Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Η ειδωλολατρία της σύγχρονης «πνευματικότητας» (Σχόλιο στο Ημερολόγιο του πατρός Αλεξάνδρου Σμέμαν)



smeman2
Χρυσόστομος Α. Σταμούλης-Επίκουρος Καθηγητής Α.Π.Θ.
(Γιάννενα 3-5 Σεπτεμβρίου 2003)

«Τετάρτη, 13 Οκτωβρίου, 1976
Συνέλευση του συλλόγου των Καθηγητών της Σχολής όπου διαβάστηκαν οι αναφορές των απεσταλμένων στη συνέλευση των Ορθοδόξων θεολόγων που έγινε στην Αθήνα. Και σκεφτόμουν, τι παράδοξη εποχή, πόσα έχουν απλώς εφευρεθεί – η αναγωγή όλων των πραγμάτων της Ορθοδοξίας στους ‘Πατέρες’ και στην ‘Πνευματικότητα’! Τους μετατρέψαμε σ’ ένα είδος καρικατούρας, τους κάναμε είδωλα, πανάκεια, θεραπεία όλων των κακών. Ο θρίαμβος του σεκταριστικού ‘μόνο’ στην εποχή μας! Μόνο οι Πατέρες, μόνο η ‘Φιλοκαλία’, μόνο το τυπικό. Πλήξη, μετριότητα και έλλειψη σοβαρότητας και ταλέντου σ’ όλα αυτά».[1]
Είναι αλήθεια ότι μια τέτοια παρατήρηση, όπως αυτή που προέρχεται από τη γραφίδα του σπουδαίου Ρώσου θεολόγου της διασποράς, του πατρός Αλεξάνδρου Σμέμαν, και η οποία περιέχεται στο Ημερολόγιό του, που εκδόθηκε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό του, στις 13 Δεκεμβρίου, του 1983, είναι ικανή να καταστρέψει οποιονδήποτε νήφοντα λογισμό και ταυτόχρονα να δημιουργήσει ένα ισχυρό σοκ στην ασφάλεια του τρόπου της σύγχρονης εκκλησιαστικής και θεολογικής μας πραγματικότητας. Με αυτή του την παρατήρηση ο πατήρ Αλέξανδρος μοιάζει να τινάζει στον αέρα τη σύγχρονη αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας, που χτίστηκε εν πολλοίς, αν όχι ολοκληρωτικά, πάνω στους πατέρες της Εκκλησίας και εκφράσθηκε μέσα από την πρόταξη της πνευματικότητας που προκύπτει από την κατάφαση σε αυτήν την πατερική διδασκαλία. Και λέγω μοιάζει να τινάζει και όχι τινάζει στον αέρα, διότι, και τούτο θα φανεί με ακρίβεια στη συνέχεια, τα ερωτήματα που προκύπτουν από μια τέτοια εισαγωγική παρατήρηση, όπως αυτή του πατρός Αλεξάνδρου, κάνουν επιτακτική την προσπάθεια να κινηθούμε πίσω από το φαινομενικό και προκλητικά «λαμπερό» της πρότασης και να εξετάσουμε το πώς και το γιατί που οδήγησε σε μία τόσο έντονη διατύπωση.
Συγκεκριμένα, ο πατήρ Αλέξανδρος χρησιμοποιεί στην προσπάθειά  του αυτή λέξεις κλειδιά, φορείς μιας κεκρυμμένης αλήθειας, που αναμένει, μέσα από την έρευνα της συνολικής του θεολογικής κατάθεσης, να φανερωθεί. Ενδεικτικά, τι εννοεί ο σπουδαίος λειτουργιολόγος όταν λέγει Πατέρες, Πνευματικότητα, είδωλα, σεκταρισμός, φιλοκαλία, τυπικό; Είναι η στάση του αρνητική απέναντι σε αυτές τις αλήθειες; Πρόκειται για εξαρχής απόρριψη αυτών των πραγματικοτήτων; Μια απρόσεχτη και βιαστική ανάγνωση θα οδηγούσε σε συμπεράσματα, και τούτα έχουν διατυπωθεί προς το παρόν μόνον προφορικά -όσο μπορώ, βέβαια, να γνωρίζω-, που με άνεση θα υποστήριζαν μια τέτοια θέση. Δηλαδή, αποφάνσεις του τύπου: ο πατήρ Αλέξανδρος αρνείται την πνευματικότητα, αρνείται τους πατέρες, αρνείται το τυπικό, αρνείται την φιλοκαλία και όλα αυτά τα ταυτίζει με τα είδωλα και τα κατατάσσει στο χώρο του σεκταρισμού. Μια δεύτερη όμως και προσεχτικότερη ανάγνωση θα ξεχώριζε αυτό το «μόνο», στο οποίο επιμένει ο πατήρ Αλέξανδρος και το οποίο αποτελεί το κλειδί, το πραγματικό κλειδί ασφαλούς ερμηνείας της αγωνιώδους προτάσεώς του.[2]
Την Τρίτη, 5 Ιανουαρίου, 1982, σημειώνει στο Ημερολόγιό του: «Πρέπει να γράψω ένα άρθρο (12.000 λέξεις) για τη σύγχρονη Ορθόδοξη πνευματικότητα. Ξύπνησα σήμερα και σκεφτόμουν με πραγματική φρίκη το τι πρέπει να πω και να γράψω».[3] Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν γνωρίζω εάν έγραψε ή όχι αυτό το άρθρο. Δεν νομίζω άλλωστε ότι έχει και τόση σημασία, διότι πιστεύω πως οι σημειώσεις του  Ημερολογίου αρκούν για την ανακάλυψη και την παρουσίαση της θέσης του για το θέμα της σύγχρονης Ορθόδοξης πνευματικότητας. Καταρχήν, στη σελίδα που μόλις ανέφερα και με ημερομηνία Τρίτη, 5 Ιανουαρίου, 1982, ο πατήρ Αλέξανδρος καταθέτει κάποιες «προκαταρκτικές σκέψεις» για το θέμα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μπούσουλας για τη συγγραφή του άρθρου του, αλλά εξάπαντος μπορούν να αποτελέσουν και τη βάση της παρούσης προσπάθειας. Γράφει σχετικά:
«1. Ίσως η μοναδικότητα της σύγχρονης πνευματικότητας να βρίσκεται στο γεγονός πως έχει απομονωθεί, πως από μόνη της έχει γίνει ένα ‘πράγμα’. Ο λόγος γι’ αυτό είναι η αποξένωση της Εκκλησίας από τον σύγχρονο κόσμο. Η πνευματικότητα αποτελεί μια τέτοια αποξένωση. Η Εκκλησία δεν είναι μόνο ο δρόμος προς το Θεό, αλλά και μια διαφυγή από τον σύγχρονο κόσμο (όχι από τον κόσμο γενικά, αλλά σ’ έναν παρελθόντα κόσμο).
  1. Αποσπασματοποίηση, πλουραλισμός της πνευματικότητας.
  2. Ο ένας τύπος είναι η ακαδημαϊκή πνευματικότητα (μια μοναχή: ‘Δεν μπορώ να είμαι μοναχή αν δεν έχω μελετήσει εξαντλητικά τον Ωριγένη…’).
  3. Οι γέροντες
  4. Μη Ευχαριστιακή πνευματικότητα.
  5. Μορφή και περιεχόμενο.
  6. Η Δυτική επιρροή – οι χαρισματικοί.
  7. Αναβίωση: Άγιον Όρος.
  8. Υπεροπτική στάση.
  9. Θετική και αρνητική.
  10. Ασάφεια.
  11. Ο δρόμος: Προς τα πού; Τι χρειάζεται; κ. λπ. ».[4]
Ουσιαστικά, με τις παρατηρήσεις αυτές αρχίζει ο σχεδιασμός της εικόνας, έχουμε ενώπιόν μας τα κομμάτια  μιας σπασμένης πραγματικότητας  και μπορούμε να ελπίζουμε στην τελική ένωσή τους. Μεθοδολογικά οφείλω να σημειώσω ότι  κάποια από τα 12 επιμέρους σημεία του σχεδίου του πατρός Αλεξάνδρου φαίνεται να αλληλοκαλύπτονται. Για το λόγο αυτό η ανάπτυξή τους θα γίνει με τη μορφή της συμπόσωσης, της συνεξέτασης.
Θα ξεκινήσω από το σημείο 10, όπου λόγος για θετική και αρνητική πνευματικότητα. Νομίζω πως η εξαρχής διευκρίνιση αυτού του θέματος απομακρύνει κάθε καχυποψία που, δικαίως ίσως, θα μπορούσε να δημιουργήσει η παρατήρηση της αρχής. Ο πατήρ Αλέξανδρος σε κανένα σημείο του έργου του δεν αρνείται την πνευματικότητα. Αντιθέτως, διάχυτη είναι η αίσθησή του ότι η εμπειρία της Εκκλησίας αληθεύει όταν γίνεται φανερή η «ενεργητική παρουσία του αγίου Πνεύματος».[5] «Τα πάντα στην Εκκλησία», σημειώνει, «εξαρτώνται» από το άγιο Πνεύμα, το οποίο «πνέει» και «πνευματώνει».[6] Και για να μιλήσει βέβαια  κανείς γι’ αυτό  το άγιο Πνεύμα, παρατηρεί, και θυμίζει εν μέρει Συμεών το νέο θεολόγο, χρειάζεται να είναι «εν Πνεύματι».[7]
Το πρόβλημά του συνεπώς, εφόσον δεν σχετίζεται με την πνευματικότητα αυτή καθεαυτή, προσδιορίζεται στη σύγχυση πνευματικότητας και ψευδοπνευματικότητας και στη συνακόλουθη αλλοίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος, της εκκλησιαστικής ζωής.[8] Η πνευματικότητα δεν μπορεί από μόνη της, πέρα και έξω από τον σύνολο τρόπο του εκκλησιαστικού σώματος, να αποτελέσει αλήθεια της Εκκλησίας. Η σύγχρονη πνευματικότητα, «ναρκισσιστική και για αυτό καταστροφική»,[9] σε αντίθεση με υγιείς μορφές εκκλησιασμένης  πνευματικότητας του παρελθόντος, έχει οδηγηθεί σε πάρα πολλές περιπτώσεις, εξάπαντος όχι πάντα, στην απομόνωση, στην αποξένωση και στο μαρασμό. Μια τέτοια απομόνωση, αποτέλεσμα επιλεκτικής απολυτοποιήσεως τάσεων της μίας και αδιαίρετης ζωής του σώματος, οδήγησε την πνευματικότητα στην ειδωλοποίηση και το σεκταρισμό, εκεί όπου κυριαρχεί η «προσωπική ικανοποίηση» και η «προσωπική θρησκευτική εμπειρία». [10] Ή με καλύτερα και απλούστερα λόγια οδήγησε την πνευματικότητα στην κατάργησή της, διότι μια ειδωλοποιημένη πνευματικότητα είναι οπωσδήποτε μια καταργημένη, μια νεκρή και σε πολλές περιπτώσεις μια «δαιμονική» πνευματικότητα.[11] Ξεκάθαρα, λοιπόν, δύο φορές ξεκάθαρα, ο πατήρ Αλέξανδρος δεν αρνείται ούτε την Πνευματικότητα, ούτε την εκκλησιαστικότητα, ούτε τη μοναχική ζωή, όπως βιάστηκαν κάποιοι να βροντοφωνάξουν. Η προσπάθεια του σπουδαίου λειτουργιολόγου στοχεύει κατεξοχήν και κυρίως την αποειδωλοποποίηση της ζωής, στην «αποκατάσταση της πραγματικότητας του κόσμου και της ζωής, δηλαδή της Εκκλησίας, της Καθολικότητας»[12]. Στις  16, Φεβρουαρίου, του 1974, αναφερόμενος σε πιθανούς επικριτές του, για την εικόνα της πνευματικότητας που παρουσιάζει, σημειώνει τα εξής αποκαλυπτικά: «Θα μπορούσε κάποιος να μου πει πως αυτή δεν είναι η γνήσια πνευματικότητα, αλλά μια ψευδοπνευματικότητα. Που θα βρεθεί όμως η αληθινή πνευματικότητα; – Ίσως στην έρημο ή σε απομονωμένα κελλιά. Όμως η πνευματικότητα, που ανευρίσκεται στην Εκκλησία, με τρομάζει κάπως. Δεν υπάρχει τίποτε το χειρότερο από μια επαγγελματική θρησκευτικότητα».[13]
Οφείλω στο σημείο αυτό να τονίσω ότι η χρήση του όρου «θρησκευτικότητα» από τον πατέρα Αλέξανδρο, σε ευθεία αντιβολή με τον όρο «Εκκλησία», μόνον τυχαία δεν είναι. Αποτελεί βαθιά συνείδηση για τον θεολόγο της Ρώσικης διασποράς  ότι ο απροϋπόθετος μερισμός της ζωής, που στηρίζεται θεωρητικά στη λειτουργία κάποιου ιδιότυπου «πλουραλισμού», οδηγούν στην αποσύνθεση της εκκλησιαστικής ζωής, ή άλλως, στην μετατροπή της Εκκλησίας σε θρησκεία. Βεβαίως μια τέτοια «αντιπλουραλιστική» τοποθέτηση του πατρός Αλεξάνδρου σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί σε «αποπροσωποποίηση» ή «αντικειμενοποίηση» της εκκλησιαστικής εμπειρίας και εξάπαντος δεν αποτελεί άρνηση της υπάρξεως τάσεων εντός του εκκλησιαστικού σώματος. Το πρόβλημα βρίσκεται στην «a priori παραδοχή πως υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για το καθετί και ότι ‘λειτουργική’ αρχή του πλουραλισμού είναι πως κανείς δεν πρέπει, δεν χρειάζεται ποτέ να τις αμφισβητήσει».[14]   Στον αντίποδα ενός τέτοιου «σεκταριστικού πλουραλισμού» βρίσκεται κάποια μορφή «σεκταριστικού μονισμού-ολοκληρωτισμού», που στηρίζεται στην κυριαρχία του  είτε/είτε, που μετά μανίας αρνείται την αρχή της «αντινομίας» και της «αμφισημίας», αρνείται δηλαδή κατ’ ουσίαν τον ίδιο το Σταυρό, εντός του οποίου παραμένει ζωντανό το θαύμα και η έκπληξη, οδηγεί  στην απροϋπόθετη και άκρως προβληματική ταύτιση του μέρους με το όλον (pars pro toto), και επιβάλει τη θέση «το μόνο και καλό».[15] Αντίθετα,  στην Ορθόδοξη Εκκλησία, οι τάσεις αναγκαίες και άκρως λειτουργικές, δεν ταυτίζονται με το όλον, δεν είναι το όλον, αλλά έχουν ως σκοπό να φανερώνουν συνεχώς το όλον. Γράφει σχετικά: «Χθές βράδυ μίλησα με θέμα ‘Εκκλησία και Εκκλησιαστική ευσέβεια’. Σκεφτόμουν τη μοίρα της Ορθοδοξίας σε σχέση με την ομιλία μου. Αυτή την εποχή, υπάρχει ένας θρίαμβος του μοναχισμού στη θεολογία και στην ευσέβεια. Στη Σερβία, κάθε αναγέννηση συνδέεται με μια μοναστική εμπειρία, μια τάση ή μια διδασκαλία. Ανησυχώ μήπως αυτή η τάση ταυτιστεί με την Ορθοδοξία».[16]
Ας επιστρέψουμε όμως στο σχεδιάγραμμα του πατρός Αλεξάνδρου και ας μείνουμε στο σημείο 6, που αναφέρεται στη μορφή και στο περιεχόμενο της σύγχρονης πνευματικότητας. Σχετικά με τη μορφή θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα χαρακτηριστικά της σχετίζονται με την «υπεροπτική στάση» (σημείο 9) και τους «γέροντες» (σημείο 4). Δηλαδή, οι εκφραστές μιας τέτοιας πνευματικότητας θεωρούν ότι μόνοι αυτοί αποτελούν το κριτήριο της Ορθοδοξίας, εξάρουν τον εαυτό τους πάνω από την κοινή συνείδηση του εκκλησιαστικού σώματος, πάνω από την ίδια την Εκκλησία και κατηγορούν όλους όσοι δεν συντάσσονται με την «ομάδα» τους, τον «σκοπό» τους, για έλλειψη Ορθοδοξίας και εκκλησιαστικότητας.  Πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι, όπως με έμφαση σημειώνει ο πατήρ Αλέξανδρος, πάσχουν από «οξεία εκκλησιαστικότητα», από «Ορθοδοξισμό», από «Ορθοδοξομανία» και στηρίζονται στον φόβο, το νομικισμό και την εξουσία της θρησκείας.[17]
Η αγωνία τους μοιάζει να οριοθετείται στον προσδιορισμό τυποποιημένων μορφών ζωής, στις οποίες κυριαρχεί η ασφάλεια του σχήματος, αλλά απουσιάζει ο ίδιος ο Θεός, αυτός που κατά Σμέμαν «ντύνει» τη γύμνια των ανθρώπων και υποστασιάζει τη ζωή, αυτός που είναι ο ίδιος ζωή. «Πνευματικότητα» και «εκκλησιαστικότητα»,  κατά συνέπεια, σημάδια μιας αποκαλυπτόμενης αλήθειας, καταντούν κάποτε «επικίνδυνες και αμφίβολες έννοιες», μορφώματα αδιαλλαξίας, υπερηφάνειας, εγωκεντρισμού, αυτοϊκανοποίησης και στενομυαλιάς× εργαλεία απόρριψης του άλλου, αυτού που δεν αποδέχεται μια τέτοια ειδωλολατρική πνευματικότητα και εκκλησιαστικότητα. Γι’ αυτούς τους  ανθρώπους,  συχνά, το «κέντρο της συνείδησής τους» είναι ο ίδιος τους ο εαυτός και εξάπαντος «όχι ο Χριστός, το Ευαγγέλιο ή ο Θεός. Κανείς δεν ανθίζει κοντά τους».[18] Μοιάζουν έτοιμοι, στη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στο Θεό και την ευσέβεια, να προτιμήσουν την ευσέβεια και να απορρίψουν τον Θεό.[19]
Μέσα από τέτοιες και άλλες παρόμοιες  διαδικασίες,  η ψυχολογικοποιημένη ασφάλεια παίρνει τη θέση του Θεού, γίνεται η ίδια Θεός, κάνει από μόνη της δυνατή τη σωτηρία, είναι η ίδια μια εν στάσει, εν ακινησία σωτηρία.[20] Και οπωσδήποτε μια τέτοια αγωνιώδης ασφάλεια μπορεί να λειτουργήσει μόνο μέσα από τη διαίρεση και το μερισμό, μόνο μέσα από το «συγκρητισμό»[21], το «σχετικισμό»[22] και τη συνακόλουθη κατάργηση της ετερότητας, που προϋποθέτει την κίνηση, τον παράλληλο δρόμο ως δυνατότητα, για την κατάληξη στην προσφερόμενη διαρκώς ενότητα με το όντως ον, τον τριαδικό Θεό της Αγίας Γραφής και των πατέρων της Εκκλησίας.
Σε πολλές περιπτώσεις αυτή η υπεροπτική στάση συνδέεται με το φαινόμενο του γεροντισμού, που σαφώς αποτελεί κακέκτυπο, εκτροπή από το αγαθό, το δώρο, της εκκλησιαστικής πατρότητας, που βρίσκεται στη ρίζα, είναι η ρίζα της Ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής. Σημειώνει σχετικά ο πατήρ Αλέξανδρος: «Είμαι αρκετά πεπεισμένος πως δεν διαθέτω την κλήση να είμαι προσωπικός οδηγός. Απεχθάνομαι τις ‘διαχύσεις οικειότητας’. Όταν εξομολογώ, συχνά έχω την αίσθηση πως δεν είμαι εγώ που εξομολογώ, αλλά κάποιος άλλος, και πως όλα όσα λέγω είναι απρόσωπα κλισέ, κι όχι αυτό, καθόλου αυτό…Βλέπω να γίνεται μεγάλο κακό, από την ενθάρρυνση του εγωκεντρισμού και της πνευματικής υπερηφάνειας (και από τις δυο πλευρές), μέχρι του σημείου να υποβιβάζεται η πίστη στον εαυτούλη μας και στα προβλήματά μας. Ο Χριστιανισμός υπήρξε ανέκαθεν ένα κήρυγμα, μια αποκάλυψη αυτού του άλλου, ανώτερου επιπέδου, της ίδιας της πραγματικότητας, κι όχι μια ‘ερμηνεία’ της. Τότε τι σημαίνει η ύπαρξη των γερόντων (στάρετς); Το να είναι κάποιος γέροντας αποτελεί μια ειδική κλήση. Αν πάρουμε στα σοβαρά όσα γνωρίζουμε για τον θεσμό των γερόντων, βλέπουμε πως οι γέροντες δεν παραδίνονται ούτε στην καθοδήγηση που δημιουργεί στενές σχέσεις, ούτε στη λύση προβλημάτων αλλά στην αποκάλυψη της πραγματικότητας του Κυρίου. Γι’ αυτό κι ένας ψευδο–γέροντας είναι τόσο επικίνδυνος – υπάρχουν τόσοι πολλοί  σήμερα και είναι συνήθως γεμάτοι από δίψα για εξουσία».[23] Και σε άλλο σημείο του Ημερολογίου του παρατηρεί: « Ένας Καθηγητής μου στο Ινστιτούτο των Παρισίων είχε γράψει κάποτε, ‘…που είναι ο Χριστός, που είναι οι Απόστολοι, που είναι η Εκκλησία; Όλα έχουν σκοτεινιάσει κάτω από την τεράστια σκιά του Γέροντα…’».[24]
Αναζητώντας τις πιθανές επιδράσεις που οδήγησαν την Ορθοδοξία σε αυτή την ψυχολογικοποιημένη κατανόηση της πνευματικής ζωής, ο πατήρ Αλέξανδρος δείχνει κυρίως, χωρίς να αγνοεί την εσωτερική αλλοτρίωση που συντελέστηκε στους κόλπους της Ορθοδοξίας εντός της ιστορίας, την αρνητική επιρροή της Δύσης και στοχεύει συγκεκριμένα το φαινόμενο των «χαρισματικών». Παράλληλα αναφέρεται στις Ασκήσεις του αγ. Ιγνατίου Λογιόλα,[25] οι οποίες κατάφεραν να στρέψουν τον άνθρωπο στον εαυτό του και κατά συνέπεια να τον απομακρύνουν από το Θεό. Ο πιστός «σώζεται» εντός μιας ειδωλολατρικής εσωτερικότητας, που εξερχόμενη φτάνει, το πολύ – πολύ, μέχρι τον γέροντα, ποτέ στον Θεό.  Για να κατοχυρώσει τη θέση του αυτή ο πατήρ Αλέξανδρος παραπέμπει, χωρίς κανένα σχολιασμό, κείμενο του Λεών Μπλουά, στο οποίο σημειώνονται τα εξής σημαντικά: «Μου φαίνεται πως οι Ασκήσεις του αγ. Ιγνατίου αντιστοιχούν στη ‘Μέθοδο’ του Καρτέσιου. Αντί να στρέφεσαι προς τον Θεό στρέφεσαι στον εαυτό σου (σ. 181)…η ψυχολογία εφευρέθηκε από τους Ιησουίτες: μια μέθοδος που συνίσταται στο να κοιτάζεις συνέχεια τον εαυτό σου για ν’ αποφύγεις την αμαρτία. Στοχάζεσαι το κακό αντί να στοχάζεσαι το αγαθό. Ο Διάβολος που υποκαθιστά τον Θεό. Αυτή φαίνεται πως είναι η γέννηση του σύγχρονου Καθολικισμού (σ. 182)…Φεύγε από την ανάλυση όπως από τον Διάβολο και εμπιστεύσου στον Θεό, όντας χαμένος άνθρωπος…(σ. 184)».[26]
Γέννημα αυτής της ειδωλολατρικής εσωτερικότητας θεωρεί ο πατήρ Αλέξανδρος την επιστήμη της ψυχολογίας και ιδιαίτερα τη μέθοδο της ψυχοθεραπείας, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για την ενίσχυση του θηριώδους εγωκεντρισμού. Βέβαια, η στάση του δεν είναι στάση ολοκληρωτικής απόρριψης της ψυχοθεραπείας, αλλά βαθιάς επιφυλακτικότητας, παρότι σε πολλές περιπτώσεις και χωρίς καμία περιστροφή δηλώνει την αποστροφή του προς αυτήν. Γράφει, δηλώνοντας του λόγου το αληθές: «Χρειάζεται να καθήσω κάτω και να σκεφτώ προσεκτικά, μέσα από την όλη ενστικτώδη αποστροφή μου προς αυτήν την επιστημονική περιοχή, με την οποία άλλοι όλο και περισσότερο κατατρύχονται. Τι να βρίσκεται πίσω απ’ αυτό; Τι είναι αυτό που προκαλεί την έλξη της; Δοκιμάζοντας ν’ απαντήσω (μπορεί βέβαια να κάνω και λάθος), μου φαίνεται πως η λατρεία της ψυχοθεραπείας δύσκολα συμβιβάζεται με τον Χριστιανισμό, επειδή συχνά βασίζεται…στη συνεχή ενασχόληση με τον εαυτό μας. Αποτελεί έσχατη έκφραση και προϊόν του ‘εγώ’, του ‘εαυτού’ μου…η ψυχοθεραπεία ενισχύει τον εγωκεντρισμό, ο οποίος αποτελεί τη βασική της αρχή. Όταν η ψυχοθεραπεία διεισδύει στη θρησκευτική συνείδηση, την παραμορφώνει. Το αποτέλεσμα είναι συχνά η αναζήτηση μιας ‘πνευματικότητας’, ως μιας ξεχωριστής καταστάσεως. Εξ ου το σκοτάδι και η στενοκεφαλιά πολλών πνευματιστών, εξ ου η σύγχυση που προκαλεί η ‘ψυχολογοποίηση’ στη διδασκαλία, στο ποιμαντικό έργο, στη φροντίδα των πιστών», και καταλήγει: «Η αρχή πάνω στην οποία έχει δομηθεί ο Χριστιανισμός – ‘ο Χριστός σώζει, αναζωογονεί, θεραπεύει’ – αντικρούεται από το ‘γνώθι σ’ αυτόν’. Το, ‘δες τον εαυτό σου στο φως του Θεού και μετανόησε’ αντικαθίσταται από ‘το κατανόησε τον εαυτό σου και θεραπεύσου’».[27]
Έρχομαι τώρα στο τελευταίο σημείο του σχεδίου του πατρός Αλεξάνδρου το οποίο οφείλουμε να διευκρινίσουμε και το οποίο έχει εν μέρει προοδοποιηθεί. Πρόκειται ουσιαστικά για το θέμα της αποξένωσης της Εκκλησίας από τον κόσμο (σημείο 1), που συνδέεται κατ’ ανάγκην με την αδυναμία σύνδεσης πνευματικότητας και ευχαριστίας ( σημεία 5 και 8) .
Συγκεκριμένα, ο πατήρ Αλέξανδρος θεωρεί ότι η απολυτοποιημένη τάση της «μοναστικής» πνευματικότητας,[28] που επικρατεί σχεδόν ολοκληρωτικά στη σύγχρονη Ορθοδοξία, αποτελεί ουσιαστικά ένα είδος «ρομαντισμού», που αρνείται μετά μανίας, ή ακόμη  χειρότερα, αδυνατεί να ανακαλύψει τον Ορθόδοξο «ρεαλισμό». Πρόκειται για τάση φυγής, τάση «αποσάρκωσης»[29] από τη σύγχρονη πραγματικότητα, που στηρίζεται  στην αγάπη μιας ειδωλοποιημένης, άκρως πεσιμιστικής και συνεπώς ψευδούς εικόνας για την Ορθοδοξία, μόνο και μόνο επειδή αυτή η εικόνα «διαφέρει ριζικά από τις εικόνες του σύγχρονου κόσμου».[30] Είναι σαφές ότι, κατά Σμέμαν, μια τέτοια τάση οδηγεί την Ορθοδοξία στην «απόδραση, την αναχώρηση και την αναγωγή»×[31] άμεσο αποτέλεσμα η απώλεια της Ευχαριστίας, της Κοινωνίας, του νοήματος και της εμπειρίας της Εκκλησίας.[32] Βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών αυτής της θέσης θεωρεί ότι είναι το βιβλικόν «ουκ εκ του κόσμου τούτου»[33]. Αποτέλεσμα,  η  υιοθέτηση μιας μορφής ετεροκοσμικότητας, που αγγίζει τα όρια του ιδεαλισμού. Ο κόσμος απορρίπτεται, μαζί και η  Εκκλησία διότι ανήκει και αυτή σε αυτόν τον κόσμο.[34] Η ματιά τους δεν είναι μεταμορφωτική, αλλά άκρως απορριπτική. «Όλοι στοιχηματίζουν στην ‘πνευματικότητα’», σημειώνει ο πατήρ Αλέξανδρος, «αλλά το σπουδαιότερο πράγμα για τον Χριστιανισμό – η Εκκλησία – πεθαίνει. Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι αυτοί που σείουν τα θεμέλια της Εκκλησίας. Απέρριψαν την Ευχαριστία ως το μυστήριο της Εκκλησίας (‘δεν είμαστε άξιοι!’). Ανήγαγαν την Εκκλησία σε θρησκεία, και τη θρησκεία στον εαυτό τους. Και ο κόσμος παραμένει δίχως Εκκλησία, ή μάλλον με κάποια από τα υπολείμματά της – κρατικά, εθνικά, τελετουργικά, κτλ.». [35]
Αυτός, λοιπόν, είναι ο καημός, η αγωνία του πατρός Αλεξάνδρου. Ο αγώνας του είναι μια συνεχής πάλη κατά των ειδώλων, οποιωνδήποτε ειδώλων× ακόμη και ο Θεός σαν γίνει είδωλο πρέπει να νικηθεί, πρέπει να γκρεμιστεί. Το πρόβλημα του δεν είναι ούτε η πνευματικότητα, ούτε η εκκλησιαστικότητα, ούτε η άσκηση, ούτε ο μοναχισμός. Ή, για να το πω αντίθετα, το πρόβλημά του είναι ακριβώς ο εκκλησιασμός όλων αυτών των αληθειών, η ένωσή τους και η κατάργηση της διαίρεσης, που οδηγεί στην απώλεια, στην ανυπαρξία. Και η προσπάθεια δεν είναι παθητική. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει, «η Μεγάλη Πέμπτη δεν έρχεται σε μας× εμείς επιστρέφουμε σ’ αυτήν, εμείς ξαναβυθιζόμαστε σ’ αυτήν. Η Μεγάλη Πέμπτη είναι ένα δώρο προς εμάς . ‘…καγώ διατίθεμαι υμίν καθώς διέθετό μοι ο πατήρ μου βασιλείαν…(Λουκ. 22,29). Εδώ βρίσκεται ολόκληρη η ‘λειτουργία’ της Εκκλησίας× αυτό κάνει δυνατή την επιστροφή, την κατάδυση. Η πνευματική ζωή εκεί πρέπει να βρεθεί, και όχι απλώς αν την αγγίξουμε συμβολικά μια στις τόσες…ο ‘πραγματικός Χριστιανισμός’ θα προέτρεπε να δώσεις στο φορτίο σου πνευματικό νόημα, κι όχι να καλλιεργείς μιαν εκνευριστική επιθυμία να ξεφύγεις απ’ αυτό…!».[36]
Ξεκάθαρα, για τον πατέρα Αλέξανδρο η θεολογία του είναι ολιστική, καταφάσκει στον ολισμό και αρνείται μετά μανίας τον ολοκληρωτισμό.[37] Ο κόσμος είναι ένας και η ζωή μία. Διαιρέσεις σχολαστικής προέλευσης δεν χωράν στη θεολογία του. Τα πάντα είναι νυν και αεί, Α και Ω× ούτε μόνον νυν, ούτε μόνον αεί. Κοσμική αναφορά, ιστορική αναφορά και εσχατολογική αναφορά αποτελούν όψεις της ίδιας αλήθειας, αποκαλύπτουν την τριαδική ενότητα. «Αν μαθαίναμε», σημειώνει, «να ζούμε πραγματικά μ’ αυτή την τριαδική ενότητα, θα βρίσκαμε λύσεις στα προβλήματα που εμφανίζονται λόγω έκπτωσης απ’ αυτές τις αναφορές ή από τη διαστρέβλωσή τους. Αν η πίστη μας είναι κοσμολογική, ιστορική και εσχατολογική, έτσι πρέπει να είναι και η πνευματικότητά μας. Μόνο ο Χριστός ενώνει αυτές τις τρεις αναφορές σε μία, επειδή αυτές οι αναφορές σημαίνουν πως γνωρίζουμε τον Χριστό σε κάθε δώρο της ζωής – κοσμικό, ιστορικό και εσχατολογικό».[38] Και σε άλλο σημείο του Ημερολογίου του αναρωτιέται: «ποια είναι η πίστη μου»; Και αμέσως προσπαθεί να απαντήσει: «…δεν είναι σαφής ούτε σε μένα, ούτε στο μυαλό μου, ούτε στη συνείδησή μου. Ένα πράγμα μόνο μου φαίνεται σαφές: οι βασικές συντεταγμένες αυτής της πίστης είναι αφενός μια έντονη αγάπη για τον κόσμο, για όλα όσα μας δόθηκαν (φύση, πόλεις, ιστορία, πολιτισμό). Αφετέρου, η πεποίθηση, το ίδιο έντονη και προφανής, πως αυτή η αγάπη κατευθύνεται στο ‘κάτι άλλο’ (τα ‘πάντα βρίσκονται αλλού’) που αποκαλύπτει αυτός ο κόσμος. Η ουσία αυτού του κόσμου, η κλήσή του, η ομορφιά του βρίσκεται σ’ αυτή την αποκάλυψη».[39] Και καταλήγει: «Το μόνιμο συμπέρασμά μου: αν η Θεολογία, η Πνευματικότητα, κ. λπ. Δεν επιστρέψουν σε μια γνήσια χριστιανική Εσχατολογία (και δεν βλέπω κανένα σημάδι αυτής της επιστροφής), τότε είμαστε προορισμένοι όχι μόνο να παραμείνουμε ένα γκέττο, αλλά και να μεταμορφώσουμε τους εαυτούς μας, την Εκκλησία κι ό,τι βρίσκεται μέσα της, σ’ ένα πνευματικό γκέττο. Η επιστροφή – κι αυτό είναι το άλλο μόνιμο συμπέρασμά μου – θ’ αρχίσει μόνο από μια γνήσια κατανόηση της Ευχαριστίας, που είναι το μυστήριο της Εκκλησίας, το μυστήριο της Νέας Δημιουργίας, το μυστήριο της Βασιλείας του Θεού. Αυτή είναι το Άλφα και το Ωμέγα του Χριστιανισμού».[40]
Οφείλω να ομολογήσω ότι οι θέσεις αυτές του πατρός Αλεξάνδρου, ελάχιστα έως καθόλου υπερβολικές, θέτουν τον δάκτυλον εις  τον ορώμενον « τύπον των ήλων».[41] Εξάπαντος, για να θυμίσω μια φράση του πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκυ, την οποία χρησιμοποίησε για να περιγράψει θέσεις του Βλαδίμηρου Σολόβιεφ, δεν αποτελούν ακριβή περιγραφή μιας καταστάσεως, είναι όμως «ζωντανή εικόνα» μιας πραγματικότητας.[42]

[1] Ημερολόγιο π. Αλεξάνδρου Σμέμαν 1973-1983, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2002, σ. 212. Η πρώτη έκδοση του έργου έγινε στα αγγλικά και είχε τον τίτλο,  The Journals of Father Alexander Schmemann 1973-1983, translated by Juliana Schmemann, εκδ. St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, New York, 2000.

[2] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 150-151: «Τα καλύτερα στοιχεία στην Ορθόδοξη θεολογία αναφέρονται σ’ αυτό το όραμα, παρόλο που δεν ταυτίζονται πλήρως μ’ αυτό.(Οι Πατέρες αναφέρονται σ’ αυτό, αλλά συχνά γίνεται αντικείμενο μιας θολής διανοητικής λατρείας. Και η Λειτουργία αναφέρεται σ’ αυτό, καθώς και η Εκκλησιαστική παράδοση, εκτός αν γίνει pars pro toto μια συνταγή για μια ανέλπιδη αναζήτηση πνευματικότητας)».
[3] Ημερολόγιο, σ. 485.
[4] Ημερολόγιο, σ. 485-486.
[5] Ημερολόγιο, σ. 282.
[6] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 245.
[7] Ημερολόγιο, σ. 433.
[8] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 186, 260, 358, 510.
[9] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 334-335, και 463.
[10] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 325: «Έτσι η σέκτα είναι πάντοτε δραστήρια και μαξιμαλιστική, η σέκτα ζει με την έξαψη της σωτηρίας της και της σωτηρίας των άλλων. Από τη στιγμή που το να σώζεσαι ή το να σώζεις δεν διαθέτει κανέναν κοσμικό ή εσχατολογικό ορίζοντα, κανένα πνευματικό βάθος, καμιά πνευματική γνώση του κόσμου ή της Βασιλείας του Θεού, τότε σκοπός και αντικείμενο της σωτηρίας γίνεται το κακό ή η αμαρτία, από τα οποία πρέπει κάποιος να σωθεί, και ο αφανισμός των οποίων θα παράγει τη σωτηρία. Μπορεί να είναι το αλκοόλ, το τσιγάρο, ο καπιταλισμός ή ο κομμουνισμός. Μπορεί κυριολεκτικά να είναι το καθετί! Σ’ αυτό το επίπεδο, η σέκτα οδηγεί στην ηθική, στο κοινωνικό ευαγγέλιο, ή στα ‘προγεύματα προσευχής’ για τραπεζίτες, οι οποίοι, αν αισθανθούν πως σώθηκαν, θα γίνουν καλύτεροι τραπεζίτες, καλύτεροι καπιταλιστές, κ. λπ. ‘Ο σκοπός!’ Τελικά, σ’ αυτό το επίπεδο, η σέκτα μεταμορφώνεται σ’ ένα πρακτορείο (εκκλησίες, συναγωγές, άλλα πρακτορεία) – φιλανθρωπικό, ανθρωπιστικό, αντιρατσιστικό, κ. λπ. Ακόμη και σ’ αυτό το επίπεδο, η σέκτα έχει μέσα της τα θεμέλια του ριζοσπαστισμού. Ενώ ταυτίζει το κακό με κάτι το συγκεκριμένο, απτό και συνήθως πολύ κακό, ενώ απολυτοποιεί αυτό το συγκεκριμένο κακό, η σέκτα εύκολα κινητοποιεί τους ανθρώπους ενάντια σε κάτι και όχι υπέρ…ένα συνεχές αίσθημα ενοχής…ακόμη και μια δημόσια μετάνοια…γεννιέται από την ανάγκη για καθαρή συνείδηση – βασικό σημάδι του ότι ‘έχω σωθεί’». Πρβλ. Ημερολόγιο, σ. 334 και 503.
[11] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 511 και 510-511.
[12] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 334.
[13] Ημερολόγιο, σ. 64. Εδώ ο πατήρ Αλέξανδρος θυμίζει το σπουδαίο μας ποιητή, τον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος στο ποίημα του Fog γράφει: «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι ¨ Λόγια για λόγια, κι’ άλλα λόγια; ¨ Αγάπη, πούναι η Εκκλησιά σου ¨ βαρέθηκα πια τα μετόχια».
[14] Ημερολόγιο, σ. 367.
[15] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 459: «…ενώ, μέσα στην ιστορία, οι ίδιοι οι χριστιανοί διέσπασαν τον Χριστιανισμό, άρχισαν να τον αντιλαμβάνονται και να τον προσφέρουν στους άλλους σε ‘κομμάτια’ – και αρκετά  συχνά σε κομμάτια που δεν συνδέονταν με το όλον. Διδασκαλία για κάποια πράγματα, για κάποια δόγματα. Σ’ αυτήν όμως την τεμαχισμένη κατάσταση, ο Χριστιανισμός χάνει το ουσιώδες, επειδή το νόημα κάθε μέρους είναι να μας καταστήσει κοινωνούς του όλου». Πρβλ. Ημερολόγιο, σ. 310-311.
[16] Ημερολόγιο, σ. 422.
[17] Βλ. Ημερολόγιο, σ.214, 226,  237, 319 και 501. Όπως δεν αρνείται ο πατήρ Αλέξανδρος την παρουσία της αληθινής πνευματικότητας, έτσι σε καμία περίπτωση δεν αρνείται και την παρουσία πνευματικών ανθρώπων, που έπαιξαν μάλιστα σπουδαίο ρόλο στη ζωή του. Γράφει σχετικά: «Η χριστιανική ζωή ή μάλλον η ίδια η ζωή όπως μας δόθηκε από τον Χριστό είναι το να νιώθουμε αυτόν τον σεισμό σ’ όλα τα πράγματα, στα λόγια, στη φύση, στον εαυτό μας. Ως συνήθως, αυτή τη μέρα, θυμήθηκα στην αγία τράπεζα όλους αυτούς τους πνευματικούς ανθρώπους που μ’ έκαναν να αισθάνομαι αυτό το τρέμουλο», Ημερολόγιο, σ. 141.
[18] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 64. Πρβλ. Ημερολόγιο, σ. 65-66: «Αντί να διδάσκουμε τους ανθρώπους να   κοιτάζουν τον κόσμο μέσα από την όραση της Εκκλησίας, αντί να μεταμορφώνουμε την εικόνα που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τη ζωή του, αισθανόμαστε υποχρεωμένοι – για να είμαστε ‘πνευματικοί’ – να ντυθούμε μ’ έναν απρόσωπο, λερωμένο ‘χιτώνα ευσεβείας’. Ο άνθρωπος, αντί να γνωρίσει τουλάχιστον πως υπάρχει χαρά, φως, νόημα, αιωνιότητα, εκνευρίζεται, γίνεται στενόμυαλος, αδιάλλακτος και συχνά απλώς μικρόψυχος. Ούτε καν μετανοεί γι’ αυτό, επειδή όλα προέρχονται από την ‘εκκλησιαστικότητα’, ενώ το νόημα της πίστης συνίσταται μόνο στην πλήρωση της ζωής με φως, στην αναφορά της στον Θεό, στη μεταμόρφωση της ζωής σε σχέση με τον Θεό».
[19] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 26: «Όπου δεν υπάρχει μια μελαγχολία για τον Θεό, όπου δεν υπάρχει ειρήνη, μνήμη του μυστηριώδους φωτός, μυστηριώδης ‘γεύση’ για χαρά, δεν υπάρχει και Θεός. Ίσως να υπάρχει ευσέβεια, αλλά όχι Θεός», και σ. 356: «Την περασμένη εβδομάδα δύο συνεντεύξεις στη Nouvel Observateur, με τον Μωρίς Κλαβέλ, ο οποίος απορρίπτει με πάθος μια πνευματικότητα χωρίς Θεό, που τη θεωρεί ως έμπνευση του διαβόλου× σ’ αυτήν διακρίνει μια νέα και τρομακτική υποκατάσταση της πίστης…Φαίνεται πράγματι πως επιβεβαιώνεται η ‘αισιοδοξία’ του Ελιάντ: έχουμε καταληφθεί απ’ αυτό το κύμα προβληματικής πνευματικότητας».
[20] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 117. Πρβλ. Ημερολόγιο, σ. 211.
[21] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 295: «Ο πατήρ Θωμάς μου έδωσε μια εγκύκλια Χριστουγεννιάτικη επιστολή από κάποιον Τραππιστή μοναχό, από τη Μασσαχουσέτη. Στο μοναστήρι του συναντώνται όλες οι παραδόσεις ‘Δύση, Ανατολή, Βουδδισμός’, όλα τα τυπικά, όλες οι εμπειρίες. Αυτό ακούγεται μάλλον βαρβαρικό. Ως εάν οι παραδόσεις ήταν ένα είδος ρούχων. Ντύνεσαι σαν Βουδδιστής – και αμέσως αποκτάς μια ‘εμπειρία’. Αυτό το φτηνό, καταθλιπτικό κύμα πνευματικότητας, αυτός ο μικροπρεπής συγκρητισμός, αυτά τα θαυμαστικά – με εκνευρίζουν τόσο. ‘Μια φορά την εβδομάδα τελώ τη Θεία Λειτουργία με το τυπικό του Χρυσοστόμου…’. Η αδιαντροπιά αυτής της σύγχρονης θρησκείας. ‘Ο πολιτισμός δεν μπορεί ν’ αυτοσχεδιάζεται’, σημειώνει ο Τζούλιεν Γκριν. Ούτε και η θρησκεία!».
[22] Βλ.  Ημερολόγιο, σ. 372.
[23] Ημερολόγιο, σ. 38.
[24] Ημερολόγιο, σ. 423.
[25] Για την επίδραση του Ιγνατίου Λογιόλα στην Ορθόδοξη θεολογία και κυρίως στη θεολογία του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη βλ. Καλλίστου Γουέαρ, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1996, σ. 166. Πρβλ. Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σ. 94εξ., 138, 158, 196εξ., 351εξ.
[26] Ημερολόγιο, σ. 117. Πρβλ. Ημερολόγιο, σ. 242: «Τι συμβαίνει; Έλλειψη πίστης ή αποτυχία μιας καθορισμένης, σχεδόν τεχνητά, οργανωμένης πνευματικότητας (οι Ασκήσεις του Ιγνατίου και η ανάπτυξη τους από τους Ιησουίτες εξομολόγους);».
[27] Ημερολόγιο, σ. 175.
[28] Και εδώ, με την ίδια ένταση, όπως και σε προηγούμενες σημειώσεις, πρέπει  να παρατηρήσω ότι ο πατήρ Αλέξανδρος, όχι μόνον δεν αρνείται το μοναχισμό και την άσκηση, αλλά σε πολλές περιπτώσεις δηλώνει συγκλονισμένος απέναντι σε μορφές υγιούς μοναχισμού. Γράφει σχετικά: «Σήμερα όμως είχα μια εξαιρετική μέρα: επίσκεψη σε τρία μοναστήρια της ερήμου, με μια αδιάκοπη παράδοση από την εποχή του Μεγάλου Αντωνίου, του Μακαρίου, κ. λπ. Σ’ ένα από αυτά βρίσκεται η σαρκοφάγος του αγ. Εφραίμ του Σύρου. Και το πιο καταπληκτικό φυσικά είναι το πόσο ζωντανά είναι αυτά τα μοναστήρια: πραγματικοί μοναχοί! Σ’ όλη μου τη ζωή έχω δει μόνο απομιμήσεις, ανθρώπους να ‘παίζουν’ τη μοναχική ζωή, ψεύτικους, στηλιζαρισμένους× και επιπλέον, με μια ασυγκράτητη αργολογία για τον μοναχισμό και την πνευματικότητα. Κι εδώ βρίσκονται αυτοί, σε μια πραγματική έρημο. Πραγματικός ηρωϊκός άθλος. Τόσοι νέοι μοναχοί. Ούτε διαφημίσεις, ούτε μπροσούρες για την πνευματικότητα. Κανείς δεν ξέρει τίποτε γι’ αυτούς κι αυτό δεν τους νοιάζει. Μένω απλώς συγκλονισμένος», Ημερολόγιο, σ. 302-303.
[29] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 133.
[30] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 422, 417-418 και 489.
[31] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 422.
[32] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 422.
[33] Ιωάν. 8, 23.
[34] Βλ. Ημερολόγιο, σ. 515.
[35] Ημερολόγιο, σ. 299. Σε πάρα πολλά σημεία του Ημερολογίου ο π. Αλέξανδρος αναφέρεται στο πρόβλημα του «κληρικαλισμού» και των δεινών που αυτό γεννά, βλ. ενδεικτικά 487-488,513,515.
[36] Ημερολόγιο, σ. 313,312.
[37] Για την ολιστική θεώρηση βλ. Ημερολόγιο, σ. 138: «Χθες είχα μια μακρά συζήτηση με τη Λ. για την Ορθοδοξία – Γιατί είναι η Αλήθεια; Επειδή στην Ορθοδοξία δεν παραβλέπεται καμιά από τις ουσιώδεις διαστάσεις της δημιουργίας, ούτε ο κόσμος, ούτε ο άνθρωπος στη μοναδικότητά του (ανθρωπολογία), ούτε η ιστορία, ούτε η εσχατολογία. Τα πάντα συνδέονται σ’ ένα όλο, έτσι ώστε κανένα από τα επιμέρους στοιχεία να μην εκπίπτει. Στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει λιγότερη αποστασία, λιγότερη προδοσία απ’ ό,τι στον Καθολικισμό ή στον Προτεσταντισμό× μπορεί και περισσότερη. Αλλά τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μετατρέπεται σε δόγμα, ούτε διακηρύσσεται ως αλήθεια», και σ. 96-97, 123. Για τον ολοκληρωτισμό βλ. Ημερολόγιο, σ. 372: «Ο πειρασμός της ευσέβειας είναι η αναγωγή του Χριστιανισμού σε ευσέβεια× ο πειρασμός της θεολογίας – να τον αναγάγει ολοκληρωτικά σε ιστορία».
[38] Ημερολόγιο, σ. 160.
[39] Ημερολόγιο, σ. 294.
[40] Ημερολόγιο, σ. 516.
[41] Ιωάν. 20,25.
[42] Βλ. Χριστιανισμός και πολιτισμός, Γεωργίου Φλωρόφσκυ Έργα 2, μτφρ. Ν. Πουρναρά, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 163.

Το φαινόμενο και η ρίζα του κληρικαλισμού απο τον Σμέμαν Aπο το βιβλίο των εκδοσεων Αμέθυστος (Το υποκείμενο Εκκλησιάζεται)



....Θα συνεχίσουμε όμως με τον πιο διάσημο χριστιανό της εποχής μας, τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν, γιατί υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Οι εργασίες του στη Θεία Ευχαριστία εδραιώνουν την ευχαριστιακή εσχατολογία των ημερών μας. Μέσα στα απομνημονεύματά του, τα οποία κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του, υπάρχουν δύο εξαίρετες σημειώσεις που μας ενδιαφέρουν άμεσα και φωτίζουν δύο πολύ σκοτεινές πτυχές της συγχρόνου θεολογίας από την πλευρά της πράξης.

Το βιβλίο, αν και κυκλοφορεί εδώ και αρκετά χρόνια μεταφρασμένο στα ελληνικά (δίπλα σε άλλα γνωστά βιβλία του συγγραφέα), μοιάζει να περνά απαρατήρητο. Πρόκειται για το “Ημερολόγιο” του Σμέμαν, κρυμμένο απ’ όλους, όπως φαίνεται, όσο αυτός ζούσε ανάμεσά μας και που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του. Και είναι αποκαλυπτικό για όσα αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο σύγχρονος χριστιανός ιερέας και “θεολόγος” βίωνε στην ψυχή του.

Από το “Ημερολόγιο” του Αλεξάνδρου Σμέμαν

«Τετάρτη, 10 Σεπτεμβρίου, 1980

Γενικά, νιώθω όλο και πιο αποξενωμένος, απομακρυσμένος απ’ όσα έχω να κάνω. Παίζω όλους μου τους ρόλους – Σεμινάριο, θεολογία, Εκκλησία, Ρώσοι εμιγκρέδες, αλλά κυριολεκτικά «ρόλους». Δεν ξέρω πώς ν’ αποτιμήσω αυτούς τους ρόλους, τί είναι. Ίσως απλή τεμπελιά, ίσως κάτι βαθύτερο. Για να είμαι τίμιος, δεν γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτή η αποξένωση δεν με κάνει δυστυχισμένο. Ουσιαστικά είμαι αρκετά ευχαριστημένος με τη μοίρα μου και δεν θα ήθελα κάποια άλλη. Κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει ο καθένας απ’ αυτούς τους ρόλους, ο καθένας απ’ αυτούς τους κόσμους, και μάλλον θα έπληττα αν τους στερούμουν. Αλλά δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους. Σκέφτομαι χονδρικά ως εξής: έχω μια εσωτερική ζωή, αλλά η πνευματική μου κρατιέται χαμηλά. Ναι, έχω πίστη, αλλά με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον όποιο τόσο προφανώς απαιτεί το Ευαγγέλιο.

Απ’ την άλλη πλευρά όλα όσα διαβάζω για την πνευματική ζωή, όλα όσα βλέπω στους ανθρώπους που τη ζουν, κάπως με ερεθίζουν. Τί συμβαίνει; Είναι αυτοάμυνα, είναι φθόνος γι’ αυτούς που τη ζουν, και γι’ αυτό μια επιθυμία να τη δυσφημίσω; Κατόπιν, τυχαία, διάβασα ένα απόσπασμα από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο για την ανάγκη να μισήσεις το σώμα σου, και αμέσως ένιωσα πως όχι μόνο ό,τι χειρότερο υπάρχει μέσα μου, αλλά και κάτι άλλο είναι που δεν συμφωνεί μ’ αυτό, που δεν το δέχεται.

Απλά ερωτήματα για μια απλή επίγεια ανθρώπινη ευτυχία: για τη χαρά που ξεπερνά τον φόβο του θανάτου• για τη ζωή στην οποία μας έχει καλέσει ο Θεός. για το γιατί και το πώς λάμπει ο ήλιος• για το ποιοι είναι οι ορίζοντες της Λαμπέλ, οι απαλοί λόφοι της που σκεπάζονται από δένδρα, ο απέραντος ουρανός της και οι λαμπρές ακτίνες του ήλιου. Απλά ερωτήματα!»

Για να δούμε λοιπόν, ο άνθρωπος, ο χριστιανός ο οποίος βάπτισε τη Θ. Ευχαριστία εσχατολογία τί είναι, όταν αντιμετωπίζει τα έσχατα ερωτήματα! Την αλήθεια!

Λέει: έχω μια εσωτερική ζωή, αλλά δεν έχω πνευματική. Έχω πίστη, αλλά με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον οποίο όμως, απαιτεί το Ευαγγέλιο! Ας δούμε ποια είναι η πίστη του: Για μια απλή επίγεια ευτυχία, για τη χαρά που ξεπερνά τον φόβο του θανάτου, για τη ζωή στην οποία μας έχει καλέσει ο Θεός, για το γιατί και το πώς λάμπει ο ήλιος!

Για μια ζωή που μας έχει καλέσει ο Θεός, όχι ο Χριστός. Εάν η χαρά ξεπερνά τον φόβο του θανάτου (ένας τρυφερός Βουδισμός στην πραγματικότητα, γιατί ο Βουδισμός είναι ένα σύστημα με το οποίο γλιτώνουμε από τον φόβο του θανάτου) τότε Γιατί η Ενανθρώπιση; Ο άνθρωπος που θα στηρίξει με την ευχαριστιακή του εκκλησιολογία την νέα Εκκλησία δεν είναι καν Χριστιανός. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό βεβαίως. Και ποιος είναι Χριστιανός; Ο αληθινός Χριστιανός πρώτος τον λίθον βαλέτω! Γιατί όμως δεν το καταλαβαίνει; Γιατί δεν ανησυχεί με τα ίδια του τα λόγια; Γιατί ενώ ομολογεί πως δεν έχει αυτό που απαιτεί το Ευαγγέλιο, αμέσως μετά μιλά για ανθρώπινη ευτυχία και την εμφανίζει σαν εναλλακτική, λογική, αξιοθαύμαστη, γεμάτη αγάπη συγκρίνοντάς τη με τη ζωή του Αγίου Συμεών, τον οποίο κατακρίνει μόνο από ένα απόσπασμα; Είναι δυνατόν αυτή η προχειρότης να στηρίξει Εκκλησία; Αυτή η αδιαφορία; Μας συμφέρει όλους, αυτή είναι η αλήθεια! Και τον σκύλο χορτάτο και την πίττα ολόκληρη.

Η εσχατολογία λοιπόν, η οποία μεταλλάσσει την Εκκλησία μεταφέροντας το νόημα και τον αγώνα μας, από την ζωή, στην ύπαρξη, μέσω του αγαπητού Σμέμαν, συνάντησε απροσκάλεστα τα έσχατα ερωτήματα της ζωής, αυτά που είχε σκοπό η εσχατολογία ακριβώς να αποφύγει.

Και τα αποτελέσματα είναι θλιβερά όπως βλέπουμε! Το υποκείμενο δεν μπορεί να εκκλησιαστεί. Μπορεί να υπάρξει μόνον σε τέλεια, ολοκληρωμένη, παντοτινή, σίγουρη κατάσταση. Δεν αντέχει το Γίγνεσθαι, την αβεβαιότητα, το κατά Χάριν, την πίστη πραγμάτων ου βλεπομένων. Θέλει αποδείξεις και πνεύμα εμπιστοσύνης.

«Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου, 1982

Ο κληρικαλισμός δημιουργεί ασφυξία• ανάγει ένα μέρος του εαυτού του σ’ ολόκληρο τον ιερό χαρακτήρα της Εκκλησίας• μεταβάλλει τη δύναμή της σε ιερή εξουσία για να ελέγχει, να καθοδηγεί, να διοικεί• σ’ εξουσία για να επιτελεί μυστήρια, και γενικά, μετατρέπει την κάθε εξουσία σε «θεόσδοτη εξουσία»! Ο κληρικαλισμός αποσπά κάθε «ιερότητα» από τους λαϊκούς: αποδείξεις; το τέμπλο, η θεία Κοινωνία (μόνο κατόπιν αδείας), η Θεολογία...

Και όσο περισσότερο ο κληρικαλισμός «κληρικοποιεί» (η παραδοσιακή εικόνα του επισκόπου ή του ιερέα – που επιτείνεται από τα ρούχα του, τα μαλλιά του, κ.λπ., κι ο επίσκοπος από τις πανάκριβες στολές!), τόσο περισσότερο η ίδια η Εκκλησία θα εκκοσμικεύεται, θα υποτάσσεται πνευματικά σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην Καινή Διαθήκη, ο ιερέας παρουσιάζεται ως ο ιδανικός λαϊκός. Σχεδόν όμως αμέσως μετά αρχίζει ο αυξανόμενος ριζικός χωρισμός του από τους λαϊκούς• κι όχι μόνο χωρισμός, αλλά αντίθεση κι αντιπαράθεση προς τους λαϊκούς…

Ο ιερέας αντί να είναι ο «τύπος των πιστών» (Α' Τιμοθ. 4, 12), εμφανίζεται με την εικόνα του «κυρίου πάσης ιερότητος» (master of all sacrality) που ξεχωρίζει από τους πιστούς, που διανέμει τη χάρη κατά βούληση.

Αυτή είναι η ρίζα της αντίθεσης στη συχνή θεία Κοινωνία από κάποιους κληρικούς – η προστασία της θείας Κοινωνίας με την εξομολόγηση, την άφεση, με την «εξουσία που μου έχει δοθεί...» κ.λπ. Είναι σαφές πως αυτός ο αγώνας μεγαλώνει τώρα υπό την επίδραση κάποιων κληρικών πού έχουν καταληφθεί από την εξουσία τους, από την «ιερότητά» τους. Τίποτε δεν απειλεί τόσο την εξουσία τους όσο η επιστροφή της Ευχαριστίας στην Εκκλησία, η αναγέννησή της ως το «Μυστήριο της Εκκλησίας», κι όχι ως ένα από «τα μέσα εξαγιασμού...».

Η τραγωδία της θεολογικής παιδείας βρίσκεται στο γεγονός πως νέοι άνθρωποι που θέλουν να γίνουν ιερείς αναζητούν – συνειδητά ή ασυνείδητα – αυτόν τον χωρισμό, αυτή την εξουσία, αυτό το ανέβασμα πάνω από τους λαϊκούς. Η δίψα τους αυτή ενισχύεται και γεννάται από ολόκληρο το σύστημα της θεολογικής παιδείας, τον κληρικαλισμό. Πώς μπορεί να τους κάνει κανείς να καταλάβουν, όχι μόνο με το μυαλό τους, αλλά μ’ ολόκληρη την ύπαρξή τους, πως πρέπει ν’ απομακρυνθούν από την εξουσία, από κάθε εξουσία, η οποία υπήρξε ανέκαθεν ένας πειρασμός που προέρχεται πάντοτε από τον Διάβολο; Ο Χριστός μάς απελευθέρωσε απ’ αύτη την εξουσία – «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης...» (Ματθ., 28,18) – αποκαλύπτοντας το Φως της εξουσίας ως εξουσία αγάπης και Ουσιαστικής αυτοπροσφοράς. Ο Χριστός δεν έδωσε στην Εκκλησία «εξουσία», αλλά το Άγιο Πνεύμα: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον...». Η εξουσία, εν Χριστώ, επέστρεψε στον Θεό, κι ο άνθρωπος θεραπεύτηκε από το «διοικείν και διατάζειν».

Στο εξηκοστό πρώτο έτος της ζωής μου, ξαφνικά αναρωτιέμαι: Πώς τα πάντα έχουν τόσο πολύ διαστρεβλωθεί; Και φοβούμαι!»

Φοβερό; Κι όμως αυτός ο άνθρωπος με την τόσο βαθειά απέχθεια, και συμβιβασμό ταυτόχρονα με την “ψεύτικη ζωή” του, υπήρξε και θεωρείται ακόμα, ένας στυλοβάτης της σύγ­χρονης “ακαδημαϊκής” θεολογίας μας. Πώς να μην κλάψου­με πικρά; Πώς κατασκευάσαμε έναν τέτοιο φτιαχτό “θεολογι­κό” κόσμο; Και πώς να μην αρνηθούμε ολόκληρη την εκκλη­σιαστική πατερική μας κληρονομιά, εφόσον αυτός είναι ο σκοπός αυτού του φτιαχτού κόσμου!;

Αμέθυστος

Κριτική επί της Λειτουργικής θεολογίας του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν




Στους περασμένους αιώνας ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Εκκλησία του Χριστού προήλθε από ψευδοδιδασκάλους, οι οποίοι αφωρίσθησαν και κατεδικάσθησαν εξ αιτίας των δογματικών τους πλανών. Τοιουτοτρόπως οι παλαιοί Πατέρες και οι Σύνοδοι κατεδίκασαν τον Αρειανισμό, τον Νεστοριανισμό, τον Μονοφυσιτισμό, την Εικονομαχία κτλ.

Αλλά ο εχθρός της σωτηρίας του ανθρώπου δεν καθεύδει, και στις ημέρες μας έχει εμπνεύσει ποικίλα ρεύματα "ανακαινισμού" εντός της Εκκλησίας τα οποία προσβάλλουν κυρίως την ζωή και πρακτική της παραδοσιακής Ορθοδοξίας· από τον καθαρό Προτεσταντισμό της "Ανακαινισμένης" ή "Ζώσης" Εκκλησίας στην Ρωσσία στα 1920, έως τους πολυαρίθμους επιδόξους μεταρρυθμιστάς τους οποίους μπορεί κανείς να βρη σχεδόν σε κάθε τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα.

Στο άρθρον αυτό κρίνεται με προσοχή και επισημαίνεται η "μεταρρυθμιστική" τάσις του επί της λειτουργικής θεολογίας έργου ενός πολύ γνωστού και ευρύτατα σεβαστού συγχρόνου Ρώσσου θεολόγου. Για να είμεθα δίκαιοι θα πρέπη να σημειώσουμε ότι ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν πιθανώς δεν βλέπει τον εαυτόν του ως έναν "μεταρρυθμιστή", και επαφίεται αναμφιβόλως σε άλλες, λιγότερο ευαίσθητες ψυχές, σε μίαν άλλη γενεά αποστασιοποιημένη από την αυθεντική Ορθόδοξη ζωή, να εξαγάγη τα αναπόφευκτα εικονοκλαστικά συμπεράσματα από τις ήδη Προτεσταντικές απόψεις του π. Σμέμαν.

Ο συγγραφεύς του άρθρου αυτού, Πρωτοπρεσβύτερος Μιχαήλ Πομαζάνκσυ, ένας εκ των τελευταίων ζώντων θεολόγων που απεφοίτησαν από τις θεολογικές ακαδημίες της προ–Επαναστατικής Ρωσσίας εδίδαξε θεολογία σε γενεές Ορθοδόξων ιερέων, και τώρα διδάσκει και διαμένει στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στο Τζόρντανβιλ της Νέας Υόρκης.

π. Σεραφείμ Ρόουζ

Ἡ Θ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ Ι.Ν. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΥ Ι.Ν. ΠΕΙΡΑΙΩΣ



ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
Στόν Καθεδρικὸ Ἱερὸ Ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πειραιῶς,
Τρίτη, 18.11/1.12.2015
Ύπό τοῦ:
+ Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος
Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Μακαριώτατε,
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἀγαπητοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί·
1. Εἰσαγωγικὰ
Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ καὶ ἡ σημασία τοῦ θέματος περὶ τῶν θεωρουμένων ὡς Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη σήμερα, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς προκλήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Καὶ ἡ μὲν Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 879, ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, ἡ ὁποία ἀπέρριψε τὴν αἵρεσι τοῦ Filioque καὶ περιέστειλε τὴν παπικὴ ἐπεκτατικότητα, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς τὴν Η’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως σὺν τοῖς ἄλλοις ἀπέδειξε καὶ ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανός, καὶ παλαιότερα1 καὶ διὰ τῆς προηγηθείσης Εἰσηγήσεώς του.
Ὡς ὀργανικὴ δὲ συνέχεια τούτου, εἶναι ἀναγκαία ἡ συμπερίληψις καὶ τῶν Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ ΙΔ’ αἰῶνος, ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὡς ἡ Θ’ Οἰκουμενικὴ Συνόδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ἀκόμη καὶ ἐντὸς τῆς Καινοτόμου ἐκκλησίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου Ἑλλάδος, ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν φωνὲς γιὰ τὴν ἐπίσημη διακήρυξι τῆς Οἰκουμενικότητος τῶν Συνόδων αὐτῶν, ἀλλὰ δὲν συναντοῦν τὴν ἀπαιτούμενη συνοδικὴ ἀνταπόκρισι στὸν χῶρο τους. Καὶ τοῦτο, διότι ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, οἱ διακηρύξεις αὐτὲς θὰ ἀποτρέψουν δραστικὰ τὴν ἐνδοτικὴ οἰκουμενιστικὴ πορεία, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖται ἀπὸ ἀρκετῶν δεκαετιῶν, καὶ θὰ θέσουν τὰ πράγματα σὲ μία διαφορετικὴ προοπτική. Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι ἀποδεκτὸ ἤ καὶ δυνατὸν ἀπὸ τὶς ψυχρανθεῖσες στὴν Πίστι Καινοτόμες ἱεραρχίες, στὶς ὁποῖες ὁ κατὰ Θεὸν ζῆλος ἐσβέσθη πρὸ πολλοῦ, ἐπικρατεῖ δὲ ἡ συμβατικὴ κοσμικὴ διπλωματία καὶ διαπλοκή, γιὰ ἐξυπηρέτησι κυρίως ἐγκοσμίων ἐπιδιώξεων καὶ ὠφελημάτων.
Ἐμεῖς, οἱ ἐλέῳ Θεοῦ διακρατοῦντες τὴν Πίστιν ἀκαινοτόμητον καὶ ἐκπροσωποῦντες τὴν Συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας καθαρὰ καὶ ἀλύμαντο, ἔχουμε χρέος νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν ἐπιτακτικὴ αὐτὴ ἐκκρεμότητα, πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ ἱεροῦ καθήκοντός μας ἔναντι Θεοῦ, Ἐκκλησίας καὶ Ἱστορίας. Ἤδη μάλιστα στὴν ἀπὸ Δεκεμβρίου τοῦ 2014 ἐγκριθεῖσα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδό μας «Ὁμολογία Πίστεως Γνησίου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ», βεβαιώνουμε σὺν τοῖς ἄλλοις, ὅτι οἱ δύο ὡς ἄνω Σύνοδοι ἔχουν οἰκουμενικὴ καὶ καθολικὴ ἰσχὺ καὶ αὐθεντία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία2.
________________________________________
2. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
ΠΡΙΝ νὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στὶς Ἡσυχαστικὲς Συνόδους τοῦ ΙΔ’ αἰ., εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπενθυμίσουμε λίγα στοιχεῖα περὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καθοριστικοῦ παράγοντος στὶς Συνόδους αὐτές. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολι τὸ 1296 ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια εὐλαβῶν γονέων. Διαποτίσθηκε μὲ τὴν εὐσέβεια ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων καὶ ἀνέπτυξε στὸ ἔπακρο τὰ φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματά του. Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἐπρόκειτο νὰ διαπρέψη κατὰ κόσμον σὲ θέσεις ὑψηλὲς τῆς κρατικῆς ἱεραρχίας. Ὅμως, ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν κατέτρωγε, ὡδήγησε τὰ βήματά του στὴν Μοναχικὴ ἀποταγή. Ἀσκήθηκε μὲ αὐταπάρνησι καὶ βαθειὰ ἐπίγνωσι στὸ Παπίκιον ὄρος τῆς Θράκης, στὸ Ἅγιον Ὄρος κυρίως καὶ στὴν Σκήτη τῆς Βεροίας. Ἔζησε μὲ ὑπακοή, ταπείνωσι, προσευχή, μετάνοια, ἐγκράτεια, αὐτοκυριαρχία, μελέτη καὶ διακονία. Καθάρθηκε καὶ ἐλλάμφθηκε ἀπὸ τὸ θεῖον Φῶς, τὸν Ὁποῖον ἐκζητοῦσε ἀπὸ νεότητος μὲ ἀληθινὴ δῖψα πνεύματος («φώτισόν μου τὸ σκότος»!). Ἔδωσε αἷμα καὶ ἔλαβε πνεῦμα3.
Ἔλαβε τὸ χάρισμα τῆς Θεολογίας ἄνωθεν, ἔγινε Θεολόγος ἀπλανὴς τῆς Παραδόσεως καὶ κατεστάθη ὄντως Στόμα Θεοῦ, Κῆρυξ τῆς Χάριτος καὶ Μάστιγα τῶν αἱρέσεων. Ἀνεδείχθη Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως, φυλακίσθηκε τὸ 1343, ἀφωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς φιλαιρετικοὺς τὸ 1344, κατόπιν ὅμως δικαιώθηκε καὶ χειροτονήθηκε Ἀρχιερεὺς τὸ 1347, καὶ ἐν τέλει ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1359. Τὸ δὲ 1368 διεκηρύχθη ἡ Ἁγιότητά του μὲ ἐπίκλησι τῶν πολλῶν καὶ ἐντυπωσιακῶν Θαυμάτων του.
3. Ἡσυχασμὸς
Ο ΑΓΙΟΣ Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι γνωστὸς ὡς Ἡσυχαστὴς Θεολόγος καὶ ὡς ὑπέρμαχος τοῦ Ἡσυχασμοῦ.
Ὁ Ἡσυχασμὸς δυνάμεθα νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι ἐνυπάρχει στὴν οὐσία καὶ στὸν πυρῆνα τῆς Εὐαγγελικῆς Πίστεώς μας. Εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη εὐσέβεια, ἡ ὁδὸς καὶ ἡ μέθοδος ἐσωτερικῆς καθάρσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπανόδου του στὸν Θεό. Εἶναι ἡ ἄσκησι καὶ ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν μὲ μετάνοια καὶ ἀρετή. Εἶναι ἡ προσεκτικὴ καὶ ἐπίμονη ἀποδίωξις τῶν ἐμπαθῶν καὶ ἐφαμάρτων λογισμῶν ἀπὸ τὸν ἔσω ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν καρδία, καὶ ἡ περιφρούρησίς της, ὥστε νὰ ἀποτελέση κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι. Εἶναι ἡ νῆψις, δηλαδὴ ἡ συγκέντρωσις τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, κυρίως μὲ τὴν μονολόγιστη Εὐχὴ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»! Εἶναι τὸ πένθος, ἡ κατάγνωσις καὶ ἡ αὐτομεμψία, ὁ πόνος, τὸ σωματικὸ ἄλγος, ἡ ἀλλαγὴ προσανατολισμοῦ γιὰ ὀρθὴ πορεία καὶ ἐπιλογὴ στὴν ζωή, ὥστε νὰ ἑλκυσθῆ τὸ θεῖον Ἔλεος. Εἶναι ἡ διάνοιξις τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ θεῖον Φῶς. Εἶναι μετοχὴ στὴν πνευματικὴ εὐφροσύνη τῆς θείας Λατρείας, εἶναι Εὐχαριστιακὴ λειτουργικὴ συμμετοχή, ἀλλὰ καὶ ἕνωσις μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐν Ἀληθείᾳ καὶ Χάριτι. Εἶναι ὑγιὴς κοινωνικὴ ζωὴ θυσίας καὶ προσφορᾶς.
Ἀπὸ τὴν Ἁγιοπνευματικὴ πεῖρα τους, οἱ Ἡσυχαστὲς Ἅγιοι καὶ μάλιστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεός, ὅπως ὁ Ἴδιος ὑποσχέθηκε4, γίνεται προσιτὸς καὶ κατοικεῖ στὸν ἄνθρωπο καὶ ἑνώνεται μαζί του καὶ τοῦ μεταδίδει τὴν θεία Ζωή Του, τὸν καθιστᾶ Θεὸν κατὰ χάριν, τὸν θεώνει.
Ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ καὶ ἡ Ἐνέργειά Του, ἡ Ὁποία προέρχεται φυσικῶς ἐκ τῆς Οὐσίας Του, εἶναι Θεία καὶ Ἄκτιστη, γίνεται δὲ μεθεκτὴ ὡς Φῶς· τὸ Φῶς αὐτὸ εἶναι τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, τὸ Ὁποῖο ἔλαμψε διὰ τοῦ Χριστοῦ στὸ Ὄρος Θαβὼρ καὶ εἶναι ἀπείρως ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη γνῶσι καὶ κατάληψι.
Ἐκ τούτου ἐξάγεται, ὅτι στὸν Θεὸ ἔχουμε διάκρισι Οὐσίας, ἡ Ὁποία εἶναι ἐντελῶς ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη γιὰ τὰ δημιουργήματα, καὶ Ἐνεργείας, ἡ Ὁποία εἶναι προσιτὴ καὶ μεθεκτή, ἁγιάζουσα τὸν ἄνθρωπο.
4. Ἡ ἐπίθεσις τοῦ Λατινόφρονος Βαρλαὰμ Καλαβροῦ
ΑΥΤΟΣ ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων, ὄχι μόνον ἀμφισβητήθηκε, ἀλλὰ καὶ εὐτελίσθηκε καὶ ὑβρίσθηκε ἀπὸ τὸν Βαρλαὰμ Καλαβρό, σχολαστικὸ θεολόγο καὶ φιλόσοφο, ὁ ὁποῖος ἦλθε ἀπὸ τὴν Δύσι γιὰ νὰ διδάξη στὴν Ἀνατολή, χρησιμοποιώντας τὴν λογικὴ καὶ τὸν στοχασμὸ σὲ βάρος τῆς θεοπτίας5.
Ἡ ἐπίθεσίς του κατὰ τῶν Μοναχῶν, κατὰ τῆς προσευχῆς, ὅπως καὶ τῆς διακρίσεως στὸν Θεὸ «Οὐσίας» καὶ «Ἐνεργείας», δὲν ἄργησε νὰ ἐκδηλωθῆ. Περιέπαιξε τὴν Νοερὰ Προσευχή, ἀρνήθηκε τὴν διάκρισι Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ ὅτι ἡ Ἐνέργεια εἶναι Ἄκτιστη, ἀποκαλοῦσε πλανεμένους ὅσους δέχονταν τὸ θεῖον Φῶς, τὸ δὲ Θαβώριον Φῶς τὸ θεωροῦσε κατώτερο τῆς νοήσεώς μας, ἐνῶ τὰ θεωρήματα τοῦ νοῦ μας ἀσυγκρίτως καλύτερα ἐκείνου, δίδοντας ἔτσι «λυτρωτικὴ» σημασία στὴν φιλοσοφία6.
Ἄν ὅμως δὲν ὑπάρχει διάκρισις Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεό, ἄν ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, ὅπως ὑποστήριζε ὁ Βαρλαὰμ καὶ ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ Παπικοί, τότε δὲν ὑπάρχει δυνατότητα σωτηρίας.
Ἄν ὁ Νοητὸς Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης ὑπάρχει μέν, ἀλλὰ δὲν καταυγάζει μὲ τὶς θεῖες Ἀκτῖνες Του τὸν κόσμο καὶ ἐμᾶς, γιὰ νὰ μᾶς ζωογονήση καὶ νὰ μᾶς ἀνασύρη ἀπὸ τὰ βάθη τῶν πτώσεών μας στὸ Φῶς τῆς ἁγιότητος, τότε δὲν σχετίζεται μὲ μᾶς, δὲν μᾶς ἐπηρεάζει ἄμεσα, καὶ ἔτσι παραμένουμε ἀλύτρωτοι στὰ θλιβερὰ δεσμά μας καὶ στὸν ἀπέλπιδα ἀγνωστικισμό μας7.
Ἡ ἔλλειψις αὐτῆς τῆς διακρίσεως, ὡδήγησε τὸν Παπισμὸ στὸ Filioque, στὸν νομικισμό, στὸν ἠθικισμό, στὴν θεώρησι τοῦ Πάπα ὡς ἐνδιαμέσου γῆς καὶ οὐρανοῦ, στὴν διπλῆ ἐξουσία του ὡς «ὑπερεπισκόπου» καὶ «βασιλέως-αὐτοκράτορος» κοσμικοῦ κράτους, στὴν ὑποτίμησι τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου, στὴν γενικὴ-ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ Κλήρου, στὸν ραντισμὸ κατὰ τὴν Βάπτισι, στὴν διαφορετικὴ θεολογικὴ θεώρησι τῆς Ἐνανθρωπήσεως («ἐξιλέωσις») καὶ τοῦ Σταυροῦ («δικανικὴ ἱκανοποίησις»), στὴν ποικιλόμορφη ἐκκοσμίκευσι κλπ.8.
Ἡ ἐκ Δυσμῶν αὐτὴ ἐπιδρομή, ἀποτελοῦσε οὐσιαστικὰ ἕνα κτύπημα στὴν καρδιὰ τῆς Ἀνατολῆς, στὸν Ἡσυχασμό.
Ἀλλὰ ὁ Ἡσυχασμός, Προνοίᾳ Θεοῦ, εἶχε ὑπερασπιστὴ τὴν στιγμὴ τῆς μεγάλης ἀνάγκης τὸν πλέον ἔξοχο ἐκπρόσωπό του, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ὁ Ἅγιος ἀνέλαβε τὸ βάρος τοῦ ἀγῶνος κατὰ τῆς ἐπιβουλῆς καὶ πρωτοστάτησε στὴν διὰ ἐκκλησιαστικοῦ παραδοσιακοῦ τρόπου ἐπίλυσι τῆς διαφορᾶς. Ὁ ἀγώνας δὲν ἦταν προσωπικὸς ἤ καιρικός. Ἡ Πίστις ἔπρεπε νὰ ὁριοθετηθῆ καὶ νὰ διασφαλισθῆ ἀπὸ κάθε παρόμοια μελλοντικὴ ἐπίθεσι, καὶ ὁ τρόπος ἦταν ὁ γνωστὸς καὶ καθιερωμένος στὴν Ἐκκλησία: διὰ Συνόδου Ἐκκλησιαστικῆς.
5. Ἡ ἀναγκαιότης Συνοδικῆς ἀντιμετωπίσεως
Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ Ἐκκλησία, θεωρεῖ ὡς ἀνώτερο κριτήριο ἐκκλησιαστικότητος τὴν Μεγάλη Σύνοδο καὶ μάλιστα τὴν Οἰκουμενική, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζει τὰ σοβαρὰ προβλήματα Πίστεως καὶ Τάξεως στὴν Ἐκκλησία, ἰδίως ὅταν ἡ σωτηρία διακυβεύεται. Ἀσχολεῖται δηλαδὴ μὲ ζωτικὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν ἄμεσα στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων9.
Στὴν προκειμένη περίπτωσι, ἐφ’ ὅσον μέσῳ τοῦ Βαρλαὰμ καὶ ἐν συνεχείᾳ τῶν ὑποστηρικτῶν καὶ συνεχιστῶν του Ἀκινδύνου καὶ Γρηγορᾶ εἴχαμε σύγκρουσι Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως10, μὲ τὴν ἀπόπειρα μεταφορᾶς τῆς δυτικῆς αἱρετικῆς ἀλλοτριώσεως στὴν Ἀνατολή, τὸ καίριο τοῦτο πρόβλημα ἔχρηζε Συνοδικῆς ἀντιμετωπίσεως καὶ μάλιστα διευρυμένης.
Τὸ κύριο θέμα ἦταν δογματικὸ καὶ ἀφοροῦσε ἄμεσα στὴν σωτηρία. Ὅπως οἱ παλαιοὶ αἱρετικοὶ Ἀρειανοὶ μία χιλιετία νωρίτερα πρέσβευαν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα, ἔτσι καὶ ὁ Βαρλαὰμ δίδασκε ὅτι ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή11. Τὸ θέμα αὐτὸ ἀποτελοῦσε συνέχεια τῆς περί Θελήσεων καὶ Ἐνεργειῶν στὸν Χριστὸ διδασκαλίας τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὅπως ἡ ἀνθρώπινη Φύσι στὸν Χριστὸ εἶχε Θέλησι καὶ Ἐνέργεια κτιστή, ἔτσι καὶ ἡ θεία Φύσι Του εἶχε Θέλησι καὶ Ἐνέργεια Ἄκτιστη.
6. Ἡ πρώτη Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1341
Η ΠΡΩΤΗ Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος12 συνῆλθε τὴν 10η Ἰουνίου τοῦ 1341 στὸν Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολι. Συνεκλήθη ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Γ’ τὸν Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος ἔλαβε μέρος ὡς Πρόεδρος, καὶ συμμετεῖχαν ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας, Ἐπίσκοποι, Ἀρχιμανδρῖται, Ἡγούμενοι, Συγκλητικοὶ καὶ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι, ὡς καὶ πλῆθος λαοῦ. Οἱ Συνεδριάσεις ἦσαν δημόσιες καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς κοινῆς γνώμης ἔντονο.
Οἱ κατηγορίες τοῦ Βαρλαὰμ κατὰ τῶν Ἡσυχαστῶν ἐστράφησαν ἐναντίον τοῦ Θαβωρίου Φωτὸς καὶ τῆς Προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος καὶ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἡσυχαστῶν, ὑπερασπίσθηκε τὴν ὀρθὴ δόξα ἐπὶ τῶν θεμάτων τούτων. Τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, ὑπεστήριξε ἐκ τῆς ἁγιασμένης πείρας του, δὲν ἦταν ὑλικὸ καὶ πεπερασμένο, δὲν ἦταν ἐξωτερικὴ δόξα τοῦ σώματος, ἀλλὰ Δόξα καὶ Λαμπρότητα τῆς ὑποστατικὰ ἑνωμένης μὲ τὸ σῶμα Θεότητος. Ἐπίσης, δὲν ἦταν Οὐσία Θεοῦ, ἀλλὰ Ἐνέργεια καὶ Χάρις, προσιτὴ καὶ μεθεκτὴ στοὺς ἀξίους. Ἔτσι ἀναγνωρίσθηκε πανηγυρικὰ ἡ «ἀπόρρητος διάκρισις» καὶ «ὑπερφυὴς ἕνωσις» Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεὸ καὶ καταρρίφθηκε ἡ κατηγορία γιὰ δῆθεν διθεΐα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου.
Ἡ δὲ Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἔλαβε τὴν Ἁγιογραφικὴ καὶ Πατερικὴ θεμελίωσί της καὶ ἀπορρίφθηκε κάθε κατηγορία ἐναντίον της.
Ὁ Βαρλαὰμ εὑρισκόμενος σὲ δυσχερῆ θέσι, ζήτησε συγγνώμην καὶ ἐπικαλέσθηκε ἄγνοια, ἀλλὰ ὅπως φάνηκε ἐν συνεχείᾳ, ἐφ’ ὅσον ἐξήμεσε καὶ πάλι τὸ δηλητήριο τῆς αἱρέσεώς του καὶ κατέφυγε στὴν Ἰταλία, ὅπου ὁ Πάπας τὸν ἐχειροτόνησε ἐπίσκοπο, ἡ μεταμέλειά του ἦταν ὑποκριτικὴ καὶ ἐπίπλαστη.
● Μετὰ τὴν φυγὴ τοῦ Βαρλαάμ, τὸν ἀντι-ησυχαστικὸ ἀγῶνα συνέχισε ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος, ὁ ὁποῖος ἀμφισβήτησε ὅτι εἶχε λυθῆ τὸ δογματικὸ ζήτημα διακρίσεως Οὐσίας καὶ Ἐνεργείας στὸν Θεό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, χρειάσθηκε νὰ συγκληθῆ νέα Σύνοδος13, ὡς συνέχεια τῆς προηγουμένης, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1341, στὸν Ναὸ καὶ πάλι τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μεγάλου Δομεστίκου Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ, προσωρινοῦ Ἐπιτρόπου τοῦ ἀνηλίκου Αὐτοκράτορος Ἰωάννου Ε’ τοῦ Παλαιολόγου, ἐφ’ ὅσον στὸ μεταξὺ ὁ Αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Γ’ εἶχε ἀποβιώσει αἰφνιδίως λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν προηγουμένη Σύνοδο τοῦ Ἰουνίου. Ἔλαβαν μέρος ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας καὶ ὅσοι συμμετεῖχαν στὴν προηγουμένη Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τὸν Ἀκίνδυνο καὶ τοὺς ὁμόφρονάς του ὡς ὁμοδόξους τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαάμ.
Κατόπιν αὐτοῦ, συντάχθηκε Τόμος τῆς κοινῆς θεωρουμένης Συνόδου τοῦ Ἰουνίου καὶ τοῦ Αὐγούστου τοῦ 134114, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ὁποίου εἶναι ἀφιερωμένο στὸ δογματικὸ ζήτημα τοῦ Θαβωρίου Φωτὸς καὶ ἐκφράζει τὶς θέσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ.
● Ἐνωρίτερα, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1340, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς γιὰ νὰ ἐνισχύση τὸν ἐπικείμενο ἀγῶνα του κατὰ τοῦ Βαρλαάμ, μετέβη ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συνέταξε τὸν περίφημο «Ἁγιορειτικὸν Τόμον ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», ἕνα κείμενο δογματικό, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀποφασιστικὴ σημασία στὴν ἐξέλιξι τῆς διαμάχης, ὡς πρὸς τὴν ἐπικράτησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων. Ἐντὸς αὐτοῦ συνοψίζεται ἔξοχα ἡ Ἡσυχαστικὴ Θεολογία15. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, διεκήρυσσε ἐκ τῶν ὑστέρων, «ὅ τε γὰρ Ἁγιορειτικὸς καὶ ὁ Συνοδικὸς Τόμος, ἡ ἡμετέρα ὁμολογία ἐστίν»16.
Μετὰ δὲ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341, ἅπαντες οἱ ἐκ τῶν προυχόντων, ἀποκαλοῦσαν τὸν θεῖο Γρηγόριο «διδάσκαλον εὐσεβείας καὶ κανόνα δογμάτων ἱερῶν καὶ στύλον τῆς ὀρθῆς δόξης καὶ πρόμαχον τῆς Ἐκκλησίας»17.
7. Ἡ δευτέρα Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1347
ΤΗΝ ἑπομένη περίοδο, εἴχαμε ἔκρηξι θλιβεροῦ ἐμφυλίου πολέμου στὴν Πολιτεία, μὲ ἀνάμιξι τοῦ πολιτικῶς φιλοδόξου Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα καὶ μία ἀνανέωσι τῆς λεγομένης «ἡσυχαστικῆς ἔριδος». Ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διεφώνησαν ὡς πρὸς τὶς ἀντιμαχόμενες παρατάξεις, καὶ ὁ Ἀκίνδυνος ἐπανῆλθε στὸ προσκήνιο καὶ ἄρχισε καὶ πάλι ἀντι-ησυχαστικὴ δρᾶσι μὲ τὴν κάλυψι τοῦ ἐκπεσόντος πλέον πατριάρχου18. Ὁ δὲ Ἅγιος διακόψας τὴν κοινωνία μετὰ τοῦ πατριάρχου, εὑρέθη στὴν φυλακὴ (1343) μὲ τὴν καταγγελία μάλιστα καὶ τῆς αἱρέσεως19 (!) καὶ ὑπέστη δῆθεν ἀφορισμὸ (1344) ἀπὸ τὸν ἀκινδυνιστὴ πατριάρχη, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστῆ πλέον ἄκρως ἐπικίνδυνος καὶ πολυκίνδυνος, τὸν ὁποῖον (ἀφορισμὸν) ὁ Ἅγιος βεβαίως δὲν ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν του καὶ τὸν θεώρησε, ὅπως καὶ ἦταν, ἄκυρο κατὰ πάντα.
Ὅμως, ἡ συνεχὴς ἄνοδος τοῦ γοήτρου τοῦ Ἁγίου -ὁ ὁποῖος συνέχισε τὸν ἀντι-αιρετικὸ ἀγῶνα κυρίως μὲ συγγραφές, ἀλλὰ καὶ τὴν σύνταξι ἐξόχων πνευματικῶν ἔργων-, οἱ λανθασμένες καὶ ἀλλοπρόσαλλες ἐνέργειες τοῦ Λατινόφρονος πατριάρχου καὶ ἡ τροπὴ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, ὡδήγησαν στὴν σύγκλησι νέας Συνόδου στὰ Ἀνάκτορα, στὴν Κωνσταντινούπολι, στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 134720.
Σὲ αὐτὴν προήδρευσε ἡ Βασίλισσα Ἄννα Παλαιολογίνα μὲ τὸν ἀνήλικο υἱό της Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Ὁ ὑπόδικος πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας δὲν ἔλαβε μέρος, ἀλλὰ συμμετεῖχαν Ἀρχιερεῖς, Συγκλητικοί, ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Μοναχοὶ καὶ ἀνώτεροι κρατικοὶ ὑπάλληλοι. Ὁ Τόμος τοῦ 1341 ἐπικυρώθηκε, τὰ γραπτὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα ἐξετάσθηκαν καὶ ἀπεδείχθησαν κακόδοξα καὶ ἔτσι καταδικάσθηκε ὁριστικῶς ὁ Ἀκίνδυνος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εὐφημίσθηκε, ὁ δὲ πατριάρχης κηρύχθηκε ἔκπτωτος καὶ καθαιρέθηκε, γιὰ ἀπόκλισι ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία «πρὸς τὰ κακόδοξα δόγματα τῆς λατινικῆς Ἐκκλησίας, ἐν οἷς καὶ ἡ ἀναγνώρισις τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα»21, ἐπίσης γιὰ τὴν ἄδικη καταδίκη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ὡς καὶ γιὰ τὸ ὅτι χειροτόνησε κληρικὸ τὸν αἱρετικὸ Ἀκίνδυνο22. Ἡ Σύνοδος εἶχε καὶ ἄλλες Συνεδριάσεις καὶ ἐξέδωσε Τόμο23, τὸν ὁποῖον ὑπέγραψαν συνολικὰ τριάντα Ἐπίσκοποι. Πατριάρχης χειροτονήθηκε ὁ Ἡσυχαστὴς Ἰσίδωρος Βουχερᾶς, ὁ δὲ ἱερὸς Γρηγόριος ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
8. Ἡ τρίτη Μεγάλη Ἡσυχαστικὴ Σύνοδος τοῦ 1351
ΜΕΤΑ τὸν θάνατο τοῦ Ἀκινδύνου καὶ τοῦ πρώην πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, τὴν σκυτάλη τοῦ ἀντι-ησυχαστικοῦ ἀγῶνος παρέλαβε ὁ πολυμερὴς λόγιος Νικηφόρος Γρηγορᾶς, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τοῦ 1346 ἄρχισε νὰ γράφη ἀντιρρητικοὺς λόγους κατὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Μετὰ μάλιστα τὴν Κοίμησι τοῦ Ἁγίου Πατριάρχου Ἰσιδώρου καὶ τὴν ἀνάρρησι στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τοῦ ἐπίσης Ἡσυχαστοῦ Ἁγιορείτου Καλλίστου (1350), ὁ ὁποῖος εἶχε προστριβὲς μὲ τοὺς Ἀκινδυνιστές, κρίθηκε ὅτι χάριν τῆς εἰρηνεύσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ἀπαιτεῖτο νέα Σύνοδος, γιὰ ὁριστικὴ κατάπαυσι τῆς διαμάχης.
Ἡ τρίτη Ἡσυχαστικὴ «θεία καὶ ἱερὰ Σύνοδος»24 συνεκλήθη στὶς 28 Μαΐου τοῦ 1351 στὰ Ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολι ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνὸ καὶ τὸν Πατριάρχη Ἅγιο Κάλλιστο. Αὐτὴ ὑπερέβαινε τὶς προηγούμενες δύο σὲ ἀριθμὸ συμμετεχόντων Ἀρχιερέων, ὡς καὶ λογίων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν. Συμμετεῖχαν 32 Ἐπίσκοποι, βεβαίως καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ἐπιφανῆ μέλη τῆς Αὐτοκρατορικῆς οἰκογενείας, μέλη τῆς Συγκλήτου, Ἄρχοντες, Ἡγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοὶ καὶ λαϊκοί. Ἡ ἀντίπαλη παράταξις τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ περιελάμβανε τοὺς καθαιρεθέντας ἀπὸ τὴν Σύνοδο τοῦ 1347 μητροπολίτας Ἐφέσου Ματθαῖο καὶ Γάνου Ἰωσὴφ καὶ ἄλλους κληρικούς, στοὺς ὁποίους προσετέθη καὶ ὁ μητροπολίτης Τύρου Ἀρσένιος, ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ πατριάρχου Ἀντιοχείας.
Οἱ ἀντι-ησυχαστὲς ἀρχικῶς ἐξέφρασαν τὴν ἀντίδρασί τους γιὰ τὴν προσθήκη ἡσυχαστικῶν ἐκφράσεων στὴν ὁμολογία Πίστεως τῶν νεοχειροτονουμένων Ἀρχιερέων καὶ γιὰ ὡρισμένες ἐκφράσεις στὰ Ἀντιρρητικὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἀλλὰ ἀντιμετωπίσθησαν καταλλήλως. Στὴν δεύτερη Συνεδρίασι, ὁ ἱερὸς Παλαμᾶς ἐπὶ κατηγοριῶν ἐναντίον του κατέθεσε Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἀκριβοῦς δογματικῆς τοποθετήσεώς του, ἡ ὁποία ἐπιδοκιμάσθηκε. Στὶς ἑπόμενες ἐπίσης δύο Συνεδριάσεις, ἡ Ἀλήθεια διέλαμψε, οἱ Τόμοι τῶν Συνόδων τοῦ 1341 καὶ 1347 ἀπέδειξαν τὴν κακοδοξία καὶ καταδίκη τῶν ἀντι-ησυχαστῶν καὶ σὲ μία τελευταία πέμπτη Συνεδρίασι, συνεζητήθησαν καὶ ἀπαντήθησαν ἐπιγραμματικῶς καὶ ὀρθοδόξως σὲ ἕξι δογματικὰ «Κεφάλαια» τὰ ἐρωτήματα τῶν ἀντιπάλων, τὰ ὁποῖα συνοψίζονται ὡς ἑξῆς:
«1. Ὑπάρχει διάκρισις μεταξὺ θείας οὐσίας καὶ θείας ἐνεργείας. Διαφέρουν μεταξύ τους σὲ αὐτό, ὅτι ἡ μὲν θεία ἐνέργεια μετέχεται καὶ διαμερίζεται ἀμερίστως καὶ ὀνομάζεται καὶ κάπως κατανοεῖται ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά της, ἄν καὶ ἀμυδρῶς, ἐνῶ ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀμέθεκτος καὶ ἀμέριστος καὶ ἀνώνυμος, δηλαδὴ ἐντελῶς ὑπερώνυμος καὶ ἀκατάληπτος.
2. Ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι ἄκτιστος.
3. Αὐτὸ δὲν προκαλεῖ στὸν Θεὸ καμμία σύνθεσι.
4. Ἡ θεία καὶ ἄκτιστος ἐνέργεια ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Θεότης.
5. Γνωρίζουμε ὅτι ἡ θεία οὐσία καὶ ἡ θεία φυσικὴ ἐνέργεια εἶναι ἀχώριστες. Διότι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἐνέργεια χωριστὰ ἀπὸ τὴν οὐσία στὴν ὁποίαν ἀνήκει.
6. Τὸ φῶς τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἄκτιστο»25.
Ἡ Σύνοδος ἐπεκύρωσε τοὺς Τόμους τῶν Συνόδων τοῦ 1341 καὶ 1347, ἀναθεμάτισε τοὺς Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνο καὶ ἀπέκοψε τῆς Ἐκκλησίας τοὺς ὁμόφρονάς των, ἐπιβάλλουσα στοὺς κοινωνοῦντας ἐν γνώσει μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπίσης τὸ ἀνάθεμα καὶ θεωροῦσα τοὺς κληρικοὺς ἐξ αὐτῶν ἐστερημένους «πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας»26. Μετὰ τὸ πέρας τῆς Συνόδου, συντάχθηκε Τόμος, ὁ ὁποῖος ὑπογράφθηκε ἐν τέλει ἀπὸ τρεῖς Αὐτοκράτορες, τρεῖς Πατριάρχες, καὶ ἀπὸ 50 καὶ πλέον Ἀρχιερεῖς27.
● Ἡ δὲ Ἡσυχαστικὴ διδασκαλία περιελήφθη στὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖο ἀναγινώσκεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ἑκάστου ἔτους, ὡς σύμφωνη κατὰ πάντα «μὲ τὴν θεόπνευστη θεολογία τῶν ἁγίων καὶ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας»28.
9. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 εἶναι Σύνοδος Οἰκουμενικὴ
ΣΕ σχετικὰ πρόσφατο κείμενο, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἐπιχειρηματολογία ὑπὲρ τῆς θεωρήσεως τῆς Συνόδου τοῦ 1351 ὡς Θ’ Οἰκουμενικῆς29:
− συμπεριελήφθησαν σὲ Αὐτὴν καὶ οἱ Τόμοι τῶν προηγουμένων Ἡσυχαστικῶν Συνόδων τοῦ 1341 καὶ 1347 καὶ ἔτσι δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ἀπὸ κοινοῦ ὡς μία Σύνοδος, καταδικάσασα τοὺς αἱρετικοὺς Βαρλαάμ, Ἀκίνδυνο καὶ Γρηγορᾶ, καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς·
− θεωροῦσε ἑαυτὴν συνέχεια τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ μάλιστα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς·
− κατέγραψε τὶς ἀπόψεις τῶν ἀνωτέρω αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὴν ἄκτιστη Ἐνέργεια καὶ τὴν μέθεξι Αὐτῆς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ ἀπέδειξε τὸν αἱρετικὸ χαρακτῆρα τους, ἀνακηρύσσουσα τὸν Ἡσυχασμὸ ὡς προϋπόθεσι μεθέξεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ γνήσιας λειτουργικῆς θείας ἐμπειρίας·
− τεκμηρίωσε τὴν Ἡσυχαστικὴ Θεολογία στὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τέλος
− ἐπικύρωσε τὰ δίκαια ἀναθέματα κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἐφ’ ὅσον δὲν μετενόησαν, τοὺς δὲ ὁμόφρονάς τους θεώρησε ὡς «ἀποκηρύκτους τε καὶ ἀποβλήτους τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Ἔχει δὲ ἐκφρασθῆ καὶ ἄλλοτε ἡ σοβαρὰ ἄποψις, ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 «ἀξίζει νὰ συναριθμῆται εἰς τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων δὲν ὑστερεῖ εἰς τίποτε ὡς πρὸς τὴν σωτηριολογικὴν σημασίαν τῆς θεολογίας της. Ἡ Σύνοδος αὕτη ἀποτελεῖ τὴν ἀπόδειξιν τῆς συνεχείας τῆς συνοδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς ζώσης ἐμπειρίας καὶ θεολογίας περὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας»30.
Ἡ ὑποστήριξις περὶ τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξεφράσθη ἤδη ἀπὸ τοῦ ΙΔ’-ΙΕ’ αἰῶνος ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Νείλου (εἰδικῶς περὶ τῆς Συνόδου τοῦ 1341)31, στὰ δὲ νεώτερα χρόνια ὑπεστήριξαν καὶ ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψι αὐτὴ γνωστοὶ Θεολόγοι (Ἰωάννης Ρωμανίδης, Γεώργιος Μεταλληνός, Θεόδωρος Ζήσης, Ἱερόθεος Βλάχος, Ἀθανάσιος Γιέβτιτς κ.ἄ.).
Ἐφ’ ὅσον οἱ Σύνοδοι αὐτὲς συνεκλήθησαν μὲ διαταγή, παρουσία καὶ συμμετοχὴ Αὐτοκρατόρων, ἀσχολήθηκαν μὲ θέματα δογματικὰ καὶ ὄχι κανονιστικά, ἀφορῶντα ἄμεσα στὴν σωτηρία καὶ ὄχι θεωρητικά, προσετέθησαν μάλιστα τὰ συμπεράσματά τους στὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ διεκήρυξαν κατὰ τρόπον δεσμευτικὸν τὶς ἀποφάσεις τους γιὰ τὸ Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐπεδοκίμασε αὐτές, ἐμπεριέχουν σαφέστατα τὸν χαρακτῆρα τῆς οἰκουμενικότητος32.
10. Ἡ ἀνάγκη ἐπισήμου διακηρύξεως τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ο ΑΙΩΝΑΣ ποὺ παρῆλθε, ἦταν ὁ αἰώνας τῆς οἰκουμενιστικῆς αἰχμαλωσίας τοῦ πλείστου μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὰ οἰκουμενιστικὰ δεσμά, τὰ ὁποῖα ἐχαλκεύθησαν μετὰ μάλιστα τὴν Β’ Βατικανὴ σύνοδο τῶν Παπικῶν καὶ τὴν λεγομένη Ἄρσι τῶν Ἀναθεμάτων πρὸ 50ετίας, ὡς καὶ τὸν ἔκδηλο φιλοπαπισμὸ τῶν ἡγητόρων τῆς ἐπισήμου λεγομένης ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, ἔγιναν ἰδιαιτέρως συνθλιπτικά. Ὁ λόγος γιὰ διακήρυξι τῆς Η’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου καὶ τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι -ὅπως τονίσθηκε- ἄκρως ἐπίκαιρος, εἶναι σαφῶς Θέλημα Θεοῦ. Ἡ καταδίκη τῶν «λατινιζόντων» ἀντι-ησυχαστῶν τοῦ ΙΔ’ αἰ. στρέφεται ἐν γένει κατὰ τῶν Λατινοφρόνων καὶ κατὰ τῆς «Λατινικῆς Ἐκκλησίας»33, ἡ ὁποία διακρατεῖ μέχρι σήμερα τὶς Βαρλααμιτικὲς καὶ λοιπὲς ἀντι-ησυχαστικὲς διδασκαλίες, ὡς καὶ ὅλες τὶς πλάνες καὶ αἱρέσεις ποὺ σχετίζονται ἄμεσα ἤ ἔμμεσα πρὸς αὐτές.
Ἡ νίκη κατὰ τοῦ Βαρλαὰμ ἦταν νίκη κατὰ τῆς Δύσεως, τὴν ὁποίαν ἐκπροσωποῦσε ἐκεῖνος, καὶ κατὰ τοῦ Λατινισμοῦ, ἡ δὲ καταδίκη τοῦ Βαρλαὰμ ἦταν καταδίκη «κατ’ αὐτῆς τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία ἀναθεματίζεται καὶ ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας34.
Ὅμως, ἐδῶ ἔγκειται ἡ τραγικότητα τῆς σήμερον:
Οἱ Οἰκουμενισταὶ καὶ Λατινόφρονες πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, κληρικοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἀκόλουθοι αὐτῶν, προσπαθοῦν διὰ συνόδου, τῆς ἀπὸ 50ετίας προετοιμαζομένης καὶ ὡς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης» ὑπ’ αὐτῶν χαρακτηριζομένης, νὰ ἐπιβάλλουν καὶ ἐπευλογήσουν/καθιερώσουν τὰ θανατηφόρα ἐκκλησιολογικῶς οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα καὶ «ἐπιτεύγματά» τους· καὶ ὄχι μόνον δὲν διανοοῦνται νὰ καταδικάσουν τὶς «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» τους τῆς αἱρετικῆς Δύσεως, ἀλλ’ ὅλως ἀντιθέτως ἐπιθυμοῦν τὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισι καὶ ἀμνήστευσί τους, καὶ τὴν παραδοχὴ καὶ ἀποδοχὴ γενικὰ τοῦ ἀλλοτριωμένου καὶ αἱρετικοῦ χριστιανισμοῦ, ὡς αὐθεντικοῦ! Τοῦτο ἀναμένεται νὰ συμβῆ, ἀνοικτῶς ἤ συγκεκαλυμμένως, τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 στὴν Κωνσταντινούπολι.
Ἐξ αὐτοῦ, εἶναι σαφὲς ὅτι ἀπωλέσθησαν ἀπὸ τοὺς ἡγήτορας τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, τὰ αὐθεντικὰ κριτήρια τῆς Ἀληθείας, δηλαδὴ τὰ Ἡσυχαστικά, καὶ ἔτσι συναπωλέσθηκε ἡ αἴσθησις ἀναγνωρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἁγιότητος καὶ σωτηρίας, δηλαδὴ τῆς γνησίας Χάριτος, ἀπὸ τὴν νόθα τοιαύτη, τὴν πλανερὴ καὶ σφαλερή! Εἶναι βέβαιον ὅτι γιὰ τὸν σκοτασμὸ αὐτὸ τῶν ψυχῶν τῶν συγχρόνων «πατέρων», εὐθύνεται ἡ ἔλλειψις ταυτότητος βιώματος πρὸς τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐπηρεασμὸς ἀπὸ τὸν οἰκουμενιστικὸ συγχρωτισμό τους μὲ τοὺς πολυποικίλους αἱρετικούς, ὡς καὶ ὁ σύγχρονος ἐκκοσμικευμένος τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄκρως ἀντι-ησυχαστικός. Ὁπότε, οἱ σύγχρονοι ταγοὶ τῆς ἐπισήμου λεγομένης ὀρθοδοξίας ἀντὶ νὰ ἀντλήσουν «ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» καὶ νὰ διέλθουν τὴν καθαρτικὴν ὁδὸν τῆς ἀσκήσεως, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς, ὡς ἀπαραιτήτων προϋποθέσεων γιὰ ὄντως εὐχαριστιακὴ μετοχὴ καὶ ἐμπειρία, ὥστε νὰ λάβουν Φῶς ἐκ Φωτός, καὶ νὰ μεταδώσουν αὐτὸ στοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ καθημένους, ἐτράπησαν ἀλλοῦ γιὰ ψευδο-φωτισμό· ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐκπέμπεται τὸ θεῖον καὶ ἱλαρὸν Φῶς τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ τὸ σκότος τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης τῆς αὐταρεσκείας, τῆς λογικοκρατίας καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος, δηλαδὴ τοῦ Βαρλααμισμοῦ, τοῦ κυρίου αὐτοῦ ἰδιώματος τοῦ Λατινισμοῦ καὶ ὅλων τῶν ἐξ αὐτοῦ πλανῶν, ὧν τὸ ὄνομα «λεγεών»…
Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς θλιβερᾶς διαπιστώσεως, ἔχει ὀρθῶς ἐπισημανθῆ, ὅτι ὁποιαδήποτε Σύνοδος -ἡ ὁποία θὰ ἤθελε νὰ χαρακτηρίζεται καὶ νὰ εἶναι ὄντως Πανορθόδοξος-, δὲν διακηρύξη πρωτίστως τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους Η’ καὶ Θ’, θὰ εἶναι καὶ θὰ χαρακτηρίζεται κατὰ τοῦτο ὡς Ψευδοσύνοδος35! Διότι, οἱ Σύνοδοι αὐτὲς ἀποτρέπουν τὸν σχετικισμό, τὴν πλάνη, τὴν ἐκκοσμίκευσι καὶ τὸν Οἰκουμενισμό, προτείνουν δὲ καὶ διδάσκουν τὴν Ἀληθινὴ Ἑνότητα, Κοινωνία καὶ Σωτηρία στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ Σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ Ἑνὸς καὶ Μοναδικοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὑπάρχει σήμερα μεγάλη σύγχυσις καὶ ἐκτροπὴ στὶς διαχριστιανικὲς καὶ διαθρησκειακὲς σχέσεις τοῦ πανθομολογουμένως συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ παναιρετικὸς Παπισμός, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἀμετανόητο Πάπα, διεκδικεῖ νὰ ἀποτελῆ τὸ ἑνοποιητικὸ κέντρο μιᾶς παγκοσμιοποιημένης θρησκείας ἑνὸς παγκοσμιοποιουμένου κόσμου.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐν προκειμένῳ, ἐμπνέει διάθεσι ὁμολογίας, ἀλλὰ καὶ μαρτυρίου. Καλεῖ σὲ μετάνοια, ὄχι σὲ ἐπανάπαυσι. Βεβαίως καὶ δὲν μᾶς προτείνει ἕνα αὐτάρεσκο κλείσιμο στὸ ἐγώ μας, προσωπικῶς καὶ ἐκκλησιαστικῶς. Ἀλλά, μᾶς παραδίδει τὴν μέθοδο γιὰ τὴν ἀπόθεσι τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀνακάλυψι τῆς κρυμμένης Χάριτος ἐντὸς ἡμῶν, πρὸς ἐπίτευξιν ἀληθοῦς κοινωνίας, ἐκκλησιαστικῶς δὲ μᾶς προτρέπει σὲ παραδοσιακὴ καὶ δημιουργικὴ διατύπωσι τῆς Πίστεως, ἀναλόγως τῶν προκλήσεων καὶ τῶν ἀναγκῶν τοῦ σήμερα, ὄχι ὅμως σὲ ἐπανερμηνεία ἤ νοθεία Αὐτῆς.
Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος μᾶς ὑποδεικνύει τὴν Συνοδικὴ ὁδό, ὡς τὴν ἁρμοδία πρὸς τελεσίδικον ἐπίλυσιν τῶν ἀντιλεγομένων ζητημάτων καὶ μάλιστα τῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν στὴν Ἐκκλησία. Διὰ τοῦ τρόπου τούτου ὁριοθετεῖται ἡ Ἀλήθεια, βάσει τοῦ κριτηρίου τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, καὶ στηλιτεύεται καὶ καταδικάζεται ἡ πλάνη καὶ ἡ αἵρεσις· περὶ δὲ τῶν ἀμετανοήτων αἱρετικῶν διακηρύσσεται ἡ ὑφισταμένη ἔκπτωσίς τους ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Εἴθε τὰ ὑγιῆ ἡσυχαστικὰ κριτήρια νὰ μὴ ἀπωλεσθοῦν ἀπὸ ὅσους τουλάχιστον ἐκπροσωποῦν τὴν Γνησία Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ τὴν Συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας στὴν μεγάλη σύγχρονη ἀποστασία, ἀλλὰ νὰ ἀποτελέσουν τὴν βάσι γιὰ τὴν μαρτυρία τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἐλπίδος καὶ τὴν καταδίκη κάθε κακοδοξίας.
Σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ κινεῖται ἡ ἑνωμένη μάλιστα -στὸ μεγαλύτερο μέρος της- ἀπὸ τοῦ Μαρτίου τοῦ παρελθόντος ἔτους Γνησία Ὀρθοδοξία, διὰ τοῦ γνωστοῦ Ὁμολογιακοῦ Ἑνωτικοῦ Κειμένου Αὐτῆς: «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ – Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικά»36, μὲ τὴν πρόβλεψι ὅπως ἐν Συνόδῳ Μεγάλῃ καὶ Γενικῇ Αὐτῆς διακηρύξη πανηγυρικῶς τὴν Οἰκουμενικότητα τῶν Συνόδων Η’ καὶ Θ’ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ ὅτι ἀποτελεῖ τὴν ὀργανικὴ συνέχεια Αὐτῶν διὰ τῆς διαπιστώσεως τῆς πλήρους καὶ ὁριστικῆς ἀντιθέσεως Ὀρθοδοξίας καὶ Συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς ἀλληλο-αποκλειομένων, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Θεομητορικαῖς, Ἀποστολικαῖς καὶ Πατερικαῖς πρεσβείαις. Ἀμήν!
Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης
Φυλὴ Ἀττικῆς, Νοέμβριος 2015
Παραπομπές:
1. Ἐπισκόπου Ὠρεῶν Κυπριανοῦ, «Ὁ Μέγος Φώτιος καὶ ἡ Η’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος – Πατερικὴ Συνοδικότης καὶ Παπισμός», στὸ περιοδ. «Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καὶ Μαρτυρία», Περ. Γ’, Ἀριθ. 5/Δεκέμβριος 2011, σσ. 40-48.
2. Βλ. www.ecclesiagoc.gr/index.php/ekklisiologika/800-omologia-pistews .
3. Περὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐγράφησαν πολλὰ ἔργα· ἐνδεικτικῶς, βλ. Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, Ὁ Κῆρυξ τῆς Χάριτος καὶ τοῦ Φωτός, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ Κουφαλίων Θεσσαλονίκης, 1984, σσ. 146, καὶ Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔκδ. β’, Ἅγιον Ὄρος – Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 290. Σὲ αὐτὰ παρουσιάζεται καὶ ὁ ἐν συνεχείᾳ ἀναφερόμενος Ἡσυχασμός, περὶ τοῦ ὁποίου βλ. ἐνδεικτικὰ καὶ κείμενο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: www.paterikiorthodoxia.com/2012/05/663. html
4. Βλ. Ἰωάν. ιδ’ 23: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν».
5. Βλ. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», στὸ Ἐκκλησία καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβάδεια 1990, σελ. 270.
6. Γενικά, οἱ ἀντι-ησυχαστὲς «ἐπίστευον ὅτι μόνον ἡ φυσικὴ γνῶσις τῶν ὄντων ὁδηγεῖ εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι αὕτη λειτουργεῖ ὡς ὄργανον ἀπαραίτητον εἰς τὴν λύτρωσιν τοῦ ἀνθρώπου» (Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, «Οἱ καταδικασθέντες αἱρετικοὶ ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Συνόδων πολέμιοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ», στὸν Τόμο Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν Ἱστορία καὶ τὸ Παρόν, ἔκδ. Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 575).
7. Βλ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Τὸ Μήνυμα τῆς Διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἰς τὴν Ἐποχήν μας» (Μάϊος 2010), βλ. www.impantokratoros.gr/grigorios-palamas-metallinos.el.aspx
8. Αὐτόθι.
9. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου, 2009, σελ. 13-14· ἐπίσης, Ἀθανασίου Γιέβτιτς, «Παράδοσις καὶ Ἀνανέωσις ἐν τῷ θεσμῷ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων», στὸ Χριστὸς Ἀρχὴ καὶ Τέλος, ἔκδ. Ἱδρύματος Γουλανδρῆ-Χόρν, Ἀθήνα 1983, σσ. 149-199.
10. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 18. Ἐπίσης, Χρήστου Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1996, σελ. 79.
11. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 258.
12. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οἱ Ἡσυχαστικὲς Ἔριδες κατὰ τὸν ΙΔ΄ αἰῶνα, ἐκδ. «Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 49-56.
13. Αὐτόθι, σελ. 56-60.
14. Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Ι, ἐν Ἀθήναις 1960, σελ. 354-366.
15. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 43· ἀνάλυσι αὐτοῦ βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 152-162.
16. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 63 («Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα», 45, Συγγράμματα, Β’, σελ. 621).
17. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 66 (PG 151, στλ. 600Α).
18. Ὡς γνωστόν, ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1341 καὶ ἐξ αἰτίας ἀκόμη καὶ πολιτικῶν φιλοδοξιῶν, ἔλαβε ὡς σύμμαχό του τὸν Ἀκίνδυνο (βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 72)· τότε ὅμως ὁ Ἅγιος Γργόριος διέκοψε τὴν κοινωνία μετ’ αὐτοῦ, ἐφ’ ὅσον κατέστη πλέον ἀκοινώνητος-πεπτωκώς, χωρὶς ἀκόμη ὁ πατριάρχης νὰ ἔχη κριθῆ καὶ κατακριθῆ ἀπὸ Σύνοδο. Ἄλλωστε, ἐγράφη μὲ σαφήνεια νωρίτερα, περὶ τέλη τοῦ 1340, στὸν περίφημο «Ἁγιορειτικὸν Τόμον»: «τὸν μὴ συμφωνοῦντα τοῖς Ἁγίοις καθὼς καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ μικρῷ πρὸ ἡμῶν Πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τὴν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα». Ἐκ τούτου συνάγεται τὸ προφανὲς καὶ πολὺ σημαντικὸ γιὰ ἐμᾶς σήμερα, ὅτι δὲν τίθεται θέμα προηγουμένης Συνοδικῆς καταδίκης γιὰ διακοπὴ κοινωνίας μὲ ἐκτρεπομένους στὴν Πίστι. Γιὰ νὰ συμβῆ τοῦτο, ἀρκεῖ ἡ διακηρυγμένη καὶ μάλιστα ἐπίμονη καὶ ἀνυποχώρητη, λόγοις καὶ ἔργοις, μὴ συμφωνία τῶν ἐκτρεπομένων πρὸς τοὺς Ἁγίους στὴν Πίστι. Αὐτὴ εἶναι ἡ «χρυσὴ μεσότητα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας», καὶ ὄχι ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὰς τῆς σήμερον, οἱ ὁποῖοι –εἴτε λόγοις εἴτε κυρίως ἔργοις- διαφωνοῦν μὲ τοὺς Ἁγίους στὴν Πίστι.
19. Steven Runciman, Ἡ Βυζαντινὴ Θεοκρατία, ἐκδ. Δόμος, δεύτερη ἐπανέκδοση, Ἀθήνα 2005, σελ. 152.
20. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἐνθ’ ἀνωτ., σελ. 75-79.
21. Κατὰ τὸν ἐπιφανῆ Καθηγητὴ Γρηγόριο Παπαμιχαὴλ (βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 229).
22. Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 589· βλ. ἐπίσης, Ἀριστείδη Παπαδάκη-John Meyendorff, Ἡ Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Ἄνοδος τοῦ Παπισμοῦ – Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ 1071 ὥς τὸ 1453, Κεφ. Ζ’: «Ἡ Ἡσυχαστικὴ Ἔριδα», σελ. 437, ἔκδ. Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2003. Σημειωτέον, ὅτι ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας εἶχε ἀποκηρυχθῆ ἀπὸ Σύνοδο στὴν Ἀδριανούπολι τὸν Μάϊο τοῦ 1346, γιὰ τὴν ἀντικανονικὴ χειροτονία τοῦ Ἀκινδύνου (Βλασίου Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία – Πανεπιστημιακαὶ Παραδόσεις, τ. Β’, Ἀθῆναι 1972, σελ. 509).
23. Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 366-374.
24. Βλ. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 85-99.
25. Παν. Χρήστου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 126-127.
26. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 98-99· Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Μία κυοφορούμενη αἵρεση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», βλ. www.romfea.gr (Τετάρτη, 13 Ἰουλίου 2011).
27. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 100· τὸν Τόμο, βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 374-410.
28. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 101.
29. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Μία κυοφορούμενη αἵρεση…», ἔνθ’ ἀνωτ.
30. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 195.
31. Βλ. Γ. Ῥάλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων…, τ. Α’, Ἀθήνησιν 1852, σελ. 394-395· ἐπίσης, Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 351, καὶ Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α’, ἔκδ. γ’, «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1997, σελ. 136.
32. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου, «Τὸ “Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας”», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 259. ● Εἶναι σημαντικὰ καὶ τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ περὶ τῆς Θ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα ἔχουν καὶ οἱ Κανόνες τῆς Ἡσυχαστικῆς Συνόδου, ποὺ συνῆλθε κι αὐτὴ στὴν Κωνσταντινούπολη (1351 μ.Χ.). Σ’ αὐτὴ τὴ Σύνοδο ὑπεράσπισαν τὴ θεϊκὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ἀκτίστου Θαβωρίου Φωτός· αὐτὸ σημαίνει περὶ τῶν ἀϊδίων Θείων Ἐνεργειῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Τριαδικὸς Θεὸς πραγματικὰ εἶναι Παρὼν στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Προφυλάσσοντας τὴν ὀρθὴ πίστη ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Βαρλααμίτες καὶ μαρτυροῦντες τὴν ἀλήθεια τῆς διαφορᾶς μεταξὺ θείας Οὐσίας καὶ θείας Ἐνέργειας, οἱ Πατέρες αὐτῆς τῆς Συνόδου, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὑπερασπίστηκαν ὅλη τὴν Ἀποκάλυψη καὶ τὸν αἰώνιο θησαυρὸ ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ τὴ δυνατότητα τῆς πραγματικῆς κοινωνίας μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Μ’ αὐτὰ ὑπερασπίστηκαν τὴν μόνη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν δυνατότητα τῆς δικῆς του ἀσύνορης ἀνάπτυξης μὲ τὴν αἰώνιο καὶ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς Συνόδου εἶναι σὰν ἡ κορυφὴ καὶ τὸ κλείσιμο ὅλων τῶν Κανόνων, ὅλων τῶν μέχρι τότε Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων. Αὐτὲς οἱ Σύνοδοι φανερὰ ἀποκαλύπτουν τὰ αἰώνια θεμέλια στὸν ὅλο κόσμο καὶ στὸν ἄνθρωπο, τὴν ἄκτιστη ὡραιότητα στὴν Ἐκκλησία, σὰν Θεανθρώπινο καὶ Πνευματοφόρο Ἐργαστήρι Σωτηρίας, Θεώσεως καὶ Θαβωρικῆς Μεταμορφώσεως» (Μητροπολίτου Μαυροβουνίου Ἀμφιλοχίου-Ἐπισκόπου Βουδαπέστης [Βουδιμίου] Δανιήλ, Ὀρθόδοξη Παιδαγωγία, μτφρ.-ἐπιμ. Ἀλεξίου Παναγοπούλου, ἔκδ. Διψῶ, Πάτρα 1995, σελ. 86-87). ● Πραγματικά, ἐὰν δὲν κατωχυρώνετο τὸ Δόγμα περὶ τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν, ἡ μὲν σωτηριολογικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας θὰ ἐσχετικοποιεῖτο, «ὁ δὲ ἄνθρωπος, ὡς πλάσμα Θεοῦ, θὰ ἐχάνετο εἰς τὸ κενόν, ἐφ’ ὅσον ὁ συνδετικὸς ἱστὸς Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, αἱ θεῖαι ἐνέργειαι, δὲν θὰ ὑπῆρχον» (Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 591).
33. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 348.
34. Κατὰ τὸν ἐπιφανῆ Καθηγητὴ Γρηγόριο Παπαμιχαὴλ (βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 353).
35. Βλ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 29· Τοῦ αὐτοῦ, «Τὸ Μήνυμα τῆς Διδασκαλίας…», ἔνθ’ ἀνωτ.
36. Βλ. «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀρ.φ. 979 / Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2014, σελ. 9-17.