πωλών αυτόν, ήλπιζε να ανταποκριθή εις τα έξοδα. Αλλά αυτή η πρακτική ανάγκη δεν είναι λόγος αρκετός δια να τοποθετηθούν τα ζώα αυτά εις άμεσον γειτνίασιν με τον Σωτήρα μας. Δεν πρόκειται παρά δια την πλήρωσιν της προφητείας του Ησαΐου (α΄3): «Έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου αυτού. Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός μου ου συνήκεν ». Δεν ευρέθη θέσις εις τας κατοικίας των ανθρώπων και οι άνθρωποι δεν εδέχθησαν τον σαρκωθέντα Θεόν . Το σπήλαιο και η φάτνη είναι η κατοικία των ζώων. Παριστάνουσαν τον βουν και τον όνον, η εικών μας ενθυμίζει την προφητείαν του Ησαΐου και μας καλεί εις την γνώσιν και την κατανόησιν του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, η οποία πληρούται δια της Γεννήσεως.
Ό,τι προ παντός αλλού κάμνει εντύπωσιν, όταν αντικρύζωμεν την εικόνα της Γεννήσεως, είναι η Παρθένος και η θέσις την οποίαν κατέχει. Η εικών υπογραμμίζει τον ρόλο και την σπουδαιότητα, την οποία η Εκκλησία αποδίδει εις την Θεομήτορα κατά την Γέννησιν του Χριστού, ήτοι κατά την εορτή αυτήν της αναπλάσεως. Η Παναγία είναι η ανακαίνισις όλων όσων εγεννήθησαν επί της γης, η νέα Εύα. Όπως ακριβώς η πρώτη Εύα έγινε η « μητήρ ζωής» όλων, ούτω και η νέα Εύα έγινε η Μήτηρ της δια της Σαρκώσεως του Θεού θεωθείσης ανθρωπότητος . Διότι η Σάρκωσις αυτή δεν είναι μόνο έργο της θείας θελήσεως, αλλ' επίσης έργο της ελευθέρας εκλογής και της πίστεως της Παρθένου Μαρίας (βλ. τον λόγο του Νικολάου Καβάσιλα εις τον Ευαγγελισμόν ). Αλλ' η «πρώτη Εύα», ήτις έγινε η μήτηρ της ζωής, έτεινεν ευήκοον ους εις τους λόγους του πειραστού, εις την παραδεισιακήν κατάστασιν, εκείνην της ανθρωπίνης αθωότητος . Η Δευτέρα Εύα, εκλεγείσα δια να γίνη η Μήτηρ του Θεού, ήκουσε τον αγγελικόν λόγον, εις την κατάστασιν της ανθρωπίνης πτώσεως. Δια τούτο η μοναδική αυτή εκλογή δεν την χωρίζει από την υπόλοιπο ανθρωπότητα, από τους άλλους προγόνους και συνανθρώπους της, αγίους ή αμαρτωλούς, των οποίων εξεπροσώπει ό,τι καλύτερον είχον εντός αυτών ( V . Lossky, Panaghia, Messager de l ' exarcat, 4). Η Θεοτόκος είναι, μεταξύ των δειγμάτων ευγνωμοσύνης, τα οποία τα κτίσματα προσφέρουν εις τον Κτίστην των, το υπεροχώτερον, εκείνο το οποίο ο άνθρωπος προσφέρει εις το Θεό. Εις το πρόσωπο της Παρθένου, η πεπτωκυία ανθρωπότης δίδει την συγκατάθεσίν της δια την σωτηρία της, η οποία θα πραγματοποιηθή με τη θεία Σάρκωσιν . Η εικών της Γεννήσεως υπογραμμίζει αυτόν τον ρόλο της Θεομήτορος, καθιστώσα αυτήν προφανή όλως ιδιαιτέρως με την κεντρικήν θέσιν της, και, ενίοτε, ωσαύτως με τας διαστάσεις της. Εις πολλάς εικόνας, η Παναγία είναι το μεγαλύτερο όλων των προσώπων. Είναι εξηπλωμένη πλησιέσταστα εις το Παιδίον, επί στρωμνής, αλλά γενικώς έξω του σπήλαιου . Η στρωμνή αυτή είναι είδος φορητού στρώματος, το οποίον οι Ιουδαίοι έφερον μεθ ' εαυτών εις όλας τας μετακινήσεις του.
Η στάσις της Παρθένου είναι πάντοτε πολύ δηλωτική και συνδεδεμένη με τα δογματικά προβλήματα τα τιθέμενα από την τάδε ή την δείνα εποχήν, εις τον τάδε ή εις τον δείνα τόπον. Αι τροποποιήσεις της υπογραμμίζουν σύμφωνα με την ανάγκη, πότε την θεότητα και πότε την ανθρωπότητα του Κυρίου. Ούτω, εις ωρισμένας παραστάσεις της Γεννήσεως, η Παρθένος είναι ημιανακεκλιμένη, ημικαθήμενη, η δε τοιαύτη στάσις της θέλει να σημάνει την απουσίαν ωδίνων και, κατά συνέπειαν, την εκ παρθενικής μήτρας γέννησιν και θείαν προέλευσιν του Παιδίου (κατά της πλάνης των Νεστοριανών). Αλλ' εις το πλείστον των παραστάσεων της Γεννήσεως η Παρθένος είναι ανακεκλιμένη και εκφράζει με την στάσιν της την υπέρτατην κόπωσιν . Ο Νικόλαος Μεσαρίτης, περιγράφων μια τοιαύτην παράστασιν (εν ψηφιδωτόν της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως) λέγει, ότι η υπερβολική κόπωσις η εκφραζομένη υπό της άνευ ωδίνων τεξάσης Παρθένου πρέπει να υπενθυμίζει εις τους πιστούς, την απολύτως πραγματικήν ανθρωπότητα του Παιδίου («ώστε η Σάρκωσις να μην θεωρηθή φαινομενική»).
Περί την κεντρικήν σύνθεσιν του Παιδίου και της Μητρός του, βλέπομεν τας λεπτομερείας, αι οποίαι ως είπομεν ήδη, μαρτυρούν συγχρόνως το γεγονός της Σαρκώσεως και την επενέργειάν του επί της κτίσεως.
Οι άγγελοι εκλπηρούν το διπλούν των λειτούργημα: δοξάζουν το Θεό και μηνύουν την καλήν είδησιν εις τους ανθρώπους. Η εικών εκφράζει αυτόν τον διπλούν ρόλο, παριστάνουσα άλλους αγγέλους εστραμμένους προς τα άνω, προς τον Θεόν, και άλλους καταβαίνοντας προς τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ποιμένες, άνθρωποι απλοϊκοί, οι οποίοι έχουν το προνόμιο να επικοινωνούν με τον υπερφυσικό κόσμο απ' ευθείας εις την καθημερινή ζωή των, να είναι μάρτυρες ενός θαύματος. Παρίστανται εις την εικόνα ακούοντες την υμνολογία των αγγέλων και συχνά εις εξ αυτών παίζει αυλόν, αναμιγνύων την μουσικήν, τέχνην ανθρώπινην, με το αγγελικό άσμα.
Από την άλλη πλευρά του σπηλαίου, βλέπομεν τους Μάγους οδηγούμενους υπό του Αστέρος. Αυτό το άστρον αφήνει μια ακτίνα, καταλήγουσα απευθείας επάνω εις το σπήλαιον. Η ακτίς ενώνει επίσης τον Αστέρα με εν μέρος της σφαίρας, πέραν των ορίων της εικόνος, παριστανούσης συμβολικώς τον ουράνιον κόσμον . Η εικών δεικνύει ούτως, ότι αυτό το άστρον δεν είναι μόνον εν κοσμικόν φαινόμενον, αλλ' επίσης και εις αγγελιοφόρος, εκ του επέκεινα, μηνύων ότι εγεννήθη επί της γης ο ανήκων εις τον ουρανόν .
Αν εις τους αγραμμάτους ποιμένας, το μυστήριον απεκαλύφθη απευθείας υφ ' ενός αγγέλου, οι Μάγοι, άνδρες επιστήμονες, οφείλουν να διανύσουν μακρόν δρόμον, φέροντα αυτούς εκ της γνώσεως του σχετικού εις την γνώσιν του απολύτου με την μεσολάβησιν ενός αντικειμένου των ερευνών του. Ο Αγιος Βασίλειος ο Μέγας λέγει, ότι οι Πέρσαι αστρονόμοι μετέδιδον από γενεάς εις γενεάν την προφητείαν του Βαλαάμ, την αναφερόμενη εις το άστρον . Εις το Όρθρον των Χριστουγέννων ακούομεν, ότι ο Χριστός επλήρωσεν χαράς τους Μάγους, ερμηνευτάς των λόγων του αρχαίου μάντεως Βαλαάμ και σοφούς παρατηρητάς των αστέρων. Το άστρο είναι ούτω συγχρόνως εκπλήρωσις της προφητείας και το κοσμικόν φαινόμενον, του οποίου η μελέτη ωδήγησε τους σοφωτέρους των ανθρώπων εις το να προσκυνήσουν τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Ούτος είναι το φως, το οποίον κατά τον Αγιο Λέοντα τον Μέγα, έλαμψεν εις τους εθνικούς και εκρύβη από τους Ιουδαίους. Η Εκκλησία βλέπει εις τους ποιμένας -πρώτα τέκνα του Ισραήλ τα οποία προσεκύνησαν το Παιδίον Ιησού-, τας απαρχάς της Ιουδαϊκής Εκκλησίας, εις δε τους Μάγους - απαρχάς όλων των εθνών- την εξ εθνών Εκκλησία. Φέροντες εις τον Χριστόν τα δώρα των, τον καθαρό χρυσόν ως εις τον βασιλέα των αιώνων, τον λίβανον ως εις τον Θεόν του σύμπαντος και τη σμύρναν ως εις τον αθάνατον, όστις θα ήτο νεκρός τριήμερος, προλέγουν τον θάνατό Του και την Ανάστασή Του. Η Εκκλησία μαρτυρεί εις την προσκύνησιν των Μάγων ότι δέχεται και αγιάζει κάθε ανθρώπινη επιστήμη, ερχομένην προς αυτήν, αρκεί το σχετικό φως της έξω του χριστιανισμού αποκαλύψεως να οδηγεί τους υπηρετούντας αυτό εις την πρσκύνησιν του απολύτου φωτός. Ας προσθέσωμεν ότι οι Μάγοι παριστάνονται γενικώς εις διαφόρους ηλικίας, δια να υπογραμμισθή ότι η αποκάλυψις δίδεται εις τους ανθρώπους ανεξαρτήτως της ηλικίας των και της πείρας των εις την ζωήν .
Κάτω, εις μία γωνίαν της εικόνος, δύο γυναίκες νύπτουν το Παιδίον . Αυτή η σκηνή είναι ειλημμένη από την Παράδοσιν, την οποίαν μας μεταδίδουν εξίσου το Ευαγγέλιον του ψευδο -Ματθαίου και το Πρωτοευαγγέλιον του Ιακώβου. Είναι αι δύο μαίαι, τα οποίας ο μνήστωρ Ιωσήφ έφερε εις την παρθένον . Αυτή η σκηνή της καθημερινής ζωής δείχνει καθαρά ότι το Παιδίον τούτο είναι όμοιον προς όλα τα αρτιγέννητα, υποκείμενον εις τας απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσεως. Αλλά, από το άλλο μέρος, σύμφωνα με την εξήγησιν του Νικολάου Μεσαρίτου, αι δύο μαίαι είναι συγχρόνως μάρτυρες της θείας καταγωγής του παιδίου : πράγματι, αφού ήλθαν καθυστερημέναι και δεν παρέστησαν κατά την Γέννησιν, η μία εξ αυτών, η δικαία Σαλώμη (ενίοτε παριστανομένη με φωτοστέφανον ) δεν επίστευσεν ότι μια παρθένος θα ηδύνατο να τέξη και ετιμωρήθη δια την απιστίαν της: η χειρ, η οποία είχε τολμήσει να ικανοποιήσει την περιέργειάν της, παρέλυσε. Μετανοήσασα και αψαμένη του Παιδίου, ιάθη .
Μία ακόμη λεπτομέρεια δεικνύει όλως ιδιαιτέρως ότι εις την Γέννησιν του Κυρίου μας ηττήθη η τάξις της φύσεως. Είναι ο μνήστωρ Ιωσήφ. Δεν ανήκει εις την κεντρικήν σύνθεσιν του Παιδίου και της Μητρός του, χωρίζεται από αυτούς σαφώς. Δεν είναι ο πατήρ. Προ αυτού, υπό την μορφήν ποιμένος κύπτοντος υπό το βάρος των χρόνων, ίσταται ο διάβολος πειράζων αυτόν. Μερικαί εικόνες τον παριστάνουν είτε με μικρά κέρατα είτε με μόλις φαινομένην ουράν . Η παρουσία του διαβόλου και ο ρόλος του ως πειραστού έχουν μία όλως ιδιαιτέραν έννοιαν εις αυτήν την εορτή της αναπλάσεως. Η εικών, βασιζόμενη εις την παράδοσιν, μεταδίδει το νόημα ορισμένων λειτουργικών κειμένων (βλ. Πρώτην και Ενάτην Ώραν ), τα οποία ομιλούν δι αμφιβολίας του μνήστορος Ιωσήφ και τη δυσχερή ψυχολογικήν του κατάστασιν . Η εικών εκφράζει αυτήν την κατάστασιν με την λυπημένην στάσιν του Ιωσήφ και την υπογραμμίζει με την μέλαιναν άβυσσον του σπηλαίου, η οποία ενίοτε χρησιμεύει ως βάθος. Η παράδοσις, την οποία μας μεταδίδουν τα απόκρυφα, διηγείται ότι ο διάβολος έλεγε, δια να πειράξη τον μνήστορα Ιωσήφ: «Όπως αυτή η ξηρά ράβδος δεν δύναται να αναδώση φύλλωμα, ούτως και μια παρθένος δεν δύναται να τέξη », η δε ράβδος ήνθησεν . Το επιχείρημα του διαβόλου συνίσταται εις την αδυναμίαν να αντείπη τις εις τους νόμους της φύσεως. Επανέρχεται υπό διαφόρους μορφάς δια μέσου όλης της ιστορίας της Εκκλησίας και ευρίσκεται εις την βάσιν ενός μεγάλου αριθμού αιρέσεων. Εις το πρόσωπο του μνήστορος Ιωσήφ, η εικών μας αποκαλύπτει όχι μόνο το προσωπικό του δράμα, αλλ' εν ανθρώπινο δράμα, εκείνο της συναντήσεως δύο εκδοχών περί κόσμου: η μία, περιωρισμένη εις το επίπεδον της σαρκικής και λογικής υπάρξεως, δεν δύναται να συμφωνήση λογικώς και συναισθηματικώς προς ό,τι υπερβαίνει τον λόγο. Η άλλη, βασισμένη εις την διαίσθηση του επέκεινα, έρχεται εις επαφήν με αυτό δια της αποκαλύψεως και της ελλάμψεως . Αν, εις ωρισμένας εικόνας η Θεομήτωρ παριστάνεται παρατηρούσα το Παιδίον, το οποίον εναποθέτει εις την καρδίαν της τους αφορώντας εις αυτό λόγους, ή ακόμη παρατηρούσα απευθείας έμπροσθέν της τον εξωτερικόν κόσμο, εις άλλας εικόνας παρατηρεί τον μνήστορα Ιωσήφ, εκφράζουσα με το βλέμμα της την συμπάθεια, την οποίαν εμπνέεται από την ψυχικήν του κατάστασιν, και δεικνύουσα εις ημάς ότι ανεκτική και συμπονετική πρέπει να είναι η στάσις μας απέναντι της απιστίας και των αμφιβολιών των ανθρώπων και όχι εχθρική.
Αυτό είναι, εις σύντομον έκθεσιν, το περιεχόμενον της εικονογραφίας της Γεννήσεως, ως το καθορίζει ο Κανών της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οσάκις σημειούται απομάκρυνσις από αυτόν, η πληρότης νοήματος μειούται αναποφεύκτως εις μέγα ή μικρόν μέτρον. Φθάνομεν ούτως ολίγον κατ' ολίγον εις παραμορφώσεις, ακόμα δε και εις την απώλειαν του ουσιώδους τόσον εις την εικογραφίαν όσο και εις την Αγία Γραφήν : της ιστορικής πραγματικότητος και του δογματικού της περιεχομένου. Εν ισχυρόν παράδειγμα μας δίδεται από τας εικονογραφικάς παραστάσεις της Δύσεως. Παριστάνουν όχι πλέον την ιδίαν την αλήθειαν, ως κάμνει η εικών, αλλά προσωπικά ερμηνείας αυτής της αληθείας. Το ιστορικόν και δογματικόν περιεχόμενον της εικόνος υποκαθίσταται από εν αισθηματικόν και οικείον περιεχόμενον και η Γέννησις του Σωτήρος μας ανάγεται εις μιαν συγκινητικήν οικογενειακή σκηνή.
Η ορθόδοξος εικών δεν αποκλείει το ανθρώπινον στοιχείο του κόσμου τούτου. Βλέπομεν τας ανθρωπίνας γνώσεις εις τους Μάγους, την εργασίαν και την τέχνην εις τους ποιμένας, το φυσικόν ανθρώπινον αίσθημα εις τον μνήστορα Ιωσήφ. Αλλά αυτή η ζωή του κόσμου παριστάνεται εις την επαφήν της με τον υπερφυσικό κόσμο και χάρις εις αυτήν την επαφή κάθε φαινόμενον της ανθρωπίνης ζωής ευρίσκει την θέσιν του και το νόημά του, φωτίζεται από εν νέο περιεχόμενον . Ούτως η εικών υψώνει το πνεύμα μας, τα αισθήματά μας και τας αισθήσεις μας, εις την θεωρίαν και την γνώσιν του μυστηρίου της Σαρκώσεως και μας καθιστά μετόχους του πνευματικού θριάμβου της εορτής.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Η συνάντηση του π.Σεραφείμ Ρόουζ με τον νεοφανή Άγιο Ιωάννη τον Μαξίμοβιοτς

Η συνάντηση του π.Σεραφείμ Ρόουζ με τον νεοφανή Άγιο Ιωάννη τον Μαξίμοβιοτς



<…..Ό Ευγένιος ένιωσε αμέσως την αλλαγή. Όταν πήγαινε στις Ακολουθίες στον καθεδρικό ναό, έβλεπε το νέο επίσκοπο να συμμετέχει με όλη την καρδιά του- μερικές φορές μάλιστα, αφιέρωνε Λειτουργίες σε σχετικά άγνωστους άγιους, ειδικά δυτικοευρωπαίους. Υπήρχε κάτι απόκοσμο σ’ αυτόν τον μικροσκοπικό σκυφτό άνδρα, ό όποιος σύμφωνα με τα κοσμικά κριτήρια δεν έμοιαζε τόσο «αξιοσέβαστος».

Τα μαλλιά του αρχιεπισκόπου Ιωάννη ήταν ακατάστατα, το κάτω χείλος του προεξείχε και είχε μια αισθητή δυσκολία στην άρθρωση πού καθιστούσε τον λόγο του σχεδόν ακατάληπτο για τούς ακροατές του. Μερικές φορές μάλιστα κυκλοφορούσε ξυπόλητος, γεγονός για το όποιο δεχόταν δριμεία κριτική. Αντί της λαμπερής και διακοσμημένης με πολύτιμους λίθους μίτρας πού έφεραν άλλοι επίσκοποι, εκείνος φορούσε ένα καπέλο «πτυσσόμενο» και στολισμένο με εικόνες κεντημένες απόκοσμο τα ορφανά του. Το ύφος του ήταν μερικές φορές αυστηρό, αλλά συχνά έβλεπες να λάμπει στα μάτια του ένα παιχνίδισμα χαράς, ιδίως όταν βρισκόταν κοντά σε παιδιά. Παρά το πρόβλημα ομιλίας του, είχε απίστευτη επικοινωνία με τα παιδιά, τα όποια τού ήταν απολύτως αφοσιωμένα. Υπήρξαν περιστάσεις πού οι κληρικοί ένιωθαν άβολα βλέποντάς τον στην μέση τής ακολουθίας, να σκύβει και να παίζει με κάποιο μικρό παιδί (ποτέ όμως μέσα στον ιερό).
Ό Ευγένιος, σχολιάζοντας μετά απόκοσμο χρόνια τις φαινομενικά παράξενες κινήσεις τού αρχιεπισκόπου, έγραφε: «Αν και δεν τις καταλάβαινα, διέβλεπα σ’ αυτές κάτι βαθύτερο- και μού δίδαξαν να μην είμαι ικανοποιημένος μόνο με την τέλεση τού τυπικού μέρους των ακολουθιών… ».’ Τέτοιες κινήσεις είχαν σχέση μ’ αυτό πού είναι γνωστό στην ορθόδοξη Παράδοση ως «διά Χριστού σαλότητα»: ή αποκήρυξη τής «σοφίας τού κόσμου τούτου» προς χάριν τής σοφίας τού Θεού.
Ό αρχιεπίσκοπος Ιωάννης έκρυβε πολλά περισσότερα χαρίσματα απόκοσμο’ όσα φανέρωνε το παράξενο παρουσιαστικό του. Ό Ευγένιος και ό Γκλέμπ άκουσαν απόκοσμο το ποίμνιο του ιστορίες που άφηναν να φανεί καλύτερα ή αφανής εν Θεώ ζωή του Οι ιστορίες αυτές έμοιαζαν σαν να έβγαιναν κατευθείαν μέσα απόκοσμο τις Πράξεις των Αποστόλων κι όμως συνέβαιναν τώρα στους εσχάτους καιρούς. Ό αρχιεπίσκοπος Ιωάννης ήταν ένας αυστηρός ασκητής, πάντα άγρυπνος και γρηγορών ενώπιον του Θεού και αδιάλειπτα προσευχόμενος. Έτρωγε μια φορά το εικοσιτετράωρο – τα μεσάνυχτα – και ποτέ δεν ξάπλωνε σε κρεβάτι. Τις νύχτες τις περνούσε συνήθως προσευχόμενος και όταν απόκαμε εξουθενωμένος, έκλεβε λίγες ώρες ύπνου πριν το χάραμα καθισμένος στην καρέκλα ή κουλουριασμένος στον πάτωμα στην γωνία του δωματίου, κάτω απόκοσμο το εικονοστάσι. Με το πού ξυπνούσε, έριχνε κρύο νερό στον πρόσωπο του και άρχιζε την Θεία Λειτουργία την όποια τελούσε ανελλιπώς κάθε μέρα χωρίς ποτέ να απουσιάζει. Το γεγονός ότι ήταν θαυματουργός ήταν ευρύτερα γνωστό.
Οπουδήποτε κι ανελλιπώς είχε πάει – Κίνα, Φιλιππίνες, Ευρώπη, Αφρική και Αμερική – αμέτρητες θεραπείες πραγματοποιήθηκαν μέσα απόκοσμο τις προσευχές του. Έσωσε πολλούς ανθρώπους απόκοσμο επικείμενο κίνδυνο, χάρις στην πληροφορία πού του αποκάλυψε ό Θεός. Ορισμένες φορές είχε εμφανιστεί σε ανθρώπους πού τον είχαν ανάγκη όταν, σύμφωνα με τούς φυσικούς νόμους, ήταν αδύνατο να βρεθεί κοντά τους εκείνες τις στιγμές. Επίσης τον είχαν δει στον ιερό να αιωρείται πάνω απόκοσμο’ το έδαφος στην διάρκεια της προσευχής, περιβαλλόμενος απόκοσμο ουράνιο φως.
Όπως σημείωσε αργότερα ό Ευγένιος, τέτοια θαύματα δεν ήταν απόκοσμο μόνα τους άξια προσοχής: «Όλα αυτά μπορούν εύκολα να τα μιμηθούν απατεώνες θαυματοποιοί… Στην περίπτωση του αρχιεπισκόπου Ιωάννη, όσοι πίστεψαν μέσα από εκείνον συγκινήθηκαν όχι κυρίως από τα θαύματά του, όσο από κάτι σ’ αυτόν πού μιλούσε στις καρδιές τους».
Ό Ευγένιος άκουσε ιστορίες για τη βαθύτατη συμπόνια του αρχιεπισκόπου: πώς είχε πάει στις πιο επικίνδυνες περιοχές της Σαγκάης για να σώσει παραμελημένα παιδιά από οίκους ανοχής και άλλα εγκαταλελειμμένα σε κάδους σκουπιδιών- για περιπτώσεις συναισθηματικά τραυματισμένων παιδιών πού κλείστηκαν στον εαυτό τους αφότου έγιναν αυτόπτες μάρτυρες βιαιοπραγιών, πολέμων, επαναστάσεων κι όμως άνθιζαν με μια μόνο λέξη από τα χείλη του- για τις επισκέψεις πού έκανε πάντα σε αρρώστους στα νοσοκομεία μετά από’ τις όποιες, πιστοί και άπιστοι θεραπεύονταν με τη χάρη πού ανέβλυζε από’ αυτόν για περιπτώσεις σκληρόκαρδων εγκληματιών πού ξαφνικά και ανεξήγητα ξεσπούσαν σε λυγμούς, μόλις τον έβλεπαν να τούς επισκέπτεται έναν προς έναν στη φυλακή, ανέβλυζε και δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους όπου κι ανέβλυζε ήταν συνήθιζε πάντα να κάνει βόλτες όλη τη νύχτα, σταματώντας μπροστά στα δωμάτια των ανθρώπων για να τούς ευλογήσει και να προσευχηθεί γι’ αυτούς, ενώ εκείνοι συνέχιζαν τον ύπνο τους δίχως να τον αντιλαμβάνονται.
Όπως στην παραβολή του Χριστού για τον άνθρωπο πού ρίχνει σπόρους στη γη και αργότερα βλέπει να βλασταίνουν φυτά και να μεγαλώνουν με τρόπο πού και ό ίδιος δεν ξέρει («και ό σπόρος βλαστάνη και μηκύνηται ως ουκ οιδεν αυτός» Κατά Μάρκον 4:27), έτσι οι γενναίες πράξεις αγάπης και ελέους τού αρχιεπισκόπου Ιωάννη συνέχισαν να φέρνουν αναπάντεχες ευλογίες του Θεού στις ζωές των ανθρώπων. Έναν από’ τα παιδιά πού είχε σώσει ό αρχιεπίσκοπος από τις παραδομένες στην εγκληματικότητα τρωγλοσυνοικίες της Σαγκάης, ό Βλαδίμηρος Τένκεβιτς, ήταν τον πρόσωπο πού χρόνια αργότερα έγινε αφορμή να συναντηθούν ό Ευγένιος με τον Γκλέμπ.0);">
ΒΙΒΛ. Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΤΟΜΟΣ Α
πηγή

Νοερά προσευχή Ψυχή - Νους

Νοερά προσευχή Ψυχή - Νους


Πνευματικές ανταύγειες από το Άγιον Όρος
Επίσκεψις νοερά, μυστική και ειλικρινής
εις τα βάθη της ψυχής κατευθυνομένη
και ελεγχομένη υπό του φωτός του νοός. 
Η ψυχή είναι ζώσα ύπαρξις, απλή και ασώματος, αόρατος με τους σωματικούς οφθαλμούς
κατά την φύσιν της, αθάνατος, λογική και πνευματική, άμορφος, που κατοικεί εις οργανικόν
σώμα και παρέχει εις αυτό την ζωήν και την αύξησιν και την αίσθησιν. Η ψυχή έχει τον νουν, ο
οποίος δεν είναι κάτι διαφορετικόν από τον εαυτόν της, αλλά ωσάν το καθαρώτερον στοιχείον
της1. Όπως είναι ο οφθαλμός εις το σώμα, έτσι είναι και ο νους εις την ψυχήν. Είναι η ψυχή
ελευθέρα, έχει θέλησιν και ενέργειαν, είναι μεταβλητή, δηλαδή μεταβάλλεται κατά την θέλησίν
της, διότι είναι κτιστή. Όλα αυτά τα έχει λάβει κατά φυσικήν τάξιν από την Χάριν του
δημιουργού της, από την οποίαν έχει λάβη και την ύπαρξιν και την φυσικήν κατάστασιν2.
Ας κατέλθωμεν ψυχή μου εις τα βάθη σου, εις τον οίκον σου, δια να θεωρήσωμεν το
κατάλυμά σου. να ίδωμεν πως έχει η κατάστασις αυτού. να επιβλέψωμεν εις την επιμέλειαν και
την φροντίδα που επέδειξες δια να αρέσης εις τον Νυμφίον και Κύριόν σου.
Ας κατέλθωμεν και ας εισέλθωμεν δια του καθαρού νοός εις τα βάθη σου ψυχή μου,
κατευθυνόμενοι και στηριζόμενοι δια της ευχής και ας γίνωμεν θεωροί των τραυμάτων και του
σκότους που υπάρχει εκεί και ας θρηνήσωμεν δια την κατάστασίν σου.
Ο Νυμφίος Σου κρούει την θύραν και θέλει να εισέλθη εντός σου, δια να μείνη μόνος εκεί,
δια να ανακλιθή εκεί. δια να δειπνήση μαζί σου. δια να ενωθή πλήρως μαζί σου και να σου
χαρίση δια της ενώσεως αυτής την αιώνιαν μακαριότητα και αγάπην. «Ιδού έστηκα επί την
θύραν και κρούω ...;» (Αποκ. γ' 20).
Αλλά πώς θέλει να εισέλθει; Θέλει να είναι εκεί αυτός μόνος. Να μη μολύνη άλλος τον τόπον
σου. Εάν δεν εύρη έτσι την ψυχήν σου, ο Άγιος Κύριος ο δορυφορούμενος και ανυμνούμενος
υπό των Χερουβείμ, δεν εισέρχεται.
Μπορείς να ειπής μαζί με τον προφήτην Δαβίδ: «Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον και,
πάντα τα εντός μου, το όνομα το άγιον αυτού» (Ψαλ. 102, 1). Ανταποκρίνεσαι εις την αγάπην
του Κυρίου, όπως ο ίδιος παραγγέλει: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου
και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου» (Ματθ. κβ' 37). Αγαπάς και αναζητείς τον
Νυμφίον σου Χριστόν όπως η ασματίζουσα Νύμφη, η οποία διακαώς επιποθεί αυτόν και λέγει:
«εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου. εκράτησα αυτόν και ουκ αφήκα αυτόν, έως ου εισήγαγον
αυτόν εις τον οίκον μητρός μου και εις ταμείον συλλαβούσης με» ('Ασμα γ' 4) 3.
Ψάλλε τον αναβαθμόν και σκίρτα από χαρά: «Η καρδία μου προς σε Λόγε υψωθήτω. και
ουδέν θέλξει με των του κόσμου τερπνών, προς χαμαιζηλίαν» (αντίφωνον γ' του δ' ήχου). Ω
ενυπόστατε Λόγε και Υιέ του Θεού, εις εσένα ας υψωθή η καρδία μου. Τούτο θα γίνη όταν
μελετάς το άπειρον ύψος της μεγαλειότητος του Θεού, το ακατάληπτον της σοφίας του, το
μέγεθος της δυνάμεώς του, το απεριόριστον της αγαθότητός του, την υπέρ νουν ωραιότητά του
και το γλυκύτατον και υπερούσιον φως του. Εάν τούτο πράξης δεν θα γλυκαίνεται η επιθυμία
σου εις τα τερπνά του κόσμου τούτου, ούτε θα αγαπάς την ματαιότητα, αλλά θα ανάψης από
τον πόθον και την αγάπην του θεού. Ποίος το βεβαιοί αυτό; Ο Μέγας Βασίλειος. «Μακάριοι οι
του αληθινού κάλλους φιλοθεάμονες» (Ερμηνεία εις τον μδ' Ψαλμόν).
Όσον περισσότερον αγαπάς τον Άγιον Θεόν, τόσον περισσότερον γνωρίζεις αυτόν, και τότε
ψυχή μου, ελκομένη εκ της θεϊκής αυτής ηδονής, θα αποστρέφεσαι ευκόλως και θα καταφρονής
κάθε ηδονήν του κόσμου τούτου. Δια τούτο και ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης είπε: «Ο
γευσάμενος των άνω, ευχερώς των κάτω καταφρονεί, ο δε εκείνων άγευστος, επί προσκαίροις
αγάλλεται» (Λόγος ιστ' 15). Δια τούτο φρόντιζε να εξαλείψης από την φαντασίαν σου τις
εικόνες και τα είδωλα του κόσμου τούτου. να εκριζώσης από τα βάθη σου τις προλήψεις και τις
αμαρτωλές επιθυμίες και δια της επιστροφής του νοός σου εις τον οίκον σου και της λειτουργίας
της νοεράς και αδιαλείπτου προσευχής να αρχίζης να τρέφεσαι από τα κάλλη του ουρανού.
Καθώς τώρα παρατηρώ τα βάθη σου ψυχή μου, βλέπω ότι πολύ απέχεις από την πρώτη
εικόνα σου που σου εδώρησε ο Τριαδικός Θεός και εμόλυνες την καλλονήν σου. Σπεύσον τώρα
να ευπρεπίσης και να καλλωπίσης αυτήν. Ετοιμάσου λοιπόν και λέγε μαζί με την Νύμφην: «Έχω
βγάλει τον χιτώνα της αμαρτίας, πώς να τον φορέσω πάλιν; Έπλυνα τους πόδας μου, πώς να
τους λερώσω πάλιν;» (Άσμα ε' 3).
Γνωρίζεις, ψυχή μου, ποίος είναι ο καλύτερος στολισμός σου; Μη νομίσης πως είναι άλλος
από την ελευθερία του νοός σου. Όταν αυτός είναι ελεύθερος, τότε αποφασίζει μόνος του και
ελέγχει τον οίκον σου και δεν αφήνει να εισέλθη κανείς εις αυτόν.
Τί σημαίνει ελευθερία του νοός;
Σημαίνει την απομάκρυνσιν εξ αυτού παντός νοήματος. Τότε μόνον ο νούς είναι ελεύθερος,
όταν δεν έχει κανένα λογισμό και κατευθύνεται ορμητικά προς τον θεό και προσκυνεί και
δοξολογεί το Άγιον Όνομα Αυτού. Αποτέλεσμα της ελευθερίας του νοός είναι η κάλυψις της
ψυχής υπό της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι ο πραγματικός στολισμός της ψυχής.
Όταν όμως υπάρχουν άλλοι ένοικοι μέσα σου ψυχή μου, τότε αυτοί αποκτούν δικαιώματα
και σε αποσπούν από την ενότητά σου και σε κατευθύνουν όπου θέλουν. Αυτό ακριβώς
επισημαίνει και ο Νικήτας ο Στηθάτος λέγων: «Έως ότου η ψυχή στασιάζει κατά του εαυτού της
και κινούνται άτακτα οι δυνάμεις της και δεν έγινε ακόμη δεκτική των θεϊκών ακτίνων, ούτε
αξιώθηκε να ελευθερωθή από την δουλεία του σαρκικού φρονήματος, ούτε απόλαυσε την
ειρήνη» (Φιλ. Τόμος Γ', Β' εκατοντάδα των φυσικών κεφαλαίων, 65).
Τί πρέπει να επιδιώκουμε κατά την ώραν της προσευχής;
Τούτο άριστα μας το υποδεικνύει ο Άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος λέγων: «Αν θέλωμε
πραγματικά να ευαρεστήσωμεν εις τον Θεόν και να συνάψωμεν μαζί του την τρισμακάριστη
φιλία, ας παρουσιάσουμε τον νουν μας γυμνόν εις αυτόν, χωρίς να σέρνουμε μαζί μας κανένα
πράγμα του αιώνος τούτου, ούτε τέχνη, ούτε νόημα, ούτε δικαιολογία, ακόμη και αν
γνωρίζουμε όλην την σοφίαν του κόσμου» (Φιλοκ. Τόμ. Α', σελ. 286, μθ').
Κατά τον Άγιο Νείλο, είναι μακάριος ο νους ο οποίος κατά την ώραν της προσευχής έχει
αποδιώξει τις μορφές και τα σχήματα. «Μακάριος είναι ο νους ο οποίος κατά την ώραν της
προσευχής απέκτησε τελείαν αμορφίαν» (Φιλοκ. Τόμος Α', σελ. 187).
Αυτή η γυμνότης του νοός ή η αμορφία είναι η πραγματική ελευθερία του νοός και δια εσένα
ψυχή μου είναι ο ωραιότερος στολισμός και αγιασμός. Όταν το επιτύχη αυτό ο νους τότε
κατατρυφά απερισπάστως και ακορέστως το θείον κάλλος. «Μακάριος ο νους, ο πάντα τα όντα
περάσας και της αιωνίου μακαριότητος κατατρυφών» (Φιλ. Τόμος Β', σελ. 5. Μαξίμου του
Ομολογητού, περί αγάπης κεφάλαια, Εκατοντάς Πρώτη, ιθ').
Ποίον είναι το άριστον φάρμακον δια να επιτύχη
κανείς αυτήν την κατάστασιν;
Είναι ο εγκλεισμός του νοός εις το βάθος της ψυχής. Ποίοι μας το εδίδαξαν και το
εφήρμοσαν αυτό;
Πρώτον μας το εδίδαξεν ο Κύριος: «συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμείον σου»
(Ματθ. στ' 6). Ταμείον βέβαια εδώ εννοεί ο Κύριος το δωμάτιον, αλλά πολύ περισσότερον και το
ενδότερον της καρδίας.
Την επιστροφήν αυτήν του νοός την διδάσκουν όλοι οι Νηπτικοί Πατέρες και λέγουν ότι
πρέπει να γίνεται με την κλίσιν της κεφαλής και την κάμψιν του σώματος προς τα εμπρός.
Ονομάζεται δε η επιστροφή αυτή υπό του Διονυσίου του Αεροπαγίτου κυκλική και απλανής
κίνησις του νοός4.
Όπως η περιφέρεια του κύκλου έχει μια αρχή, αλλά επιστρέφει πάλι εις τον εαυτό της και
ενώνεται, έτσι και ο νους, λέγοντας την ευχήν νοερώς, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, δια της
κυκλικής αυτής κινήσεως ο νους επιστρέφει εις την καρδίαν και ενώνεται μετ' αυτής5. Δια τούτο
και ο εξοχώτατος Διονύσιος είπε: «Ψυχής δε κίνησις εστι κυκλική, η εις εαυτήν είσοδος από των
έξω και των νοερών αυτής δυνάμεων η ενοειδής συνέλιξις ώσπερ εν τινι κύκλω το απλανές
αυτή δωρουμένη» (Κεφ. δ' περί θείων ονομάτων).
Και ο Μέγας Βασίλειος δια την επιστροφήν αυτήν του νοός και τον εγκλεισμόν εις τα βάθη
της ψυχής λέγει τα εξής αξιοπρόσεκτα λόγια: «Νους ο οποίος δεν διασκορπίζεται προς τα έξω
και δεν διαχέεται από τας αισθήσεις εις τον κόσμο, επιστρέφει προς τον εαυτόν του και δια του
εαυτού του αναβαίνει εις την έννοιαν του Θεού. και με εκείνο το κάλλος περιλαμπόμενος και
ελλαμπόμενος, λησμονεί ακόμη και την ίδια του την φύσι, δίχως να σύρεται η ψυχή του ούτε
εις φροντίδα τροφής μήτε εις μέριμνα ενδυμάτων, αλλά, αφού παύση να ασχολήται με τις
γήινες φροντίδες, όλην του την σπουδήν την μεταθέτει εις την απόκτησι των αιωνίων αγαθών»
(Μ. Βασιλείου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 1, σελ. 67 - Επιστολή προς τον φίλον του Γρηγόριον).
Ο Αββάς Ισαάκ διδακτικώτατα προτρέπει: «Καταδίωξον τον εαυτόν σου και θέλει
καταδιωχθή ο εχθρός σου από πλησίον σου. Ειρήνευσον μετά σου και έσεταί σοι ειρηνικός ο
ουρανός και η γη. Σπούδασον να εισέλθης εντός του ταμείου της καρδίας σου και θέλεις ιδή το
ταμείον το ουράνιον. διότι ένα είναι και τα δύο και δια μιας εισόδου συγχρόνως βλέπονται.
επειδή η κλίμαξ εκείνης της Βασιλείας είναι εντός σου κεκρυμμένη» (Ασκητικοί Λόγοι, Αββά
Ισαάκ, Λόγος Α', σελ. 110).
Εις αυτήν την επιστροφήν του νοός εις την καρδίαν χρειάζεται πολλή επιμονή και προσοχή,
διότι ο νους καθώς είναι αγύμναστος, αποφεύγει αυτόν τον εγκλεισμόν και συνεχώς αποπηδά,
επειδή είναι λεπτώτατος και ευκίνητος: «Ο νους εκείνων που μόλις πριν από λίγο μπήκαν εις
αυτόν τον αγώνα και όταν συγκεντρώνεται, δραπετεύει συνεχώς και πρέπει αυτοί να
προσπαθούν συνεχώς να τον επαναφέρουν. Τους διαφεύγει όμως καθώς είναι αγύμναστοι, διότι
είναι πάρα πολύ δυσκολοπαρατήρητος και πιο ευκίνητος από οτιδήποτε άλλο» (Γρηγ. Παλαμά,
Τόμος Δ', σελ. 127, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων). Και συνεχίζει ο Άγιος Γρηγόριος:
«Ο εσωτερικός άνθρωπος, μετά την παράβασι του Αδάμ, συνηθίζει να εξωμοιώνεται με τα
εξωτερικά σχήματα, δια τούτο πως δεν θα βοηθήση πολύ εκείνον που καταγίνεται με προθυμία
να στρέψη τον νουν του εις τον εαυτόν του, έτσι που να μην ακολουθή την «κατ' ευθείαν»,
αλλά την κυκλική κίνησι που είναι απλανής, το να μην περιφέρει τα μάτια του εδώ και εκεί,
αλλά και να στηρίζει όπως σε κάποιο στήριγμα εις το στήθος του. Συστρέφοντας δηλαδή όσο
μπορεί εξωτερικά τον εαυτόν του σαν κύκλο, παρόμοια με την κυκλική κίνησι του νοός του που
επιδιώκει μέσα του, με το σχήμα αυτό του σώματος θα στείλη μέσα εις την καρδιά και την
δύναμι του νου που διαχέεται έξω με την όρασι».
Η επιστροφή αυτή προς τον εαυτόν του είναι πάρα πολύ δύσκολο και κοπιαστικό έργο. Αν
όμως υπομείνη με πολύ ταπείνωσι εις την επιστροφή αυτή του νοός του εις την καρδίαν και τον
εγκλεισμόν επί πολύν χρόνον εντός της καρδίας και επιτύχει την ανύψωσίν του προς τον Θεόν,
εμποδίζοντας με ισχυρή βία την τάσι της διανοίας να ασχολήται με πολλά θέματα, τότε πλησιάζει
προς τον Άγιο Θεό νοερά και γεύεται από τώρα την αιώνιο ζωή και τα αγαθά που χαρίζει ο
Κύριος, όπως λέγει ο ιερός ψαλμωδός «γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλ. 33, 9).
Την δυσκολίαν του έργου αυτού, αλλά και τα αγαθά που αναμένουν όσους υπομείνουν
αυτόν τον κόπον υπογραμμίζει σαφέστατα ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο καθηγητής της
νοεράς προσευχής, λέγων: «Οποιοσδήποτε κόπος άλλης αρετής είναι μικρός και ευκολότατος,
αν συγκριθή με αυτόν. Δια τούτο και πολλοί που αφήνουν την προσπάθεια εξ αιτίας της
στενοχώριας της προσευχητικής αρετής, δεν αξιώνονται να φθάσουν τον πλούτο των θείων
χαρισμάτων. Εκείνοι όμως που υπομένουν, τους περιμένουν μεγαλύτερες εκδηλώσεις της θείας
βοηθείας, σύμφωνα με τον λόγο του προφήτου: «Όσοι υπομένουν, θα βγάλουν φτερά. θα
ανανεωθή η ισχύς τους» (Ησαΐας 40, 31)» (Γρηγορίου Παλαμά, Τόμος Δ' Περί προσευχής και
καθαρότητος καρδίας, σελ. 133).
Μεγαλύτερος εργάτης του εγκλεισμού του νοός εις την καρδίαν και εκφραστής όλων των
καταστάσεων της νοεράς προσευχής κατά τους νεωτέρους χρόνους, νομίζω, πως δεν είναι
άλλος, παρά ο παππούς Ιωσήφ. Περιγράφει πολύ παραστατικά τον κόπον, αλλά και τον πόλεμον
που εδέχετο από τα φοβερά δαιμόνια, επειδή ασκούσε αυτό το ιερό έργον: «Έκτοτε λοιπόν
ήρχισαν οι άγριοι πόλεμοι, όπου δεν με άφηναν ησυχίαν ημέραν και νύκτα. Άγριοι πόλεμοι!
Μήτε ώρα να ησυχάσω. Επίσης και εγώ μανίαν εις αυτούς. Εξ ώρας καθήμενος εις προσευχήν
τον νουν δεν εσυγχώρουν να βγη από την καρδίαν. Από το σώμα μου ο ιδρώτας έτρεχεν ωσάν
βρύσι. Ξύλον αλύπητα. Πόνος και δάκρυα. Νηστεία και ολονύκτιος αργυπνία. Και επί τέλους
κατέπεσα.
Όλα οκτώ έτη κάθε νύκτα μαρτύριον. Έφευγαν οι δαίμονες και εφώναξαν. Μας έκαψε! Μας
έκαψε! Όπου έτυχε μίαν νύκτα και τους ήκουσε και ο πλησίον μου αδελφός ξενιζόμενος, ποίοι
ήσαν αυτοί όπου εφώναζαν» (Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας, έκδοσις Ι.
Μονής Φιλοθέου, σελ. 210).
Δια να έχη καρπόν αυτή η κατάστασις της νοεράς προσευχής χρειάζεται πολύ προσοχή και
νήψι, δια τούτο και επισημαίνει: «Θα κουρασθής πολύ, έως ότου καταλάβης ότι προσευχή χωρίς
προσοχή και νήψι είναι απώλεια χρόνου. κόπος χωρίς πληρωμήν. Πρέπει εις όλας τας αισθήσεις
μέσα και έξω να στήσης φύλακα την προσοχήν. Διότι χωρίς αυτής ο νους και αι δυνάμεις της
ψυχής διαχέονται εις τα μάταια και συνήθη, ωσάν, το άχρηστο νερό που τρέχει στους δρόμους»
(Ενθ' ανωτέρω, σελ. 42).
Και ο Γέροντας Εφραίμ μας συμβουλεύει: «Τον νουν μας να τον τοποθετήσωμεν ωσάν
φρουρόν, ωσάν επιστάτην, να παρακολουθή τον ενδιάθετον λόγον που λέγει την ευχή. επίσης
να προσέχη την φαντασία, να μη δεχθή καμμία εικόνα» (Γέροντος Εφραίμ: Πατρικαί Νουθεσίαι,
έκδοσις Ι. Μονής Φιλοθέου, σελ. 115).
Ο Γέροντας Εφραίμ επεξέτεινε και ανέλυσε περισσότερον την περιεκτικήν διδασκαλίαν του
Γέροντός του Ιωσήφ και θεωρείται και πράγματι είναι σήμερα ο κυριώτερος διδάσκαλος της
νοεράς προσευχής. Κατόρθωσε να μεταφέρη το έργον της Νηπτικής παραδόσεως του Αγίου
Όρους εις πολλά του πνευματικά παιδιά εις τον κόσμον και κυρίως εις τα νέα φυτώρια των
μοναστηριών που εφύτευσε εις Καναδά και Αμερικήν. Η Ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου εις την
Αριζόνα, την οποίαν έχει καταστήση κέντρον του πνευματικού του έργου, μέλλει να αναδειχθή
εις μια μεγάλη Λαύρα, της οποίας η προσφορά εις τον σύγχρονον κόσμον θα είναι
ανυπολόγιστη.
Πατρικά, ο Γέροντας Εφραίμ μας νουθετεί: «Βιάζεσθε, παιδιά μου, εις την ευχήν του Ιησού
μας. Αυτή θα γίνη τα πάντα. και τροφή και πόμα, και ένδυμα και φως και παρηγοριά και ζωή
πνευματική. Τα πάντα γίνεται εις τον κατέχοντα ταύτην. Χωρίς αυτήν το κενόν της ψυχής δεν
ικανοποιείται. Τον Χριστόν θέλετε να αγαπήσετε; Την ευχήν νοσταλγήσατε και την ταπείνωσιν
εγκολπώσασθε και τότε θα γνωρίσητε ότι η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν» (Γέροντος
Εφραίμ, Ενθ' ανωτέρω, σελ. 10Cool.
Επίλογος
Ο νους εκ νεότητος είχε συνηθίσει να διασκορπίζεται εις τα πράγματα του κόσμου και οι
φαντασίες και οι πονηροί λογισμοί ευρήκαν έτσι τη ευκαιρίαν να εισέλθουν εις την καρδίαν, με
την αδράνειαν αυτήν του νοός. Δια τούτο ο άνθρωπος γίνεται όχι ναός της χάριτος του Αγίου
Πνεύματος, αλλά εργαστήριον της ανομίας και καταγώγιον των πονηρών πνευμάτων.
Ο νους τώρα δια της νοεράς προσευχής εισέρχεται εις την καρδίαν. Δια της επιστασίας του
κλείεται η θύρα του ενδιαθέτου λόγου6 και δεν αφήνει τα πονηρά πνεύματα να λέγουν δι' αυτού
τους πονηρούς λογισμούς τους οποίους θέλουν. Δια τούτο είπε ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Να
κλείνης την θύρα του κελλιού σου για να μην εξέρχεται το σώμα σου, την θύρα της γλώσσης
σου για να μην εξέρχωνται λόγια, και την εσωτερική πύλη της ψυχής σου για να μην
εισέρχωνται τα πονηρά πνεύματα» (Ιωάννου του Σιναΐτου: Κλίμαξ, Λόγος ΚΖ', Περί ησυχίας,
17).
Η επιστροφή αυτή του νοός εις την καρδίαν και η επιμονή εις αυτήν την εργασίαν και η
φυλακή και η τήρησις της νοεράς προσευχής καθιστούν τον νουν ικανόν να βλέπη τας κακάς
κλίσεις της καρδίας του, τας πονηράς κινήσεις των λογισμών του, τας επιβουλάς και τας κλοπάς
των πονηρών πνευμάτων.
Βλέπει εκεί εις το βάθος της καρδίας, όλα τα σφάλματά του καθαρά και επικαλείται τον
Ιησούν εις βοήθειαν και πενθεί και μετανοεί και λυπείται και αποκτά ταπείνωσιν αληθινήν. Δια
τούτο πάλι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είπε: «Την πνευματικήν σου κατάστασι θα σου την
φανερώση η προσευχή σου. Οι θεολόγοι άλλωστε εχαρακτήρισαν την προσευχή καθρέπτη του
μοναχού» (Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος ΚΗ', 3Cool.
Την σπουδαιότητα της νοεράς προσευχής τονίζει και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης με τα
εξής γλαφυρά λόγια: «Παρακαλώ λοιπόν θερμώς, να καταγίνησαι και εις την καρδιακήν ταύτην
και νοεράν προσευχήν. Και ταύτην έχε έργον αδιάλειπτον και παντοτινόν, λαλών εν τη καρδία
σου, δια του ενδιαθέτου λόγου το γλυκύ και κοσμοπόθητον και παντοπόθητον όνομα του Ιησού.
τον Ιησούν νοών δια του νοός σου. τον Ιησούν ποθών και ακολουθών (κυνηγών) δια της
θελήσεώς σου. προς τον Ιησούν επιστρέφων όλας τας δυνάμεις της ψυχής σου. και το παρά του
Ιησού εκζητών έλεος μετά συντριβής και ταπεινώσεως» (Νικοδήμου του Αγιορείτου:
Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, σελ. 121).
Ο διάλογος αυτός της μετανοίας, ο οποίος έχει Γραφικήν και Πατερικήν κατοχύρωσιν,
εγράφη δια την αμαρτωλήν μου ψυχήν, όπως έλθη εις αίσθησιν και ίδη την ιδίαν αυτής
γύμνωσιν και τα τραύματα αυτής και τακτοποιήση τα του οίκου αυτής, δια να μη αισχυνθή εν
ώρα της εξόδου και της μελλούσης κρίσεως.
Η εμή αδυναμία ταύτα εσημείωσε μ.
21η Ιανουαρ. 2002 του Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού.
Επίμετρον
Πώς θεραπεύεται ο μετεωρισμός;
Δια του εγκλεισμού του νοός εις τα βάθη της ψυχής. Όταν εισέλθη εκεί ο νους απεργάζεται
το πνευματικό μέλι. Όπως η μέλισσα μέσα στην κυψέλη εγκλείεται και παρασκευάζει το μέλι,
έτσι και ο νους.
Εγκλειόμενος εκεί ο νους, δίδει χαράν και δύναμιν εις την ψυχήν, διότι γίνεται μία σύναξις
των δυνάμεων της ψυχής.
Ο νους πολλές φορές βλέπει εκεί το σκότος της ψυχής και την ασθένειαν αυτής. Η όρασις
αυτή του νοός φέρει πένθος εις την ψυχήν εκ του οποίου προκαλούνται δάκρυα δια των οποίων
καθαρίζεται η ψυχή. Έτσι ολίγον κατ' ολίγον αρχίζει να καθαρίζεται και να αποκτά αυτογνωσίαν
και αληθινήν ταπείνωσιν.
Διατί αμαρτάνομεν;
Διότι αγνοούμεν την αξίαν και το κάλλος της ψυχής. Όταν η ψυχή διατηρή την τάξιν αυτής
και δεν εκπίπτει εκ της αξίας όπου την έθεσε ο ποιητής, απολαμβάνει όλες τις δωρεές του
Ουρανίου Πατρός και δεν έχει ουδεμίαν άλλην ανάγκην. Έχει εσωτερικήν παρηγορίαν και
παράκλησιν.
Όταν όμως αποκόπτεται από την επικοινωνίαν μετά του Ουρανίου Πατρός, αρχίζει να
στρέφεται προς τα κτίσματα και δια των αισθήσεων να απολαμβάνη αυτά. Η στροφή και η
επιθυμία προς τα κτίσματα εμπεριέχει πολλάκις την αμαρτία και τον εξ αυτής θάνατον.
Η ψυχή ελησμόνησε το θείον κάλλος και την θείαν αυτής ευγένειαν και στρέφεται προς τα
κτίσματα να παρηγορηθή. Από το σημείον αυτό αρχίζει η εκτροπή της ψυχής εκ της αληθείας
και γίνεται η αρχή της αμαρτίας.
* * *
1. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτώ». Δηλαδή, ούτε τα δικά σου, ούτε τα γύρω από εσέ, αλλά πρόσεχε μόνον τον εαυτόν σου. Διότι άλλο πράγμα
είμεθα ημείς οι ίδιοι και άλλο πράγμα τα δικά μας και άλλο τα γύρω από εμάς. Ημείς είμεθα η ψυχή και ο νους, διότι έχομεν πλασθή σύμφωνα με
την εικόνα του κτίστου μας. Μ. Βασιλείου Έργα, Τόμος 6ος, σελ. 223. «Ο λύχνος του σώματος εστιν ο οφθαλμός. Εάν ουν ο οφθαλμός σου
απλούς η, όλον το σώμα σου φωτεινόν έσται ...;» (Ματθ. στ' 22).
2. Ι. Δαμασκηνού έργα, Ε.Π.Ε. Τόμος 1, σελ. 213.
3. Οίκος και ταμείον είναι η καρδία του ανθρώπου. Μήτηρ και συλλαβούσα είναι η Σοφία του Θεού, η οποία τα πάντα εποίησε, καθώς και την
καρδίαν.
4. Μόνον η κυκλική αυτή κίνησις του νοός είναι απλανής, επειδή εις αυτήν δεν μπορεί να εισέλθη η πλάνη του διαβόλου. Εις τας δύο άλλας
κινήσεις του νοός, την ευθείαν και ελικοειδή προχωρεί η πλάνη και η απάτη του διαβόλου. Κατά τον Διονύσιον Αεροπαγίτην.
Ευθεία κίνησις του νοός είναι: όταν ο νους από τις εικόνες των αισθητών πραγμάτων αναβιβάζεται εις την νοητήν αυτών θεωρίαν.
Ελικοειδής δε κίνησις του νοός είναι: όταν ο νους φωτίζεται τας θείας γνώσεις όχι νοερώς, αλλά συλλογιστικώς και μεταβατικώς. Αποτελεί δηλ.
μικτήν κίνησιν κυκλικής και ευθείας.
Δια τούτο ασφαλεστέρα είναι η κυκλική κίνησις του νοός, η οποία επιτυγχάνεται δια της επιστροφής του νοός εις την καρδίαν και της νοεράς
προσευχής που λέγεται ταυτοχρόνως.
5. Δια της προσευχής αυτής το σώμα λαμβάνει τρόπον τινά σχήμα κυκλικόν. Και ο προφήτης Ηλίας, όταν έλυσε εκείνην την πολυχρόνιον ξηρασίαν
(Βλέπε Γ' Βασιλειών, ιη', 42) ανέβη εις το Καρμήλιον όρος, έσκυψε επί την γην και έθεσε το πρόσωπον αυτού ανάμεσα εις τα γόνατα αυτού. Δια
ποίον λόγον; Δια να συγκεντρώση δια του τρόπου αυτού περισσότερον τον νουν του και φιλοπονώτερον να προσευχηθή προς τον Θεόν. (Φιλοκαλία
τόμος Δ' Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγος υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων σελ.127).
6. Ενδιάθετος λόγος είναι: Ο νους χρησιμοποιεί το λογιστικόν, δηλαδή τον ενδιάθετον λόγον της καρδίας, δια του οποίου σκεπτόμεθα, κρίνομεν
και αποφασίζωμεν, χωρίς να λαλή το στόμα. Αυτόν τον ενδιάθετον λόγον χρησιμοποιεί τώρα ο νους και λέγει την ευχήν: Κύριε Ιησού Χριστέ
ελέησόν με.
Περιοδικόν Ο Όσιος Φίλοθεος της Πάρου
Τεύχος 5 Μάιος - Αύγουστος 2002
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Στον δρόμος της συνάντησης

   Στον δρόμος της συνάντησης

genissis

Καλή Σαρακοστή... και Καλά Χριστούγεννα!

Στις 15 του Νοέμβρη αρχίζουμε τον εορτασμό των Χριστουγέννων στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Έξω στον «κόσμο», οι έμποροι στολίζουν τις βιτρίνες των καταστημάτων και οι εταιρίες δώρων αρχίζουν τον κατακλυσμό των διαφημίσεων. Και στις δύο περιπτώσεις, «Χριστούγεννα» = κάντε δώρα, πάρτε δώρα, στολίστε, αγοράστε, κ.τ.λ.

Σκοπός των εμπορικών στολισμών και του κατακλυσμού των διαφημίσεων, να αυξήσουν οι έμποροι το (δικό τους) οικονομικό κέρδος. (Κακό είναι; Κακό γίνεται όταν κάποιος ξεχνάει το Χριστό, ξεχνάει ακόμα και τον άνθρωπο, και θυμάται κι αγαπάει μόνο τα λεφτά, σαν τον Εμπενίζερ Σκρουτζ - κατά τα άλλα χρειάζεται κι ο γιορτινός διάκοσμος και στο σπίτι μας και στο μαγαζί μας, αλλά για να φανερώσει το Φως που έχουμε μέσα μας, όχι για να το αντικαταστήσει).

Η Εκκλησία επίσης ξεκινάει την πορεία προς τα Χριστούγεννα και σκοπός της είναι το (δικό μας) πνευματικό κέρδος, το αιώνιο κέρδος, η αιώνια ζωή μας. Η Εκκλησία μάς προσκαλεί να απλώσουμε το χέρι και να πάρουμε το Χριστό - μας καλεί στα γενέθλια της Νέας Ανθρωπότητας, αυτής που ενώνεται με το Χριστό και γι' αυτό έχει χαρά, δεν αναζητά τη χαρά στα δώρα, τα στολίδια και τις λιχουδιές.

Ο ορθόδοξος χριστιανός χαίρεται βαθιά και πολύ τα Χριστούγεννα, επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνουμε εμείς οι άνθρωποι θεοί (άγιοι, φωτεινά όντα γεμάτα αγάπη, ενωμένα με τον απόλυτα Φωτεινό Τριαδικό Θεό διά του Χριστού). Κι επειδή χαίρεται, εκφράζει τη χαρά του με τα στολίδια, τα δώρα και το (οικογενειακό) γιορταστικό τραπέζι.

Ο κόσμος (που δεν έχει ή δε θυμάται την ορθοδοξία) φορτώνεται δώρα, στολίδια και λιχουδιές για να νιώσει χαρά,επειδή δεν έχει χαρά μέσα στην καρδιά του! Γι' αυτό τα Χριστούγεννα στον πρώην χριστιανικό δυτικό κόσμο είναι μια τραγική γιορτή, με αυξημένα τα ποσοστά αυτοκτονιών: επειδή ο πρώην χριστιανός, αν δεν έχει συντροφιά ν' απαλύνει τη μοναξιά του, δεν αντέχει που βλέπει αυτό το φανταχτερό (και καταναλωτικό, αποθέωση του Shoping) χρώμα που απλώνεται παντού, η ζήλεια τον οδηγεί σε απόγνωση και δυστυχία.

Ενώ ο χριστιανός, ακόμη κι αν δεν έχει φιλική ή συγγενική συντροφιά, έχει τη συντροφιά εκείνων που αγρυπνούν στις εκκλησίες, όπου πηγαίνει κι αυτός και προσεύχεται μαζί τους (κάπου στην πόλη σου θα υπάρχει κάποιος ναός ή μοναστήρι, όπου γίνεται σαρανταλείτουργο αυτές τις μέρες, δηλαδή κάθε μέρα -συνήθως κάθε βράδυ- λειτουργία).

Ακόμη κι αν δεν έχει ανθρώπινη συντροφιά, έχει για συντροφιά το Χριστό, το ξεχωριστό άγιο Μωρό, που το έχω συντροφιά μου καθώς προσεύχομαι, καθώς γονατίζω, καθώς ανάβω το κερί μου, καθώς μεταλαβαίνω το άγιο Σώμα και το πολύτιμο Αίμα Του! Χριστιανισμός = πάντα με συντροφιά. Αυτό άλλωστε είναι κι ο παράδεισος.

[Από εδώ είναι κι η συνήθεια τα Χριστούγεννα να «θυμόμαστε» τους μοναχικούς ανθρώπους, να τους επισκεπτόμαστε ή να τους καλούμε κ.τ.λ. Είναι κάτι σημαντικό κι αυτό, αλλά φυσικά δε φτάνει και δεν πρέπει ν' αποκοιμίζει τη συνείδησή μας για... όλο τον υπόλοιπο χρόνο].

Πώς μας ετοιμάζει η Εκκλησία για τη μεγάλη ημέρα των Χριστουγέννων;

Από σήμερα, στις εκκλησίες ψέλνουμε χριστουγεννιάτικους ύμνους, και κυρίως τον ύμνο του μεγάλου ποιητή και μουσικού του Βυζαντίου, του αγίου Ρωμανού του Μελωδού, που λέει:

«Η Παρθένος σήμερα έρχεται προς το σπήλαιο, για να γεννήσει μυστηριωδώς τον προαιώνιο Θεό. Άγγελοι μαζί με βοσκούς δοξολογούν, μάγοι ταξιδεύουν μαζί μ' ένα αστέρι, για το ξεχωριστό Παιδί, τον προαιώνιο Θεό, που θέλησε να Τον δούμε».

Στ' αρχαία, ο ύμνος είναι: «Η Παρθένος σήμερον τον προαιώνιον Λόγον εν σπηλαίω έρχεται αποτεκείν απορρήτως. Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι, βουληθέντα επωφθήναι παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».

[Να εξηγήσω ότι ο στίχος «τον προαιώνιον Λόγον» εννοεί το Χριστό, ο οποίος ονομάζεται «Λόγος του Θεού» στην αρχή του κατά Ιωάννην ευαγγελίου. Και ότι η φράση «παιδίον νέον» σημαίνει «καινούργιο παιδί», αλλά μπορεί να έχει την έννοια καινούργιο = διαφορετικό από κάθε άλλο που γεννήθηκε μέχρι τώρα, γι' αυτό το μετέφρασα «ξεχωριστό».]

Η Εκκλησία επίσης αρχίζει την ετοιμασία για τη γιορτή των Χριστουγέννων με την είσοδό μας στη «Μικρή Σαρακοστή», δηλ. τη νηστεία που αρχίζει 15 Νοέμβρη και λήγει τα Χριστούγεννα.

Είναι μια χαρούμενη νηστεία - σε αντίθεση με τη Μεγάλη Σαρακοστή, που είναι πένθιμη νηστεία, επειδή οδηγεί στη Μεγάλη Εβδομάδα και στο Πάθος του Χριστού.

Τώρα είναι μια χαρούμενη νηστεία, γι' αυτό και είναι «ελαφρύτερη», δηλαδή μπορούμε να φάμε ψάρια («κατάλυσις ιχθύος»), ενώ τη Μεγάλη Σαρακοστή τρώμε ψάρια μόνο 2 φορές: του Ευαγγελισμού και των Βαΐων.

Ανοίγοντας λοιπόν μια περίοδο, όπου αντικαθίσταται το κρέας με το ψάρι, η σαρακοστή αυτή έχει ΚΑΙ οικολογικό μήνυμα, αλλά και αξία για την υγεία μας. Και είναι μια ευκαιρία ν' αρχίσει να σου αρέσει το ψάρι -να το βλέπεις με άλλο μάτι- και να μη θες κρεατάκι σε καθημερινή βάση. Το να θέλουμε κρέας κάθε μέρα είναι και ανθυγιεινό, αλλά και δηλώνει απληστία. Άσε τώρα που έχουν βγει διάφορα νηστίσιμα εδέσματα που είναι ακριβότερα από τα κρεατικά - δε μιλάμε για τέτοιες διατροφικές συνήθειες, πολύ δαπανηρές, όταν μιλάμε για νηστεία εδώ πέρα.

Τα Χριστούγεννα λοιπόν είναι μια γιορτή χαράς, δηλαδή μια πρόσκληση αγιότητας.

Εννοείται πως κάθε μέρα (όπως κι όλο το χρόνο) είσαι καλεσμένος στη θεία Μετάληψη και την εξομολόγηση, δύο άλλες μεγάλες πηγές χαράς!

Η θεία Μετάληψη είναι πηγή μεγάλης χαράς, γιατί φέρνεις μέσα σου το Σώμα + Αίμα του Χριστού και ενώνεσαι μαζί Του. Η εξομολόγηση είναι πηγή μεγάλης χαράς, γιατί λευκαίνεις ξανά τη μαυρισμένη στολή της ψυχής σου και την κάνεις φωτεινή. Παντού υπάρχει χαρά! Ορθοδοξία = αυτό που λένε οι παππούδες μας «χαρά Θεού»!

Ωστόσο, μέσα σ' αυτή τη χαρά, έχω 2 λόγους να είμαι και θλιμμένος: ο ένας λόγος είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που πονάνε ή πεινάνε, άνθρωποι που έχουν πέσει θύματα βίας ή αδικίας κ.τ.λ. Κι ο άλλος λόγος είναι ότι είμαι πολύ αμαρτωλός, γεμάτος πάθη και ελαττώματα, ανάξιος να πλησιάσω το Χριστό, που είναι απόλυτα καθαρός και φωτεινός.

Αλλά ΑΚΡΙΒΩΣ ΓΙ' ΑΥΤΟ υπάρχουν οι γιορτές, η νηστεία, η θεία Μετάληψη και η εξομολόγηση, για να ανοιχτώ προς το Θεό και να πάρω βοήθεια να πολεμήσω τα πάθη μου και να γίνω φωτεινός και αντάξιος του Χριστού μου! Κι έτσι (τότε - τότε μόνο) θα μπορέσω και να βοηθήσω τους αδελφούς μου τους πονεμένους, γιατί θα μπορώ να κάνω θυσίες γι' αυτούς, από τη θυσία χρήματος μέχρι τη θυσία να ξαγρυπνήσω ένα βράδυ να προσεύχομαι γι' αυτούς. Αγάπη = τι θυσίες μπορείς να κάνεις για κάποιους.

Θάρρος λοιπόν: είμαι αμαρτωλός, αλλά ο Χριστός με κάλεσε. Όχι για να μου πάρει κάθε πόνο (κι όταν καθαριστώ ψυχικά, πάλι θα υπάρχουν άνθρωποι που πονάνε, άρα πάλι θα υπάρχει για μένα μια αιτία θλίψης), αλλά για να μεταμορφώσει τη θλίψη μου σε δύναμη για τη δική μου σωτηρία και τη βοήθεια του πλησίον μου.

Πολλά είπαμε και δε χρειάζεται να πούμε άλλα. Το νόημα της νηστείας, όπως και το νόημα της θείας Μετάληψης και της εξομολόγησης (γιατί υπάρχουν;) θα το βρεις, φίλε και φίλη μου, ΕΔΩ. (Πότε νηστεύουμε γενικά, όλο το χρόνο, δες εδώ).

Και επαναλαμβάνω κάτι, που έχουμε πει σ' αυτό το blog από την αρχή: ΕΛΑ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ! Όπως κι αν είσαι ντυμένος, χτενισμένος ή βαμμένος, αλλά όπως κι αν είναι η ψυχή σου, όσο αμαρτωλός και πονεμένος κι αν είσαι, ΕΛΑ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ! Μάλιστα όσο πιο πολύ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ότι «δεν κάνεις» για την εκκλησία, για την προσευχή, για την εξομολόγηση ή τη θεία Μετάληψη, τόσο περισσότερο κάνεις! Τόσο περισσότερο σε καλεί ο Χριστός, που δεν κρίνει, μόνο γιατρεύει.

Η εκκλησία είναι το σπίτι σου, το καταφύγιό σου, ακόμη κι αν ο παπάς της ενορίας σου «δεν είναι εντάξει», θα βρεις έναν άλλο παπά στη διπλανή ενορία ή σε μια μακρινή ενορία, ή έναν απλό χριστιανό (τον παππού σου, τη γιαγιά σου, ένα γείτονα που τον περιφρονούσες ως τώρα γιατί τον θεωρούσες «θρησκόληπτο», μια θεία που τη θεωρούσες «θεούσα») και εσύ κι αυτός μαζί θα γίνεται Εκκλησία και θ' ανάψετε το κερί σας (σαν ένα ελάχιστο δώρο) με ταπείνωση και αγάπη μπροστά στην Αγία Τράπεζα.

ΚΑΛΟ ΑΓΩΝΑ, λοιπόν, αδερφέ μου αγαπημένε, αδερφέ μου αμαρτωλέ σαν κι εμένα - ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!

Πηγές :
sophia-siglitiki
o-nekros

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Ποια είναι η ορθόδοξη χριστολογία;

Ποια είναι η ορθόδοξη χριστολογία;


ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
Ποια είναι η ορθόδοξη χριστολογία;


      Το δόγμα περί Χριστού είναι εξ ίσου σημαντικό, όσο και το δόγμα περί Αγίας Τριάδος. Είναι δόγμα πίστεως κορυφαίο, στο οποίο ανακλάται η οικονομική Τριάδα. Λέγοντας αυτό εννοούμε τον Τριαδικό Θεό στις εξωτερικές του ενέργειες, στη δημιουργία του κόσμου και την απολύτρωση. Ο Λόγος του Θεού που στη μεταφυσική Τριάδα (στο Θεό καθ' εαυτόν) σχετίζεται με την ουσία και τις άλλες δύο Τριαδικές υποστάσεις της θεότητας, αφήνει τους ουρανούς -χωρίς να χάσει το θεοπρεπές του αξίωμα- και κατεβαίνει στη γη, γίνεται άνθρωπος ιστορικός για να σώσει τον πεσμένο άνθρωπο από την αμαρτία. Η είσοδος αυτή στο πεδίο της ζωής και η ανάληψη της κακοπάθειας της ιστορικής στιγμής είναι γνωστή ως «κένωσις» του Λόγου. Ο Λόγος γίνεται άνθρωπος για να λυτρώσει τον άνθρωπο από το ζυγό της αμαρτίας και την οδύνη του πνευματικού θανάτου.
Στο Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, και ένα πρόσωπο, του αΐδιου Λόγου. Η ανθρώπινη φύση του δεν είχε δικό της πρόσωπο, ήταν ανυπόστατη.
Η θεία φύση του Χριστού ήταν η τέλεια φύση της θεότητας. Επίσης τέλεια ήταν και η ανθρώπινη φύση του, στην οποία υπήρχε ψυχή νοερά και λογική, ενωμένη με σώμα υλικό και αληθινό. Η ένωση των φύσεων έγινε στη μήτρα της Παρθένου «εξ άκρας συλλήψεως». Μόλις δηλαδή η Μαρία δέχτηκε τον ασπασμό του αγγέλου, το Πνεύμα του Θεού εμόρφωσε στην παρθενική μήτρα της το έμβρυο Χριστό, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς το ενωθέν (η ανθρώπινη φύση) να προφθάσει να ζήσει έστω και μία χρονική στιγμή έξω από την ένωση, ως πρόσωπο ξεχωριστό και ίδιο. Συνεπώς ως άνθρωπος ο Χριστός δεν είχε δικό του ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά φερόταν στο αίδιο πρόσωπο του Λόγου.
Η σύλληψη και η γέννηση του Χριστού ήταν υπερφυσικές. Σ' αυτές δεν λειτούργησαν οι συνήθεις νόμοι της φύσεως. Η Μαρία δεν συνέλαβε με τη γνωστή σύμπραξη ανδρός και γυναικός, αλλά με τη δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος. Ο Χριστός ήταν «απάτωρ εκ μητρός», δεν είχε δηλαδή πατέρα σύζυγο της μητέρας του. Αφού δε δεν συνέπραξε άνδρας, η Μαρία συνέλαβε το Χριστό χωρίς να χάσει την παρθενία της. Στο αυτό μέτρο παρθενική και υπερφυσική ήταν και η γέννηση του Κυρίου, γέννηση ανώδυνη και αλόχευτη (χωρίς τα φυσικά λόχια). Η γέννηση του Σωτήρος δεν ακολούθησε τους ρυθμούς της φυσικής ανθρώπινης γεννήσεως. Γι' αυτό και γεννήθηκε χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, με το οποίο έρχονται στον κόσμο όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Στο Χριστό έσπασε η συνέχεια της αμαρτωλής φύσεως του Αδάμ, η οποία κληροδοτεί το προπατορικό αμάρτημα σε όσους εκφύονται απ' αυτήν. Ο Χριστός είναι ο καινός Αδάμ της χάριτος, η νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητος, η οποία κληροδοτεί την πνευματική αναγέννηση και τη σωτηρία στους πιστεύοντες.
Η ένωση των φύσεων στο Χριστό είναι υποστατική, ασύγχυτη και αδιαίρετη. Λέγοντας υποστατική ένωση εννοούμε ότι αυτή έγινε στην υπόσταση (εξ ού και το όνομα) ή το πρόσωπο του Λόγου. Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν ανυπόστατη, δηλαδή δεν έζησε ποτέ από μόνη της έξω από το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Στην ένωση οι φύσεις δεν επηρέασαν η μία την άλλη, δεν μετατράπηκε η μία στη φυσική ποιότητα της άλλης, αλλά παρέμειναν κάθε μια στη φυσική της ποιότητα και πληρότητα, χωρίς στο εξής ν' αποχωρίζονται η μία από την άλλη. Ενώθηκαν «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως».
Ο Χριστός είχε δύο φυσικά θελήματα και δύο ενέργειες. Ηθελε και ενεργούσε ενιαία και ως άνθρωπος και ως Θεός. Το ανθρώπινό του θέλημα, αν και ελεύθερο, υποτασσόταν στο θείο του θέλημα, χωρίς να αντιπαλαίει και ν' αντιπίπτει προς αυτό. Δεν είχε θέλημα γνωμικό. Δεν ήθελε ξεχωριστά ως άνθρωπος, πράγμα που προϋποθέτει την ύπαρξη ανθρώπινου προσώπου και άφηνε ανοικτή τη δυνατότητα να υποπέσει ο Κύριος στην αμαρτία. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ενέργειες του Χριστού. Ο Χριστός ενεργούσε ενιαία και τα θεία και τά ανθρώπινα, χωρίς η μία του ενέργεια να αντιφέρεται προς την άλλη.

Από τη σύνθεση του θεανδρικού προσώπου του Χριστού έχουμε τις εξής ακολουθίες·

1) Την αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού. Η μία φύση αντιδίδει τά ιδιώματά της στην άλλη. Τά ιδιώματα δεν αντιδίδονται απ' ευθείας στις φύσεις, δηλαδή καθ' εαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θα τις συνέχεε και θα οδηγούσε στο Μονοφυσιτισμό, αλλά αυστηρώς στο ένα του θεανδρικό πρόσωπο. Έτσι δεν λέμε ότι η θεότητα έπαθε ή ότι η ανθρωπότητα ήταν στους ουρανούς πριν δημιουργηθεί ο κόσμος, αλλ' ότι ο Χριστός, ως πρόσωπο ενιαίο και αδιαχώριστο, έπαθε ως Θεός (στη σάρκα του φυσικά· «σαρκί») και βρισκόταν ως άνθρωπος στους ουρανούς. Στην αντίδοση των ιδιωμάτων η θεία φύση αντιδίδει κυρίως τα δικά της στην ανθρώπινη και όχι τόαντίθετο. Η πτυχή αυτή του δόγματος είναι πολύ σημαντική, γιατί αποτελεί τη λυδία λίθο αναγνωρίσεως και σταθμίσεως των χριστολογικών κακοδοξιών και αιρέσεων.

2) Τόν όρο «Θεοτόκος» πού αποδίδεται στη Μητέρα του Χριστού. Η Μαρία γέννησε το Χριστό. Όχι βέβαια τη θεία φύση του καθ' εαυτήν, γιατί ο Θεός, ως το απειροτέλειο ον, δεν μπορεί να υπαχθεί στους φυσικούς νόμους, να γεννηθεί δηλαδή με τον ίδιο τρόπο που γεννιούνται οι άνθρωποι. Η Μαρία γέννησε το Θεό «σαρκί». Αυτό που γεννήθηκε, ήταν ο Χριστός, στον οποίο ο τέλειος Θεός ήταν ενωμένος «εξ άκρας συλλήψεως» με τον υιό του ανθρώπου στη θεοχώρητη μήτρα της πάναγνης Κόρης. Ο όρος «Θεοτόκος» αποτελεί συνοπτική εκφορά του χριστολογικού δόγματος, πάνω στον οποίο σαν σε κυματοθραύστη, προσέκρουσε και διαλύθηκε η νεστοριανή λαίλαπα.

3) Τη μία υιότητα και λατρεία του Χριστού. Ο Χριστός είχε διπλή γέννηση, μία ως Υιός του Θεού και μία ως Υιός της Παρθένου. Η πρώτη ήταν η αίδια γέννηση εκ του Πατρός (το υποστατικό ιδίωμα του Λόγου), η δεύτερη ήταν η έγχρονη εκ της Παρθένου δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος. Οι δύο αυτές γεννήσεις ήταν σαφείς και ξεχωριστές η μία από την άλλη. Δεν είχε όμως και δύο υιότητες. Δεν ήταν Υιός Θεού και Υιός της Παρθένου ξεχωριστά. Αυτό θα σήμαινε ότι είχε δύο πρόσωπα, ένα ως Θεός και ένα ως άνθρωπος. Αυτό δεν συνέβαινε. Ο Χριστός, όπως είπαμε, είχε ένα πρόσωπο, ήταν ένας και όχι πολλοί. Ως ένας είχε μία υιότητα, ως Θεός και ως άνθρωπος ο αυτός. Δεν υπήρχαν σ' αυτόν δύο υιοί ξεχωριστοί, όπως έλεγε ο Νεστόριος. Στη μία υιότητα του Χριστού αναλογεί και μία λατρεία και προσκύνηση.
4) Την απόλυτη αναμαρτησία του Χριστού. Ο Χριστός όχι απλά δεν αμάρτησε κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, αλλά δεν μπορούσε καν να αμαρτήσει. Αυτό απαιτεί η σύνθεση του προσώπου του. Δεν μπορούσε ν' αμαρτήσει, γιατί δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος. Η ιδέα ότι μπορούσε ν' αμαρτήσει ο Κύριος, διχάζει το ένα του πρόσωπο σε δύο φυσικά πρόσωπα, κάτι που καταλύει το χριστολογικό μυστήριο. Η ιδέα είναι αλλόκοτη. Αν υποτεθεί ότι ο Χριστός μπορούσε ν' αμαρτήσει σαν άνθρωπος, μπορούσε ν' αμαρτήσει μαζί του κι ο Θεός, ιδέα ασεβής και βλάσφημη.
Ποιά είναι η έννοια της θεώσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού;
Είναι προϊόν της υποστατικής ενώσεως των φύσεων, συγκεκριμένα της αντιδόσεως των ιδιωμάτων στο πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Η ανθρώπινη φύση του Χριστού δέχεται όλα τα αυχήματα της θεότητας, γίνεται θείας φύσεως κοινωνός, θεοποιείται. Στη βάση της θεώσεως αυτής θεοποιούνται εν δυνάμει και όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν στο Χριστό και είναι μυστικά ενσωματωμένοι στην ανθρώπινη φύση του δια του βαπτίσματος. Σαν παράδειγμα της θεώσεως αυτής φέρεται ο πυρακτωμένος σίδηρος. Φωτιά και σίδηρος δεν χάνουν μεν τη φυσική τους ποιότητα, όμως είναι δεμένα τόσο βαθιά μεταξύ τους, ώστε να μη ξεχωρίζονται το ένα από το άλλο. Έτσι και η φύση του ανθρώπου διαπεράται από τη φωτιά της θείας ενέργειας, χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί από αυτήν. Η φύση του ανθρώπου βέβαια δεν χάνεται, ούτε απορροφάται ούτε και αναλύεται πανθεϊστικά στη θεότητα, όπως θα διδάξουν ορισμένοι αιρετικοί (Μονοφυσίτες).
Ποια ήταν η επίδραση των αρχαίων θεολογικών σχολών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας στη διαμόρφωση των χριστολογικών αιρέσεων;
Ως γνωστόν, η αρχαία Αλεξανδρινή Σχολή είχε ιδιαίτερες θεωρητικές τάσεις και προκαταλήψεις. Οι θεολόγοι της τόνιζαν πιο πολύ το θείο στοιχείο στο Χριστό, αφήνοντας στη σκιά το ανθρώπινο. Ομοίως εξηγούσαν αλληγορικά τις Γραφές (έβλεπαν συμβολική έννοια σε πολλές από τις διηγήσεις της) και έμεναν αδιάφοροι στην ιστορική γραμματική ερμηνεία του κειμένου της. Από τους κόλπους της προήλθαν αιρετικοί, οι οποίοι είτε αρνούνταν την πραγματικότητα, είτε την ολοκληρία της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. (Δοκήτες, Απολλινάριος, Μονοφυσίτες, Αφθαρτοδοκήτες).
Στο αντίθετο άκρο βρισκόταν η Αντιοχειανή Σχολή, της οποίας οι θεολόγοι είχαν πρακτικότερες τάσεις. Τόνιζαν πιο πολύ το ανθρώπινο στοιχείο στο Χριστό, και άφηναν στο περιθώριο το θείο. Οι Αντιοχείς θεολόγοι ερμήνευαν τις Γραφές χρησιμοποιώντας την ιστορικογραμματική μέθοδο και αποστρεφόμενοι την αλληγορία. Από τις τάσεις της Σχολής προήλθε ο Νεστοριανισμός.
Πώς κατέληγαν στις κακοδοξίες τους οι αιρετικοί;
Κατέληγαν στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν δια του λόγου τα ακατανόητα και ανερμήνευτα. Δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς τα δόγματα της πίστεως, γιατί αυτά είναι αλήθειες μυστηριακές, πού υπερβαίνουν την ανθρώπινη κατάληψη. Ο άνθρωπος με μόνο το μυαλό του αδυνατεί να τις προσεγγίσει. Μόνο με την πίστη φωτιζόμενη από το Πνεύμα του Θεού, μπορεί να έχει κάποια πρόσβαση στο μυστήριο του Θεού. Χωρίς αυτήν επιχειρεί το ακατόρθωτο. Προσπαθεί να χωρέσει στο μυαλό του το άπειρο και απερίληπτο.
Αυτό πάθαιναν οι αιρετικοί. Εμπιστευόμενοι τις ανθρώπινες δυνάμεις τους, προσπαθούσαν να κατανοήσουν την υπερβατική αλήθεια του Θεού. Το εγχείρημά τους ήταν άνισο, όπως άνιση είναι η σχέση κτιστού και ακτίστου, πεπερασμένου και απείρου. Με την έλλειψη αισθήσεως των δυσαναλογιών και με πνεύμα φίλαυτο και εγωιστικό, αντί να ερμηνεύσουν τα δόγματα τα παραμόρφωναν και τα διέλυαν. Με το όχημα του φυσικού λόγου τους δεν έφθαναν ποτέ στο τέρμα του δρόμου τους, λοξοδρομούσαν και χάνονταν. Εγωπαθείς δε και εριστικοί, δημιουργούσαν κόμματα στην Εκκλησία, τη ζωή της οποίας έβλαπταν αφάνταστα. Κατέλυαν την αγάπη, την ενότητα και την ειρηνική συμβίωση του σώματος του Χριστού. Οι αιρέσεις είναι ο χειρότερος εχθρός της Εκκλησίας, τα ζιζάνια που σπείρει ο εχθρός στη φυτεία της θείας βασιλείας.
Σε τι συνίσταται το χριστολογικό πρόβλημα;
Στην κατανόηση της σύνθεσης του θεανδρικού προσώπου του Χριστού, στο οποίο ενώνονται δύο διαφορετικές φύσεις, χωρίς η μία να βλάψει την άλλη.
Το μυστήριο είναι μέγα. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς στο Χριστό, αν και υπήρχαν δύο πλήρεις και ακέραιες φύσεις, υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο, πού ήταν ο κοινός φορέας των θεανδρικών του ενεργειών. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε πώς μία φύση, πλήρης και ακέραιη, είναι συγχρόνως και απρόσωπη και πώς λαμβάνει υπόσταση στο πρόσωπο μιας άλλης φύσεως («ενυπόστατον»).
Αυτές είναι αντινομίες τις οποίες δεν μπορεί να συμβιβάσει η πενιχρή μας λογική. Καμία σοφία ανθρώπινη δεν μπορεί να διαφωτίσει και να διαλευκάνει το σκοτεινό χριστολογικό μυστήριο. Πολλοί προσπαθούν να διασχίσουν το μυστηριώδη πέπλο του· λίγοι όμως βγαίνουν φέροντας τη φωταύγεια της χάριτος. Οι περισσότεροι παραμένουν στη σκοτεινιά της διάνοιας, ασθμαίνοντας στην απειρία του υπέρλογου θαύματος. Όπως είπε ο θεοδόχος Συμεών, ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Είναι το μεγάλο σκάνδαλο, πού άλλους μεν εξυψώνει και λαμπρύνει στη φωτεινότητα της θείας βασιλείας και άλλους εξακοντίζει στη ζοφερότητα της πνευματικής απώλειας!
  Τι δίδασκε ο Δυναμικός Μοναρχιανισμός ή Υιοθετισμός;
Ήταν αρχαία χριστολογική και τριαδολογική αίρεση, οι οπαδοί της οποίας αρνούνταν τις τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα (δυνάμεις) και στο Χριστό δέχονταν ενοίκηση του Λόγου, που δεν ήταν αληθινός Θεός αλλά δύναμη του Θεού.
Εκπρόσωποι της αιρέσεως ήταν· Θεόδωρος ο Σκυτεύς, Θεόδωρος ο Τραπεζίτης, ο Αρτέμων ή Αρτεμάς, με σημαντικότερο όλων Παύλο τον Σαμοσατέα, ο οποίος συστηματοποίησε τη διδασκαλία της αιρέσεως και υπήρξε πρόδρομος του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού.
Ο Παύλος ο Σαμοσατέας ήταν ανήρ υψηλόφρων και κοσμικός. Για λίγο διάστημα διετέλεσε επίσκοπος Αντιοχείας (260) και «δουκηνάριος (ανώτερος οικονομικός υπάλληλος) της βασίλισσας της Παλμύρας Ζηνοβίας.
Ήταν θεολόγος μοναρχιανός, αρνούμενος τη διάκριση των προσωπικών υποστάσεων στο Θεό. Κατ' αυτόν ο Θεός είναι ένας και μόνος (ο Πατήρ). Ο Υιός και το Πνεύμα δεν έχουν δική τους υπόσταση και θεότητα. Ο Πατήρ είναι άγονος Υιού, ο δε Λόγος άκαρπος Θεού. Επομένως ο Πατήρ και ο Λόγος είναι ένα πρόσωπο, όπως ένα πρόσωπο συνιστούν ο άνθρωπος και ο υπάρχον σ' αυτόν φυσικός λόγος. Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τον Λόγο του, τον γεννά, ώστε να ονομάζεται Υιός. Εντούτοις ο Λόγος δεν παύει να είναι απρόσωπος, όπως απρόσωπος είναι και ο λόγος του ανθρώπου.
Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου δεν μπορεί να γίνει λόγος στο θεολογικό σύστημα Παύλου του Σαμοσατέα. Ο Λόγος ενοίκησε απλώς στο Χριστό «ως εν ναώ». Ο Λόγος όμως δεν ήταν προσωπικός και ενυπόστατος, αλλά απρόσωπη δύναμη της Σοφίας του Πατρός. Ο Χριστός ήταν ίδιο υποκείμενο, στο οποίο ενοικούσε απλώς η Σοφία του Θεού, η οποία αποτελούσε το περιεχόμενο της ζωής και της δραστηριότητάς του.
Η υπόσταση του Ιησού Χριστού ήταν καθαρά ανθρώπινη. Η φύση του ήταν η κοινή φύση των ανθρώπων. Ήταν άνθρωπος ψιλός (απλός), γεννηθείς από την Παρθένο με τη συνέργεια του αγίου Πνεύματος. Ήταν εκ των κάτω (επίγειος) «και εν αυτώ ενέπνευσεν άνωθεν ο Λόγος». Με την έμπνευση αυτή ο Λόγος ενώθηκε με το Χριστό. Η ένωση όμως αυτή δεν ήταν φυσική, αλλ' ηθική. Ήταν απλή «συνέλευσις», στην οποία άλλος ήταν ο Χριστός και άλλος ο συνελθών Λόγος. Ήταν ένωση «κατά μάθησιν και μετουσίαν», ένωση θελήσεως και αγάπης. Δια της χρίσεώς του από το Άγιο Πνεύμα ο Χριστός κατέστη ον μοναδικό και εξαίρετο. Έγινε άγιος και δίκαιος, υπερβάς την αμαρτία του Αδάμ. Ως ανταμοιβή της αγιότητάς του έλαβε τη δύναμη να κάνει θαύματα και να πετύχει την ηθική του αποθέωση. Τα διδάγματα αυτά του Παύλου του Σαμοσατέα οδήγησαν στα διδάγματα τόσο του Σαβελλίου όσο και του Νεστορίου.
  Τι δίδασκαν οι Δοκήτες;
Επηρεαζόμενοι από τα πλατωνικά διαρχικά διδάγματα περί αντιθέσεως πνευματικού και υλικού, το οποίο (υλικό) θεωρούσαν εστία και έδρα του κακού, καθώς και από το θεωρητικό κλίμα της Αλεξανδρινής Σχολής, η οποία -όπως είδαμε- τόνιζε το θείο στοιχείο στο Χριστό εις βάρος του ανθρώπινου, δίδασκαν ότι ο Χριστός δεν είχε σώμα υλικό. Εξωτερικά φαινόταν σαν άνθρωπος, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος «κατά δόκησιν και φαντασίαν», και όχι στην πραγματικότητα αληθινός άνθρωπος. Το σώμα του είχε το εξωτερικό περίγραμμα της φύσεως, δεν ήταν όμως σώμα αληθινό όπως το έχουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Ήταν ένα φάντασμα, μια οπτασία, μια ανυπόστατη εξωτερική περιγραφή.
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί δίδασκαν αυτά τα πράγματα οι Δοκήτες. Αρνούνταν το πραγματικό σώμα του Χριστού, γιατί ως υλικό το θεωρούσαν από τη φύση του κακό. Πώς μπορούσε να έχει ένα τέτοιο σώμα ο Χριστός; Ο Δοκητισμός μείωνε το Χριστό, από τον οποίο αφαιρούσε την αλήθεια της ανθρώπινης φύσεώς του.
  
Τι δίδασκε ο Απολλινάριος;
Ο Απολλινάριος, επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας, ήταν διαπρεπής θεολόγος και ο πρώτος που προσπάθησε να δώσει ικανοποιητική λύση στο χριστολογικό πρόβλημα.
Το κύριο μέλημα της χριστολογίας του ήταν η διακρίβωση της ποιότητας της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Κατ' αυτόν ο Χριστός ήταν μεν τέλειος Θεός, όχι όμως και τέλειος άνθρωπος. Αν η ανθρώπινη φύση του Κυρίου ήταν πλήρης και τέλεια, θα είχε δική της ελεύθερη πνευματική ζωή, ο Χριστός δεν θα ήταν «άτρεπτος νούς», αλλά όν τρεπόμενο και μεταβαλλόμενο, που θα μπορούσε ελεύθερα να αμαρτήσει, θέτοντας σε κίνδυνο το λυτρωτικό έργο του. Η περί δύο φύσεων και προσώπων διδασκαλία των αντιοχέων θεολόγων του ήταν αποκρουστική και αντιφατική· «αδύνατον γάρ δύο νοερά και θελητικά εν τώ άμα κατοικείν, ίνα μη το έτερον κατά του ετέρου αντιστρατεύηται δια της οικείας θελήσεως και ενεργείας» (ιδέα αριστοτελική).
Κατά τον Απολλινάριον η σάρκα του Κυρίου, μη έχοντας δική της αυτοτελή ενέργεια και ζωή, ήταν παθητικό όργανο της θεότητας. Κατ' ουσίαν η ενέργεια του Θεανθρώπου ήταν μία, η θεία, η οποία έθετε σε κίνηση το όργανό της, τη σάρκα.
Ο Απολλινάριος για να λύσει το μυστήριο του Χριστού προέβαινε σε ποιοτική μείωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Αφαιρούσε απ' αυτή το λογικό μέρος της ψυχής. Η σάρκα του Κυρίου ήταν «άνους». Την απουσία όμως του νου σ' αυτήν αναπλήρωνε η παρουσία του Λόγου του Θεού. Στη διατύπωση των διδαγμάτων αυτών βοήθησε τον Απολλινάριο η τριχοτομική περί συνθέσεως του ανθρώπου θεωρία της πλατωνικής φιλοσοφίας· Στο Χριστό υπάρχει μεν ψυχή, απουσιάζουν όμως απ' αυτήν ο νούς και ο λόγος.
Η ένωση των φύσεων, κατά τον Απολλινάριο, ήταν ένωση φυσική, μίξη του θείου και του ανθρώπινου. Η φύση του Χριστού ήταν μία «σύγκρατος». Όπως έλεγε· «μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη». Δεν υπήρχε βέβαια σύγχυση και τροπή των φύσεων. Στο ένα πρόσωπο του Λόγου εγένετο η αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων.
Με δύο φύσεις στο Χριστό (η ανθρώπινη μειωμένη και ελλιπής) και με ένα νου (το πρόσωπο του Λόγου) ο Απολλινάριος προσπάθησε να λύσει το χριστολογικό πρόβλημα, διατυπώσας μια πραγματικά έξυπνη θεωρία, η οποία θα ήταν ορθόδοξη αν δεν εμείωνε επικίνδυνα την ανθρωπότητα του Σωτήρος, πράγμα που την οδήγησε στην αίρεση.
Ποια ήταν η αίρεση του Νεστορίου;
Ο Νεστόριος, μοναχός κατ' αρχάς, έγινε κατόπιν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διακριθείς για την πλούσια συγγραφική του δράση και τη ρητορική του δεινότητα.
Κληρονόμος του θεολογικού κλίματος της Αντιοχειανής Σχολής, τόνιζε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Αναιρώντας τις κακοδοξίες του Απολλιναρίου και των Δοκητών, δεχόταν την πραγματικότητα των δύο φύσεων του Κυρίου. Ο Χριστός ήταν αληθής κατά φύσιν Θεός και αληθής κατά φύσιν άνθρωπος. Οι φύσεις του στην ένωση ήταν ασύγχυτες και απαράτρεπτες. Απ' αυτό το πνεύμα εμφορούμενος, δεν μπορούσε να κατανοήσει την πραγματική έννοια της θείας ενανθρωπήσεως, πώς δηλαδή ο Θεός μπορεί να γίνει άνθρωπος. Η ενανθρώπηση γι' αυτόν σήμαινε μεταβολή των φύσεων σε μια σύνθετη φύση, όπου η θεότητα μπαίνει σε ένα νέο τρόπο υπάρξεως, γίνεται φθαρτή και παθητή, ο δε Λόγος χάνει το ομοούσιό του προς τον Πατέρα. Κατά το Νεστόριο η Μαρία δεν μπορούσε να γεννήσει το Θεό. Θα το έκανε μόνο αν κι αυτή ήταν θεά, γιατί μόνο το όμοιο γεννάται από το όμοιο. Κακώς λοιπόν ονομάζεται «Θεοτόκος». Ο πραγματικός τίτλος της είναι «Χριστοτόκος». Γέννησε δηλαδή τον άνθρωπο Χριστό με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Λόγος.
Επηρεαζόμενος από την αριστοτελική φιλοσοφία κατά την οποία δεν μπορεί να υπάρξει φύση απρόσωπη, ο Νεστόριος δεν μπορούσε να εννοήσει την περί ενότητος του προσώπου του Χριστού διδασκαλία της Εκκλησίας. Εφόσον υπάρχουν στο Χριστό δύο πλήρεις και τέλειες φύσεις, πρέπει κατ' ανάγκην να υπάρχουν και δύο πλήρη και τέλεια πρόσωπα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Την ιδέα αυτή τη δίδαξε. Διασπούσε το ένα θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού σε δύο ξεχωριστά και ιδιοπερίστατα φυσικά πρόσωπα. Αυτό του κόστισε τη μομφή της αιρέσεως, που για να την αποσείσει αναγκάστηκε να δεχθεί και ένα πρόσωπο στο Χριστό, το οποίο αποκαλούσε ηθικό πρόσωπο της ενώσεως. Αυτό φυσικά δεν ήταν τίποτε άλλο από προσπάθεια συμβιβασμού των ασυμβίβαστων. Έτσι ο Νεστόριος δεχόταν τρία πρόσωπα στο Χριστό· ένα του Θεού Λόγου, ένα του ανθρώπου Χριστού και ένα της ενώσεως των φύσεων.
Σύμφωνα προς τις αντιλήψεις αυτές ήταν και τά υπόλοιπα χριστολογικά διδάγματα του Νεστορίου. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως απέρριπτε την περί φυσικής ενώσεως διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Η ένωση κατ' αυτόν δεν ήταν ένωση πραγματική, αλλά απλή συνάφεια, ένας εξωτερικός πλησιασμός, μια ενοίκηση του Λόγου στον άνθρωπο ως «εν ναώ». Την ένωση αυτή χαρακτήριζε και με πολλές άλλες ονομασίες. Επίσης απέρριπτε τον όρο «Θεός Λόγος σεσαρκωμένος» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Κατ' αυτόν ο Χριστός ήταν «θεοφόρος άνθρωπος».

Τέλος, ο Νεστόριος προέβαινε και στο διχασμό της μίας υιότητας του Χριστού σε δυό φυσικές υιότητες ξεχωριστές, την υιότητα του Λόγου και την υιότητα του ανθρώπου. Στις υιότητες αυτές απένειμε αντίστοιχα και δύο ξεχωριστές προσκυνήσεις και λατρείες. Περί πραγματικής αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού δεν μπορεί να γίνει λόγος στο χριστολογικό σύστημα του Νεστορίου.
Με τα διδάγματά του αυτά ο Νεστόριος διατύπωσε μια δεινή αίρεση στους κόλπους της Εκκλησίας, τη ζωή της οποίας συνετάραξε επί μακρόν. Την αίρεση αυτή καταπολέμησε επιτυχώς ο διαπρεπής θεολόγος της αρχαίας Εκκλησίας, άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.
  
 Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της χριστολογίας του Θεοδώρου Μοψουεστίας;

Ο Θεόδωρος ήταν ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της θεολογίας της Αντιοχειανής Σχολής και διδάσκαλος του Νεστορίου. Από την πλούσια διδασκαλία του (όμοια της διδασκαλίας του Νεστορίου) θα ανασύρουμε μια μόνο πτυχή που χαρακτηρίζει ειδικότερα τα χριστολογικά του διδάγματα.
Ως αντιοχειανός θεολόγος ο Θεόδωρος δίδασκε την πραγματικότητα των δύο φύσεων του Χριστού, στις οποίες αντιστοιχούν δύο ξεχωριστά φυσικά πρόσωπα, αν και δεχόταν την ύπαρξη και τρίτου προσώπου, του ηθικού προσώπου της ενώσεως.
Ποια όμως ήταν η σχέση του ανθρώπου Χριστού προς τον άπειρο Λόγο του Πατρός; Το ερώτημα αυτό απασχολούσε έντονα τη θεολογική σκέψη του Θεοδώρου Μοψουεστίας. Σύμφωνα με το όλο χριστολογικό πνεύμα του ο Θεόδωρος δεν μπορούσε να συλλάβει αυτήν παρά ως σχέση σαφώς ηθική. Εμπειρικός στη σκέψη του, έβλεπε καθαρά τα πράγματα. Το ανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, πλήρες και τέλειο, καμιά δεν υπέστη μείωση στην ένωση των φύσεων. Ήταν πρόσωπο προικισμένο με ελευθέρα βούληση, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν εξαφανίστηκε ή υπέστη μείωση κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Κυρίου. Η ελευθερία της βουλήσεώς του εκδηλωνόταν πρωτίστως στους αγώνες του εναντίον των ψυχικών παθών, από τά οποία ως άνθρωπος πραγματικός «ωχλείτο», και τά οποία εδάμαζε «κρείττονι λογισμώ». Στους πειρασμούς του ιδιαίτερα στην έρημο «έδειξεν εαυτόν ηδονής κρατούντα». Ενώ ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει, όμως δεν αμάρτησε, μαχόμενος κατά των παθών με τις δικές του φυσικές δυνάμεις, επικουρούμενες όμως από το Λόγο του Θεού.
Η ελευθέρα βούληση του Κυρίου ήταν -κατά τον Θεόδωρο- η βάση της εν αυτώ ενοικήσεως του Λόγου, ο οποίος προγνωρίζοντας την αρετή του Ιησού του χορηγούσε «μείζονα χάριν». Ο Χριστός αποδείχτηκε από τη δική του γνώμη άξιος της ενώσεως με το Λόγο του Θεού, από τον οποίο έπαιρνε βοήθεια να πράττει το αγαθό και την αρετή. Πρώτος αυτός αξιώθηκε της ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος σε βαθμό ασύγκριτα ανώτερο από όσο σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Η αρετή του ήταν μεγαλύτερη από την αρετή του Ιωάννη του Βαπτιστή. Είναι το πλήρες και τέλειο πρόσωπο αρετής και χάριτος, απ΄ αυτόν δε, ως από πηγή, μετοχετεύεται η χάρις προς τους άλλους ανθρώπους.
Τα διδάγματα αυτά του Θεοδώρου άσκησαν τεράστια ροπή στη θεολογική σκέψη όλων των αιώνων. Όμως η αντίθεσή τους προς τη διδασκαλία της επίσημης Εκκλησίας αμαύρωσε το όνομά του, το οποίο καταχωρήθηκε με μελανά χρώματα στη χορεία των χριστολογικών αιρέσεων.

Τι δίδασκε ο Μονοφυσιτισμός;
Ο Μονοφυσιτισμός που βρισκόταν στον αντίποδα του Νεστοριανισμού, επηρεαζόταν αισθητά από τις διαρχικές αντιλήψεις (πνεύμα-ύλη) του Νεοπλατωνισμού και από τις ιδιαίτερες χριστολογικές τάσεις της αρχαίας Αλεξανδρινής Σχολής. Οι ιδέες του είχαν συγγένεια προς τα διδάγματα του Απολλιναρισμού.
Βασικό πρόβλημα της αρχαίας ελληνικής σκέψεως στο χώρο της φιλοσοφίας ήταν ο καθορισμός της σχέσεως μεταξύ πνεύματος και ύλης, μεταξύ του απολύτου και του κόσμου. Δύο δε τρόποι καθορισμού ήσαν δυνατοί· ο μονιστικός, κατά τον οποίο το πεπερασμένο εκλαμβάνεται πανθεϊστικά ως εκδήλωση του άπειρου και αιώνιου, και ο δυιστικός, ο οποίος εκλαμβάνει το αισθητό ως προϊόν πτώσεως, το οποίο πρέπει ν' απορροφηθεί και ν' αναλυθεί στο θείο. Οι τελευταίες αυτές ιδέες, ορφικής κυρίως προελεύσεως, υιοθετήθηκαν από τον Πλατωνισμό και τον Νεοπλατωνισμό και επηρέασαν αισθητά τη θεολογική σκέψη του Μονοφυσιτισμού.
Αρχηγέτης της αιρέσεως ήταν ο Ευτυχής, αρχιμανδρίτης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ευτυχής απέρριπτε την ασύγχυτη και άτρεπτη ένωση των φύσεων στο Χριστό, όπως περί αυτού είχε αποφανθεί η Γ´εν Εφέσω Οικουμενική Σύνοδος. Κατ' αυτόν το σώμα του Κυρίου ήταν μεν ανθρώπινο, όχι όμως και ομοούσιο με το δικό μας, κάτι που θεωρούσε ανάρμοστο στη θεότητα του Λόγου. Αποδεχόταν όμως τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, την οποία απέφευγε να προσδιορίσει· «φυσιολογείν εμαυτώ ουκ επέτρεπον». Τόν ισχυρισμό ότι δεχόταν ουράνιο το σώμα του Χριστού, εχαρακτήριζε ως συκοφαντία.
Ο Ευτυχής, όπως και όλοι οι ομόφρονές του, δέχονταν μία φύση στο Χριστό μετά την ένωση· «ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μίαν φύσιν ομολογώ». Κατά τον Θεοδώρητο Κύρου, ο αιρεσιάρχης μιλούσε ρητώς περί καταπόσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από τη θεία φύση. Δεν πρόκειται βέβαια περί αφανισμού, αλλά περί μεταποιήσεώς της στην ουσία της θεότητας. Ως παράδειγμα έφερε τη σταγόνα του όξους, η οποία ρίπτεται στη θάλασσα. Όπως δηλαδή το όξος (το ξύδι) που ρίπτεται στα θαλάσσια νερά αναλύεται στη φύση τους, χωρίς ωστόσο να χάνεται, έτσι και η ανθρώπινη φύση του Χριστού αναλύθηκε στην απειρία της θεότητας.
Η συγγένεια του Μονοφυσιτισμού με τον Απολλιναρισμό είναι εμφανής. Ο μεν Απολλινάριος προσέβαλλε την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσεως, ενώ ο Ευτυχής δεχόταν την κατάποσή της, από τη θεία φύση του Χριστού.
Οι Σεβηριανοί αντίθετα ήταν μετριοπαθείς. Μιλούσαν μεν για μία φύση μετά την ένωση, όμως δέχονταν το άτρεπτο και ασύγχυτο των φύσεων στο Χριστό.
  Πού οφείλουν την ονομασία τους οι Αφθαρτοδοκήτες;
Από τη λέξη αφθαρσία, την οποία νόμιζαν ότι είχε η ανθρώπινη φύση του Χριστού, όταν αυτός ζούσε στη γη.
Και αυτή η αίρεση ανήκε στο ιδιαίτερο θεολογικό κλίμα της Αλεξανδρινής Σχολής. Ενώ οι Δοκήτες αρνούνταν, όπως είδαμε, την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, ο Απολλινάριος αφαιρούσε απ' αυτήν το λογικό στοιχείο της και οι Μονοφυσίτες την ήθελαν να απορροφάται και να αναλύεται στη θεία φύση, οι Αφθαρτοδοκήτες, θέλοντας να την εξωραίσουν, αρνούνταν απ' αυτήν τις φυσικές ανάγκες και τά αδιάβλητα πάθη της. Αρχηγός της αιρέσεως ήταν ο Ιούλιος Αλικαρνασσεύς. Αυτός δίδασκε ότι το σώμα του Χριστού ήδη από τη σύλληψη και τη γέννησή του ήταν υπεράνω των φυσικών αναγκών, πείνα, δίψα, κάματο κ.λπ., τα γνωστά ως αδιάβλητα πάθη της φύσεως. Αδιάβλητα δε, γιατί η ικανοποίησή τους δεν είναι αμαρτία. Αν δε στη Γραφή ο Χριστός φέρεται να τρώγει, να πίνει, να συγκινείται κ.τ.ό., αυτό δεν σημαίνει ότι είχε πραγματικές ανάγκες τις οποίες έπρεπε να ικανοποιήσει, αλλ' ήταν σκόπιμες και φαινομενικές κινήσεις της φύσεως, τις οποίες επέτρεπε ο Λόγος του Θεού για τους σκοπούς της θείας λυτρωτικής οικονομίας του. Δηλαδή πεινούσε, όταν ήθελε ο Θεός να πεινάσει κ.ο.κ.
Μία μερίδα αυτών με αρχηγό τον Αμμώνιο πήγαιναν μακρύτερα, λέγοντας ότι το σώμα του Χριστού δεν ήταν απλώς άκτιστο, αλλά μαζί και άυλο. Γιαυτό κι ονομάζονταν «Ακτιστίται». Ήταν ακρότατοι μονοφυσίτες. Όπως αντιλαμβανόμαστε, κύριος στόχος όλων των Μονοφυσιτών ήταν η απάμβλυνση και η πλήρης απομάκρυνση της αισθητής φύσεως από το Θεό, η οποία, σύμφωνα με τις διαρχικές αντιλήψεις της εποχής, θεωρούνταν ανάξια της θείας φύσεως.
Ποίες ήταν οι επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής σκέψεως (της φιλοσοφίας) πάνω στη θεολογική σκέψη της αρχαίας Εκκλησίας;
Ήταν και θετικές και αρνητικές, ανάλογα με το πνεύμα, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις εκείνων πού έκαναν χρήση αυτής.
Θετικές ήταν, όταν οι θεολόγοι της Εκκλησίας έκαναν χρήση της ελληνικής σκέψεως για να ερμηνεύσουν τις δογματικές αλήθειες της πίστεως, οι οποίες από τη φύση τους είναι σκοτεινές και δυσερμήνευτες και να τις κάνουν ευκολότερα αποδεκτές στο εκκλησιαστικό πλήρωμα και το πνευματικό περιβάλλον της εποχής. Κυρίως έπαιρναν φιλοσοφικούς όρους για ν' αναπτύξουν μορφολογικά τα δόγματα, όπως ήταν οι όροι· ουσία, υπόσταση, πρόσωπο, ομοούσιο, ενυπόστατο κ.ά. Δεν είναι τυχαίο ότι η Α' εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος (325) χρησιμοποίησε τον όρο «ομοούσιος», για να διασαφήσει τη σχέση του Χριστού με το Θεό Πατέρα. Το έργο αυτό είναι κατά πάντα νόμιμο και χρήσιμο στην ιστορική ανέλιξη του δόγματος, το οποίο κατά την ουσία και τον εσώτερο πυρήνα του είναι αιώνιο και αμετάβλητο, δύναται όμως να εξελίσσεται μορφολογικά με τα εκάστοτε επιστημονικά μέσα της εποχής, για να γίνεται ευκολότερα καταληπτό από τους πιστούς.
Αρνητικές ήταν, όσες φορές η ελληνική φιλοσοφία δεν χρησιμοποιούνταν μόνο για τη μορφολογική ερμηνεία των δογμάτων, αλλά προχωρούσε βαθύτερα, μεταφέροντας φιλοσοφικές ιδέες και έννοιες στις δογματικές αλήθειες της Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό η φιλοσοφία γινόταν όργανο διαστροφής και καταλύσεως των χριστιανικών δογμάτων.


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:


Read more:http://www.egolpion.net/or8odoxi_xristologia.el.aspx#ixzz2kVr70Sw7