Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Ομιλία του Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου στον Φρικτό Γολγοθά την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή

Ομιλία του Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου στον Φρικτό Γολγοθά την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή




Σημείωσις του εκδότου: εις την συνέχειαν παρεμβάλλομεν την γενομένην εις τον φρικτόν Γολγοθαν εμπνευσμένην ομιλίαν του Γέροντος ειλημένην εκ του βιβλίου αυτού «Μέγα και θαυμαστόν προσκύ­νημα εις Παλαιστίνην και Σίνα», και η οποία έχει ως ακολούθως:

«Ο δε Θεός, Βασιλεύς ημών προ αιώνων, ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γης» (Ψαλμοί 73, 12).
Συ, ω ένδοξος δύναμις, Συ ω άπειρος σοφία του Θεού, Συ, ω Εσταυρωμέ­νε  Ιησού, δος μοι δύναμιν κατά ταύτην την Αγίαν ημέραν και ώραν, δος μοι σύ­νεσιν και σοφίαν λόγου, και τράνωσόν μου την γλώσσαν, δι’ ευχών του Μακαριωτάτου Πατρός ημών όπως εξυμνήσω τα μεγαλεία σου!
***
Μακαριώτατε Πατριάρχα της Αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ˙ Πανιερώτατοι Άγιοι Αρχιερείς˙ Πανοσιώτατοι Πατέρες και αδελφοί· φιλόχριστον σύστημα.
Σκότος βαθύτατον της άπιστίας, της ασεβείας και ειδωλολατρείας εκάλυπτέ ποτε την υφήλιον άπασαν. Ο ουρανός, ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα, έτι δε και πολλά των τετραπόδων θηρίων και ερπετών επροσκυνούντο και ελατρεύοντο ως θεοί, η δε λατρεία του αληθινού Θεού είχεν έκλείψει. Πολλοί εκ των αρχαίων φιλοσόφων, και δη Ελλήνων, δια της φιλοσοφίας των ενόησαν και παρεδέχθησαν ότι δεν είναι θεοί τα κτίσματα, αλλ’ υπάρχει Θεός ο των κτισμάτων ποιητής, τε­χνίτης και Δημιουργός, τον οποίον μη δυνηθέντες να γνωρίσωσιν έστησαν είδωλον, αφιερώσαντες αυτό «τω αγνώστω Θεώ».
Επεχείρησαν πολλοί εκ των ανωτέρω φιλοσόφων δι’ ηθικής διδασκαλίας, δια συγγραμμάτων, δια παραινέσεων να αναχαιτίσουν την τότε ανθρωπότητα, ήτις εφέρετο εις απώλειαν, αλλ εις μάτην, επειδή οι τότε άνθρωποι ου μόνον τα κτί­σματα ελάτρευον ως θεούς, αλλά και αυτά τα πάθη των εθεοποίουν. Τούτο έκαμε τον ύπατον των φιλοσόφων Σωκράτην να είπη, ως εκ θείας χάριτος φωτισθείς, προς τους  Αθηναίους; «Εν σκότει αν διατελητε, άνθρωποι, ει μη τίνα ο Θεός επιπέμψοιε κηδομένος υμών». Τούτο ήτο σαφής προφητεία της μετά πάροδον ετών τινων ελεύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Εις πάντα μεν τα άλλα έθνη εβασίλευεν η απιστία και ειδωλολατρεία, εις μόνην δε την Ιουδαίαν ελατρεύετο και επροσκυνείτο ο αληθής Θεός. Εις τους Ιουδαίους, οίτινες τότε ήσαν ο εκλεκτός και περιούσιος λαός του Θεού, ο Θεός α­πέστειλε Πατριάρχας, Προφήτας, Κριτάς, Βασιλείς. Έδωκε νόμον, εντολάς και διατάξεις λατρείας·  αλλ’ αυτοί απώσαντο την ευλογίαν του Θεού και αντί ευλογίας έλαβον την κατάραν. Τους Πραφήτας και απεσταλμένους προς αυτούς παρά του Θεού, άλλους μεν έδειραν, άλλους ελιθοβόλησαν, άλλους επριόνισαν, άλλους απέκτειναν.
Πάντες οι Προφήται από του Πατριάρχου Αβραάμ, του Μωυσέως και έως του Βαπτιστού Ιωάννου προεφήτευσαν την ελευσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· ου μόνον δε την έλευσιν, αλλά και την γέννησιν, την βάπτισιν, το κήρυ­γμα αυτού, την εκλογήν των Αποστόλων, την Μεταμόρφωσαν, την Σταύρωσιν, την Ταφήν και Ανάστασιν, την θείαν Ανάληψιν, την Κάθοδον του Αγίου Πνεύματος.
Τέλος, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», εξαπέστειλεν ο Θεός τον Μονο­γενή αυτού Υιόν εις τον κόσμον γενόμενον υπό νόμον, ως λέγει ο θείος Παύλος, «ίνα τους υπό Νόμον εξαγοράσει, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4, 4).
Ήλθεν ο Σωτήρ, ότε η οικουμένη ευρίσκετο εν τω σκότει της απιστίας. Και καθώς, όταν ανατείλη ο αισθητός ήλιος, φυγαδεύεται και διαλύεται το σκότος, ούτως, ότε ανέτειλεν ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης εκ της αειπαρθένου και Θεο­τόκου Μαρίας, διελύθη το σκότος της ασεβείας και απιστίας και επέλαμψε το φως της θεογνωσίας και της αληθείας. Έπαυσεν η είδωλολατρεία και αι επιβώμιοι θυσίαι και έλαμψεν η ευσέβεια και η σωφροσύνη. Κατήλθε λοιπόν εκ των ουρανών ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού δια την σωτηρίαν ημών και έγινεν άνθρωπος όμοιος με ημάς κατά πάντα, έκτος της αμαρτίας, χωρίς όμως να χωρισθή της Θεότητος.
Εγεννήθη εν σπηλαίω εκ της αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας. Ανεκλίθη εν τη φάτνη, των αλόγων. Εβαπτίσθη εν τω Ιορδάνη· επεριπάτησεν, εκοπίασεν, επείνασεν, εδίψησεν, εδίδαξε˙ και ετρεχεν άνω και κάτω ζητών την σωτηρίαν των ανθρώπων. Εύηργέτησε πάντας τους ανθρώπους και επλήρωσε την Ιουδαίαν ση­μείων και εξαισίων θαυμάτων. Αλλά οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, οι Αρχιερείς και Ιερείς, οι Γραμματείς και Φαρισαίοι εκίνησαν τον λαόν, και όλοι συμφώνως κατεδίκασαν εις θάνατον τον Ιησούν και εθανάτωσαν Αυτόν.
Και λοιπόν ο γλυκύς Ιησούς, ο άκακος, ο αναμάρτητος, ος ουκ εποίησεν αμαρτίαν ουδέ ευρέθη εν τω στόματι αυτού δόλος, προδίδεται από τον μαθητήν του Ιούδαν, εγκαταλιμπάνεται από τους άλλους μαθητάς, συλλαμβάνεται από τους στρατιώτας, δένεται και σύρεται ως κατάδικος εις τον οίκον του αρχιερέως Άννα. Από του Άννα σύρεται εις του Καϊάφα και εις το Πραιτώριον του Πιλάτου. Υ­βρίζεται, ονειδίζεται, δέρεται, εμπτύεται, κολαφίζεται, χλευάζεται. Τέλος καταδι­κάζεται εις τον επονείδιστον σταυρικόν θάνατον και φέρει μόνος επ’ ώμων τον Σταυρόν (επί του οποίου έμελλε να θυσιασθή) από το Πραιτώριον εις τον Γολγοθάν. Εκεί εξαπλούται επί του Σταυρού, εμπήγουσι καρφία εις τας χείρας και τους πόδας του και με δύναμιν κτυπώσιν οι απάνθρωποι και αιμοβόροι στρατιώται τα καρφία˙ και θέτοντες στέφανον εξ ακανθών εις την κεφαλήν υψώνουσιν αυτόν εν μέσω δύο κακούργων. Και επάνω δε έτι εις τον Σταυρόν ευρισκόμενον, ενώ το αίμα τρέχει ως ποταμός εκ των πληγών, δεν χορταίνουσιν οι λυσσαλέοι λύκοι, αι άγριαι τίγρεις, αλλά και εκεί του κτυπώσι την κεφαλήν με τον κάλαμον, τον ποτίζουσιν όξος και χολήν, του λογχεύουσι την πλευράν! Ω Ουρανέ! και πως υπομένεις τοιαύτην ατιμίαν εις τον Πλάστην σου και δεν ανοίγεις τους καταρράκτας να βρέξης σκηπτούς να κατακαύσης τους αλάστορας! Ω παντέφορε Ή­λιε! πως δεν κρύπτεις το φως σου! Ω Γη! πως δεν σείεσαι, πως δεν ανοίγεις να καταπίης τοιαύτα αχάριστα πλάσματα! Ω πέτραι! πως δεν σχίζεσθε! Ω Κτίσις άπασα! πως δεν κλονείσαι προ τοιούτου φρικτού θεάματος.
Αλλ’ ω γένος Εβραίων φθονερόν, κάκιστον και αχάριστον! Γενεά πονηρά και μοιχαλίς! Αν σεις δεν αισθάνεσθε, ως ουκ ειδότες, τι ποιείτε σταυρούντες τον Ευεργέτην, τον Σωτήρα, τον Λυτρωτήν σας, τον Θεόν, τον Πλάστην της κτίσεως, λάβετε τουλάχιστον αίσθησιν από αυτήν την άψυχον κτίσιν, ελέγχουσαν την απανθρωπίαν και αναισθησίαν σας, ήτις βλέπουσα το φοβερόν θέαμα συνεκλονείτο ά­πασα. Ο ουρανός εμελανοφόρεσεν, ο ήλιος εσκοτίσθη, η γη εσείσθη, αι πέτραι εσχίσθησαν, το καταπέτασμα του Ναού ερράγη διχώς, τα μνημεία ηνεώχθησαν, οι νεκροί εκ των τάφων εξανέστησαν. Αλλά σεις, πεπωρωμένοι, αναίσθητοι και λιθοκάρδιοι, εμμένετε εις την κακίαν σας˙ ου βούλεσθε συνιέναι˙ όψεσθε εν ημέρα κρίσεως. Αλλ’ εγώ αφήνων τους Εβραίους έρχομαι προς υμάς τους Χριστιανούς και ερωτώ˙ Γινώσκετε, αδελφοί μου, αισθάνεσθε δια ποίαν αιτίαν, δια ποίον λόγον ο Χριστός εσταυρώθη; Δι’ ημάς εσταυρώθη, δια την σωτηρίαν μας.
Ίδετε, Χριστιανοί, τον Εσταυρωμένον!
Βλέπετε εκείνους τους αχράντους πόδας οι οποίοι είναι καρφωμένοι εις το ξύλον; Δι ημάς εκαρφώθησαν, δια να κατευθύνουν τους ιδικούς μας πόδας εις την οδόν της αληθείας, της ευσεβείας, της αρετής.
Βλέπετε εκείνα το άνοιγμα των χειρών; Παριστά την θερμήν αγάπην, ην έχει προς ημάς˙ δια να μας εναγκαλισθή και μας προσφέρη εις τον Ουράνιόν του Πατέρα˙ δια να μας ποιήση τέκνα του, υιούς του και θεούς κατά χάριν.
Βλέπετε εκείνην την λογχευθείσαν πλευράν, εξ ης βλύζει αίμα και ύδωρ; Το μεν ύδωρ παριστά το βάπτισμα δια του οποίου εκαθαρίσθημεν του προπατορι­κού αμαρτήματος, το δε αίμα την αναίμακτον θυσίαν, ήτις τελείται εν τοις Αγίοις θυσιαστηρίοις και του οποίου μεταλαμβάνοντες αγιαζόμεθα και ενούμεθα μετ’ αυτού γινόμενοι εν σώμα. Και καθώς μία φιλόστοργος μήτηρ δια του γάλακτός της τρέφει τα τέκνα της, τοιουτοτρόπως και ο γλυκύτατος μας Ιησούς μας τρέφει ως τέκνα του φιλόστοργα ουχί με γάλα, αλλά με αυτό το αίμα του και το σώμα του.
Ίδετε, βασιλείς, τον Βασιλέα του Παντός, από τον οποίον ελάβετε το σκήπτρον και το διάδημα. Ίδετε, Αρχιερείς και Ιερείς, τον πρώτον Αρχιερέα και Ιερέα σας, από τον οποίον έχετε την αξίαν! Ίδετε, λαϊκοί, άνδρες και γυναί­κες, νέοι, γέροντες και παιδία, τον Πατέρα σας τον φιλόστοργον. Εκείνον όστις σας τρέφει, Εκείνον όστις εποίησε τας πεδιάδας, τας κοιλάδας, τους ποταμούς, τα όρη, τας νάπας και τους δρυμούς. Ίδετέ τον πάντες πως κρεμάται επί του ξύ­λου εσταυρωμένος, κατάστικτος τοις μώλωψι, καθημαγμένος. Τρέξατε πάντες. Καταφιλήσατε τους αχράντους αυτού πόδας˙ ράνατε με δάκρυα κατανύξεως και πλύνατε αυτούς. Αγαπήσατε Αυτόν εξ όλης σας της ψυχής, καθώς και Εκείνος σας ηγάπησε, και προτιμήσατε θάνατον παρά να υποπέσητε εις αμαρτίαν θανάσιμον και λυπήσητε τοιούτον Δεσπότην και Πατέρα Φιλόστοργον˙ επειδή κάθε αμαρτία, την οποίαν ποιεί ο Χριστιανός, είναι ένας ήλος εις το σώμα του Χριστού εμπηγνύμενος. Δεν λυπείται ο Χριστός τόσον διότι τον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι, όσον λυπείται διότι οι Χριστιανοί, δια τους οποίους έχυσε το αίμα του και το χύνει καθ’ ε­κάστην εις τα Άγια θυσιαστήρια, αυτοί καθ’ εκάστην τον σταυρώνουν με τας αμαρτίας των, «ανασταυρούντες αυτόν και παραδειγματίζοντες» κατά τον θείον Παύ­λο ν.
Ακούσατε, Χριστιανοί, και έλθετε εις αίσθησιν! Όσοι τρέχετε την οδόν της ασωτείας, της ασελγείας, της διαφθοράς, της μέθης, της παραλυσίας, σεις είσθε όμοιοι με τους Εβραίους, όπου έβαλαν καρφία εις τους πόδας του Ιησού! Όσοι αρπάζετε τα ξένα πράγματα, όσοι κλέπτετε και αδικείτε, σεις βάζετε καρφία εις τας χείρας του Ιησού! Όσοι έχετε υπερηφάνειαν και αλαζονείαν, σεις του βά­ζετε τον ακάνθινον στέφανον! Όσοι έχετε φθόνον εις την καρδίαν σας και φθο­νείτε τον πλησίον σας, του λογχεύετε την πλευράν! Όσοι βλασφημείτε και υβρίζετε τον Θεόν, τον εμπτύετε εις το πρόσωπον! Προσέξατε, Χριστιανοί. Όσοι αμαρτάνετε, σκεφθήτε καλώς ότι με τας αμαρτίας σας σταυρώνετε τον Χριστόν ως οι Ιουδαίοι. Σκεφθήτε ότι Αυτόν, τον οποίον βλέπετε τώρα εσταυρωμένον επί του ξύλου και τον καταφρονείτε με τα έργα σας, θα τον ίδητε μίαν ημέραν κατερχόμενον επί των νεφελών εκ του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής, ως Κριτήν φοβερόν, ζώντων και νεκρών και δικαστήν απροσωπόληπτον · και ουαί τότε υμίν! Ουαί εις όσους αποθάνουν αμετανόητοι!
Εσταυρωμένε Ιησού!. Αν δεν σε πιστεύουν οι Εβραίοι και πολλοί των ση­μερινών ψευδοφιλοσόφων, αν σε περιφρονούν και σε βλασφημούν τίνες των Χρι­στιανών, Συ είσαι Βασιλεύς του Παντός, προσκυνείσαι υπό των Αγγέλων και ο υμνείσαι παρά πάσης της κτίσεως! Ημείς οι Χριστιανοί, τα φιλόστοργα τέκνα Σου, (καίτοι αμαρτωλοί όντες) Σε πιστεύομεν, Σε ομολογούμεν, Σε κηρύττομεν, ότι είσαι Βασιλεύς του ουρανού και της Γης και πάντων των ορατών και αοράτων. Συ είσαι ο Ων και ο Ην και ο διαμένων εις αιώνας αιώνων. Βλέπομεν τους μεγά­λους και ένδοξους βασιλείς της γης˙ Αλεξάνδρους, Καίσαρας, Ναπολέοντας και άλλους αυτοκράτορας. Η βασιλεία των μέχρι θανάτου ηκολούθησε, τινών δε και προ του θανάτου έληξεν˙ η Βασιλεία όμως η ιδική Σου . Ακολουθεί και μετά θάνα­τον. Συ, αφ’ ου απέθανες δια Σταυρού ως άνθρωπος (εις τούτον τον Toπον πα­ρήλθαν 19 αιώνες και είσαι Βασιλεύς όλων των Χριστιανικών εθνών και προσκυ­νείσαι παρά πάντων˙ διότι η Βασιλεία Σου είναι Βασιλεία πάντων των αιώνων και η δεσποτεία Σου εν πάση γενεά και γενεά. Βλέπομεν ότι εις τους τάφους των άλλων βασιλέων κανείς δεν υπάγει να προσκύνηση, αλλ’ εις τον ιδικόν σου Ζωοδόχον Τάφον έρχονται από τα πέρατα της γης βασιλείς και άρχοντες και πάσης η­λικίας, τάξεως και καταστάσεως άνθρωποι και προσκυνούν.
Ημείς οι ανάξιοι, παρεστώτες τω φοβερώ και φρικτώ τούτω Αγίω Τόπω, δοξολογίαν Σοι μετά κατανύξεως προσφέρομεν. Δέξαι τους ύμνους και τας ωδάς ημών ως θυμίαμα, δέξαι ως μύρα τα δάκρυα ημών και δος ημίν την χάριν Σου, την ευλογίαν Σου, την ειρήνην, τον φωτισμόν, την μετάνοιαν.
Δεν λυπείται ο θεάνθρωπος Ιησούς μας τόσον δια την καταφρόνησιν, την οποίαν του κάμνομεν με τα παράνομα έργα μας, με τας αμαρτίας μας, με την παράβασιν των θείων του εντολών, όσον λυπείται διότι, ενώ μας έδωκε μέσον την μετάνοιαν και εξομολόγησιν, δια των οποίων δυνάμεθα να εξαλείφωμεν τας αμαρτίας μας, ημείς μένομεν αμετανόητοι, σκληροκάρδιοι, αναίσθητοι. «Ουχί ότι επράξαμεν την αμαρτίαν αμαρτωλοί γινόμεθα, αλλ’ εάν δεν μισήσωμεν αυτήν και μεταμεληθώμεν επ’ αυτή», λέγει ο Άββας Ισαάκ. Και ο θείος Χρυσόστομος: «Ου γαρ το πεσείν χαλεπόν, αλλά τον πεσόντα κείσθαι και μη ανίστασθαι, αλλ’ εθελοκακούντα και βλακεύοντα τοις της απογνώσεως λογισμοίς την της προαιρέσεως αποκρύπτειν ασθένειαν. Το μεν γαρ αμαρτείν ίσως ανθρώπινον, το δε επιμείναι τοις αυτοίς, τούτο ουκ ανθρώπινον, αλλ’ όλον σατανικόν». Ο δε Θεολόγος Ιωάννης λέγει: «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστί και δίκαιος (ο Θεός), ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Ιωάνν. Καθ. Α’ 1, 9).
Έως έχωμεν καιρόν, ας μετανοήσωμεν. Φιλάνθρωπος και ελεήμων εστίν ο Κύριος· Μακρόθυμος και Πολυέλεος· και παραβλέπει τας αμαρτίας μας. «Ου κα­τά τας άνομίας ημών εποίησεν ημίν, ούδέ κατά τας αμαρτίας ημών ανταπέδωκεν ημίν» ο ανεξίκακος. Καθώς δε δια τους Ιουδαίους, τους σταυρωτάς του, παρεκάλει τον εαυτού Πατέρα λέγων «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν», ούτω και δια τους Χριστιανούς, τους υβριστάς του, παρακαλεί. Είναι μεν φιλάνθρωπος, αλλ’ είναι και δίκαιος. Ως φιλάνθρωπος ελεεί και ως δίκαιος τιμωρεί, ουχί τους πταίστας και μετανοούντας, αλλά τους αμετανοήτους αμαρτωλούς. «Εάν μη επιστραφήτε, την ρομφαίαν αυτού στιλβώσει, το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό˙ και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο» (Ψαλ. 7, 13). Ως φιλάνθρωπος και ανεξίκακος υπέμενε τους Εβραίους μήπως μετανοήσουν, αλλ’, ότε είδεν ότι επέμεναν εις την κακίαν, τους παρέδωκεν εις αφανισμόν και εξολόθρευσιν, και κατεσφάγησαν υπό των Ρωμαϊ­κών στρατευμάτων˙ εξηνδραποδίσθησαν, διεσκορπίσθησαν, εστερήθησαν βασιλείας και ιερωοσύνης και ως κατηραμένοι και ωργισμένοι άχρι σήμερον περιέρχονται τήδε-κακείσε  ομοίως και τους Χριστιανούς τους υπομένει, όταν τον υβρίζουν, τον βλασφημούν, τον καταφρονούν, αναμένων την μετάνοιάν των. Αλλ’ όταν ε­πιμένουν εις την κακίαν και δεν μετανοούν, τότε τους παραδίδει εις οργήν και αφανισμόν. Οι πόλεμοι, οίτινες εγένοντο εις τας ημέρας μας, οι λιμοί και λοιμοί, αι τόσαι θλίψεις, αι τόσαι στενοχωρίαι, αι τόσαι στερήσεις, όλα είναι αποτελέσματα της αμαρτίας.
Ας μετανοήσωμεν, αγαπητοί, πριν έλθη η ώρα τού θανάτου, διότι μετά θά­νατον ουκ εστί μετάνοια. Ας μετανοήσωμεν, πριν έλθη η φοβερά ημέρα της κρί­σεως, καθ’ ην θα δώσωμεν λόγον των πεπραγμένων. Ας μετανοήσωμεν, δια να λάβωμεν την άφεσιν των αμαρτιών και άξιωθώμεν της εκ δεξιών παραστάσεως και απολαύσωμεν των αιωνίων και ατελευτήτων αγαθών, ων γένοιτο πάντας ημάς έπιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του υπέρ ημών Σταυρωθέντος Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού, και ευχαίς τού Μακαριωτάτου Πατρός ημών και Πατριάρχου. Αμήν.
Όσοι ήξιώθητε και ήλθετε από μακρινούς τόπους εις προσκύνησιν τού Φρι­κτού Γολγοθά, τού Παναγίου Τάφου και των λοιπών εν Ιεροσολύμοις και Πα­λαιστίνη ιερών προσκυνημάτων, όταν συν θεώ επανέλθητε εις τας πατρίδας σας, μη λησμονήσετε εκείνα τα οποία ο Κύριος σας ηξίωσε και είδετε, αλλά να τα ενθυμήσθε και να τα διηγήσθε εις τους αδελφούς σας, τους συγγενείς σας, τους συμπατριώτας σας, και να παρακινήτε και προτρέπητε αυτούς να έρχωνται εις προσ­κύνησιν τού Παναγίου Τάφου˙ διότι μεγίστην ψυχικήν ωφέλειαν λαμβάνει ο Χρι­στιανός, όταν μετ’ εύλαβείας έρχεται και προσκυνή τους Αγίους Τόπους. Λυπηρόν πράγμα είναι να βλέπη τις πολλούς των ομογενών να μεταβαίνουν εις την Ευρώπην και να εξοδεύουν εκατοντάδας χιλιάδων εις περιπάτους, θέατρα και δια­σκεδάσεις, και εις την προσκύνησιν των Αγίων Τόπων να μη έρχωνται. Τον ιε­ρόν και Πανάγιον τούτον τόπον, όπου έστησαν οι πόδες τού Κυρίου, όπου τα φο­βερά ετελεσιουργήθησαν μυστήρια, τον φυλάττουν και επιτηρούν ως άγρυπνοι φύ­λακες και στρατιώται οι ενταύθα παρεδρεύαντες Αγιοταφίται αδελφοί, οίτινες σή­μερον υλικώς υποφέρουν και στενάζουν. Είναι άξιοι συγχαρητηρίων ως προς την φύλαξιν και επιτήρησιν των ιερών προσκυνημάτων διότι πολλάκις και αυτήν την ζωήν των προέβαλαν εις κίνδυνον, ίνα φυλάξουν την ακρόπολιν ταύτην της Ορθοδοξίας. Αναγκαίον και πρέπον λοιπόν είναι, ιδίως ημείς οι Έλληνες, κατά το δυνατόν να βοηθώμεν τον Πανάγιον Τάφον και τους Πατέρας και αδελφούς της άγιας Μονής ταύτης˙ και όσοι δεν δυνάμεθα δι έργου, δια λόγου ας προτρέπωμεν τους αδελφούς μας να συντρέχουν τον Πανάγιον Τάφον.
Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος
Ο ουρανοδρόμος οδοιπόρος Τόμος Α’
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη
Θεσσαλονίκη

Ορθοδοξία και Αίρεση περί ενώσεως (αποσπασματικά) Δεκεμβρίου 27, 2010 — anaxoriti

Ορθοδοξία και Αίρεση περί ενώσεως (αποσπασματικά)



…Εγέρθητε Χρυσόστομοι, Γρηγόριοι, Γερμανοί, Ταράσιοι, Νικηφόροι, Φώτιοι και λοιποί, παλαιοί και νεώτεροι Άγιοι Πατριάρχαι Κων/πόλεως, οι θυσιασθέντες υπέρ των προβάτων υμών, να ίδητε ποίοι κατέχουν τον Θρόνον υμών! Υμείς μεν ως καλοί Ποιμένες εθύσατε τας ψυχάς υμών υπέρ των ιδίων προβάτων υμών, οι δε σημερινοί θύουσι τα πρόβατα υπέρ εαυτών και ανοίγουν τας θύρας και καλούν τους λύκους διά να εισέλθουν και κατασπαράξουν τα πρόβατα…
Πόθεν ο πατριάρχης εκπέπτωκεν εις τοιούτον όλισθον, ώστε εκουσίως ν αγωνίζεται να παραδώση το ποίμιόν του   εις τους λύκους να το κατασπαράξουν; Η αιτία είναι η υπερηφάνεια, η ρίζα και η αιτία όλων των αμαρτιών, όλων των κακών, όλων των αιρέσεων, των συμφορών και των θλίψεων, και περισσότερον από όλους τας συμφοράς και δυστυχίας η στέρησις της χάριτος του Θεού…
Τους λυκοποιμένας, ψευδοδιδασκάλους, ψευδοπροφήτας και ψευδοχρίστους αιρετικούς οι Άγιοι Πατέρες, οι μιμηταί του Αρχιποίμενος Χριστού και διάδοχοι των μαθητών Αυτού, οι καλοί, οι αληθείς και θείοι ποιμένες, οι συγκροτήσαντες τας σεπτάς και αγίας επτά Οικουμ. Συνόδους, απεδίωξαν μακράν της ποίμνης του Χριστού και, ως αμετανοήτους, εις το αιώνιον ανάθεμα παρέδωκαν…
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΩΝ
…Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν συνηθίζει να κάμνη καινοτομίας, ως η των Δυτικών και Διαμαρτυρομένων, αι οποίαι αφ’ ότου απεσχίσθησαν έργον ακατάπαυστον έχουν να ποιούν καινοτομίας και μεταρρυθμίσεις, αφού και εις τοιαύτην ασέβειαν και παραφροσύνην έφθασαν να μεταρρυθμίσουν και καινοτομήσουν πάντα τα μυστήρια και τας ιεράς παραδόσεις και πολλά να καταργήσουν…
Δύο είναι τα αίτια διά τα οποία πολλοί εκ των σημερινών Αρχιερέων τολμούν να ποιούν καινοτομίας ή μεταρρυθμίσεις εις τα της Εκκλησίας, η υπερηφάνεια, με το να νομίζουν οι πλείστοι των Ιεραρχών, εκτός ολίγων εξαιρέσεων, ότι είναι σοφώτεροι και ανώτεροι των Αγίων Πατέρων, και δεύτερον η κοιλιοδουλεία και η φιλαυτία. Με το να έγιναν οι πλείστοι εξ αυτών σαρκολάτραι τους εγκατέλειπεν η χάρις του Αγίου Πνεύματος…
Εάν ο πατριάρχης, τας συστάσεις της Κυβερνήσεως και της Ιεράς Συνόδου και Ορθοδόξων Αρχιερέων, Ιερέων και λαϊκών, δεν τας δεχθή, τας απορρίψη και επιμείνη εις την ένωσιν, τότε να τον αποκηρύξουν. Διότι εν ή περιπτώσει δεν αντιπούν, αλλ’ υποχωρήσουν και είπουν ότι ημείς θα ακολουθήσωμεν τον πατριάρχην, τότε θα επανέλθη αυθωρεί η καταστροφή. Τότε ουκ έχω τι άλλο ειπείν, ειμί ουαί τη Ορθοδόξω Εκκλησία της Ελλάδος! Ουαί και τω Ελληνικώ Έθνει! Διότι η υποδούλωσις της Εκκλησίας της Ελλάδος εις τον Παπισμόν θα είναι υποδούλωσις και του Έθνους. Θα είναι δε ασυγκρίτως χειροτέρα της υποδουλώσεως εις τον Μωαμεθανισμόν και τον ψευδοπροφήτην Μωάμεθ…
Εάν ο Πάπας θέλη ένωσιν να αναγνωρίση και ομολογήση όλας τας πλάνας, αιρέσεις και καινοτομίας τας οποίας έκαμον, απ’ αρχής οι κατά καιρούς Πάπαι, αποσχισθέντες από την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, να μετανοήση, να κλαύση πικρώς, να ταπεινωθή και τότε είναι δεκτός.
…Εάν δεν αποβάλλουν την υπερηφάνεια και ο Πατριάρχης και ο Πάπας και εάν δεν ταπεινωθούν, μιμούμενοι τον Κύριον, όχι μόνον δεν θα επιτύχουν έναν αλλά θα αυξήσουν την διαίρεσιν και θα προξενήσουν μεγάλα σκάνδαλα, ταραχάς, συγχύσεις, μεγάλην βλάβην και ζημίαν εις τα εαυτών ποίμνια. Εάν μιμηθούν τον Κύριον και ταπεινωθούν, θα επιτύχουν την ένωσιν, θα ωφελήσουν εαυτούς και τα εαυτών ποίμνια και θα δοξασθή και δι΄αυτών, ως εδοξάσθη και υπό των Αγίων Αποστόλων το Όνομα του Ουρανίου μας Πατρός, επειδή «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν», και «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτό υψωθήσεται» (Λουκ.18, 14).
Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ
…Την Ορθοδοξίαν εστερέωσαν οι Άγιοι Απόστολοι και οι θεσπέσιοι πατέρες δια των Ζ’ (7) Οικουμενικών Συνόδων, φωτισθέντες από το Άγιον Πνεύμα.
Ο παπισμός είναι πρόδρομος του Αντιχρίστου, διότι κυριευθείς ο πάπας υπό αλαζονείας και επάρσεως και θέλων να γίνη ανώτερος εξουσιαστής της Εκκλησίας και πολιτείας έσχισε την Εκκλησίαν του Χριστού…
Οι παπολάτραι υπέπεσαν εις πολλάς κακοδοξίας και αιρέσεις μεταστρέψαντες όλα τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. αντί του βαπτίσματος μεταχειρίζονται το ράντισμα, αντί του μυστηρίου της μεταλήψεως μεταχειρίζονται εβραϊκά άζυμα. Ανέτρεψαν τας νηστείας, ούτε ευχέλαιον , ούτε αγιασμόν δύνανται να ποιήσουν, διότι είναι αφορισμένοι, δι’ αυτό και ο αγιασμός των δεν διατηρείται…
Δεν παραλείπω δε να αναφέρω και εκείνο το οποίον είδον ιδίοις όμμασιν ότε μετέβην εις Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως. Ότε ο αυτοκράτωρ Κων/πόλεως Μιχαήλ και πατριάρχης Βέκκος παπολάτραι μετέβησαν κατά το έτος 1170-1200 εις το Άγιον Όρος εβίαζαν τους μοναχούς να δεχθούν τον παπισμόν και να συλλειτουργήσουν με τους παπιστάς. Όσοι εδέχθησαν και συλλειτούργησαν τα σώματά των μένουν άλυτα ως αφορισμένα πνέοντα δυσωδίαν. όσοι δε δεν εδέχθησαν και εθανατώθησαν υπό των παπιστών, τούτων τα σώματα πνέουν άρρητον ευωδίαν. Εύχομαι όπως η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να φωτίση τον νουν σας, σας ενισχύση και αποτινάξητε τον ύπνον της πλάνης και ραθυμίας και προσέλθετε εις τας αγκάλας της Εκκλησίας.
…»Εάν οι σημερινοί Αρχιερείς, δεν σεβασθούν τας αποφάσεις, τους κανόνας και τας παραδόσεις των θείων Αποστόλων και Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά τας καταφρονούν, ποίος που καλώς φρονεί θα σεβασθή τας ιδικάς των;»
«…Και η Εκκλησία και η Πολιτεία και οι τούτων άρχοντες εις τας παρούσας πονηράς ημέρας κοιμώνται τον βαρύτατον ύπνον της αμελείας και της ραθυμίας, και εάν δεν εξυπνήσουν, εξυπνήσουν δε και τον κλήρον και τον λαόν εις μετάνοιαν, εις εργασίαν των εντολών του Θεού, των αρετών και των καλών έργων, θα δώσουν λόγον εν ημέρα κρίσεως και θα τιμωρηθούν».
ΚΡΑΤΕΙΤΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ ΣΤΕΡΕΑΝ
«Κρατείτε, αδελφοί μου, την πίστιν στερεάν και μένετε ασάλευτοι εις τας παραδόσεις των θείων Πατέρων, διότι εφθάσαμεν εις εποχήν κατά τη οποίαν και οι δυνατοί θα σαλευθούν. Αγωνιστείτε με κάθε σπουδή διότι τα καλά με κόπο και πόνο κατωρθώνονται. Δεν θα αισθανόμεθα δε τους κόπους της αρετής όταν αποβλέπωμεν εις το νέφος των μαρτύρων και οσίων και εις την μέλλουσαν να μας αποκαλυφθή δόξαν.
Πόσον ευτυχείς και μακάριοι θα είμεθα, εάν δι’ ολίγον κόπον αξιωθούμε να κατασκηνώσωμεν εις τα αγαπητά σκηνώματα του Παραδείσου και κληρονομήσουμε τα αγαθά της ουρανίου Βασιλείας του Θεού. Αμήν.
Ο Απόστολος Παύλος, το στόμα του Χριστού παραγγέλλει: Μη συγκοινωνήτε τοις έργοις τοις ακάρποις του σκότους, μάλλον δε και ελέγχετε. Εις περιστάσεις κατά τας οποίας περιφρονείται και υβρίζεται η Αγία Ορθόδοξος Πίστις ημών επιτρέπεται έλεγχος ακόμη και θυμός δίκαιος δικαιώτατος, απαγορεύεται δε η σιωπή. Αλλά και ο έλεγχος να γίνεται με διάκρισιν και σύνεσιν, όχι, με ταραχήν και θυμόν υπερβολικόν, να γίνεται με θυμόν θεϊκόν…
Ο Θεός δεν εγκαταλείπει την Εκκλησίαν Του, και εκείνους που την πολεμούν θα τους ταπεινώση και θα τους συντρίψη ως σκεύη κεραμέως, και μακάριοι εκείνοι οι οποίοι μέχρι θανάτου θα μείνουν πιστοί εις την Ορθόδοξον πίστιν, εις την ορθόδοξον ομολογίαν.
ΟΥΔΕΝ ΤΙΜΙΩΤΕΡΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
…Σας εύχομαι από καρδίας ποτέ να μην δειλιάτε αγωνιζόμενος, έστω και αν ίδητε τους εχθρούς της Εκκλησίας ενίοτε ισχύοντας…Ο αγωνιζόμενος υπέρ της αληθούς και ορθοδόξου πίστεως και της Αγίας ημών Εκκλησίας έχει σύμμαχον το παντοδύναμον Θεόν, ο δε αγωνιζόμενος υπέρ της πλάνης έχει σύμμαχον τον παμπόνηρον διάβολον, αλλά ανίσχυρον άρχοντα του σκότους, του ψεύδους και πάσης αιρέσεως, πλάνης και κακίας. Δεν είναι άλλο τιμιώτερον, σεμνότερον, αγιώτερον από το να αγωνίζεται κανείς υπέρ της πίστεως, ο τοιούτος εάν αγωνιζόμενος θανατωθή σωματικώς υπό των εχθρών, χωρίς να καμφθή είναι ο λαμπρότατος νικητής, και θα λάβη το βραβείον της άνω κλήσεως και τον αμάραντον εν ουρανοίς στέφανον. Λοιπόν μάχου υπέρ πίστεως και αγώνισαι άχρι θανάτου δια να αξιωθής να γίνης κληρονόμος της Βασιλείας των ουρανών…
…Εις την σημερινήν εποχήν, κατά την οποίαν η Εκκλησία πολυειδώς και πολυτρόπως πολεμείται υπό πολλών και διαφόρων πολεμίων, η προσπάθειά σας, αντιπαρατασσόμενη και αντιπολεμούσα, θα δυνηθή, Θεού βοηθούντος, να διασώση μερικούς εκ του σημερινού κατακλυσμού της αμαρτίας …
Σας συγχαίρω δια τον ζήλον σας προς διάδοσιν των χριστιανικών αληθειών και ωφέλειαν των χριστιανών. Πρέπει να γνωρίζομεν, ότι, αναλόγως του κόπου και της προθυμίας που ο καθένας εργάζεται, θα δοθούν και αι αμοιβαί παρά του μισθαποδότου Χριστού. Έως υπάρχει καιρός, ας εργασθώμεν πνευματικώς, ας σπείρωμεν με κόπον, δια να θερίσωμεν εν αγαλλιάσει…
Μετά πατρικής αγάπης και ευχών εγκαρδίων
ο πνευματικός σας Πατήρ

Αρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος.

Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου Επιστολή για τον λόγον του Θεού Δεκεμβρίου 27, 2010 — anaxoriti

Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου Επιστολή για τον λόγον του Θεού







Όπως το σώμα χωρίς την τροφή είναι αδύνατον να ζήση, έτσι και η ψυχή χωρίς τον θείο λόγο δεν είναι δυνατόν να ζήση, αλλά αποθνήσκει τον αιώνιο θάνατο. το δε να αποθάνη η ψυχή η ζημία είναι ανυπολόγιστος.
Διότι λείπει η πίστις και ο ζήλος, η προθυμία και η αγάπη και οι λοιπές αρετές, γι’ αυτό δεν παρουσιάζουμε σήμερα γλυκείς καρπούς πνευματικούς. Οι καρδιές των περισσοτέρων ανθρώπων είναι σαν την πεπατημένη, πετρώδη και ακανθώδη γη και γ’ αυτό παρατηρείται η ελεεινή και αξιοδάκρυτος σημερινή κατάσταση της κοινωνίας μας.
Βλέπω μετά λύπης μου τί διαβάζουν σήμερα οι Χριστιανοί. Μόλις ξυπνήσουν τρέχουν με ακόρεστη επιθυμία στις εφημερίδες να μάθουν τα νέα. Βλέπω να κρατούν οι περισσότεροι και να διαβάζουν εφημερίδες και κάτι αισχρά, ασεβή και βλάσφημα περιοδικά, από τα οποία επλημμύρισαν οι μεγάλες πόλεις και όλη μας η πατρίδα, και με απληστία διαβάζουν άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι. Δεν είδα κάποιον να κρατή ή να διαβάζη το Ευαγγέλιο ή θρησκευτικό περιοδικό. Τολμώ να πω ότι ο Θεός είναι άγνωστος στην Ελλάδα και ότι βασιλεύει και κυριαρχεί ο Σατανάς. Πώς λοιπόν να μην έλθη η οργή του Θεού; Ω άνθρωποι, «έως πότε βαρυκάρδιοι; ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος;». Έλθετε σε αίσθηση. Σας παρακαλώ ποια ωφέλεια έχετε από την ανάγνωση των εφημερίδων;… Λυπηρόν πράγμα, αγαπητοί μου, η μεν μέλισσα, ένα ευτελές έντομον, να τρέχη στα άνθη και να εκλέγη το άρωμα και το μέλι και οι λογικοί άνθρωποι να έχουν αφήσει τις καθαρές πηγές των θείων Γραφών και να τρέχουν στις ακάθαρτες και βορβορώδεις πηγές των μυθιστορημάτων, των εφημερίδων και πορνογραφικών περιοδικών;
Εάν οι Χριστιανοί διάβαζαν το Ευαγγέλιον θα είχαν αναμεταξύ τους αγάπη, δεν θα γίνονταν αδελφοκτόνοι, δεν θα ήσαν προσηλωμένοι στα γήινα, δεν θα ήσαν άρπαγες και πλεονέκτες, αλλά θα εθησαύριζαν στους ουρανούς. Θα ήσαν ελεήμονες, συμπαθείς, επιεικείς, πράοι, ανεξίκακοι. Δεν θα εφρόντιζαν μόνον για το ίδιο συμφέρον, αλλά και για το συμφέρον των αδελφών τους. Εάν οι γυναίκες διάβαζαν τον Απόστολο Παύλο, τον Απόστολο Πέτρο, τους θείους Διδασκάλους, οι οποίοι παραγγέλουν, ότι οι γυναίκες πρέπει να ενδύωνται σεμνά και την κεφαλή να έχουν σκεπασμένη, δεν θα ντύνονταν με την άσεμνη, σατανική και σκανδαλωδέστατη ενδυμασία με την οποία σήμερα ντύνονται ξεγυμνωμένες τελείως τα χέρια και τα στήθη, χωρίς να ντρέπωνται τους ανθρώπους, και τον Θεό μη φοβούμενες. Εάν διάβαζαν τις Γραφές οι άνθρωποι δεν θα βλασφημούσαν τον Θεόν, αλλά θα Τον δοξολογούσαν. Οι μικροί θα σέβονταν τους μεγάλους και οι μεγάλοι θα αγαπούσαν τους μικρότερους. Εάν διάβαζαν οι άνθρωποι τις Γραφές οι γονείς θα παιδαγωγούσαν και θα δίδασκαν τα παιδιά τους. τα δε παιδιά τους θα υπάκουαν τους γονείς. Εάν εγώ δεν ανεγίνωσκον, έλεγε ένας φιλόσοφος, θα ήμουν ο κάκιστος των ανθρώπων. Και εμείς οι σημερινοί χριστιανοί, επειδή δεν διαβάζουμε τις θείες Γραφές, γίναμε κακούργοι, αδελφοκτόνοι, παράφρονες. Και πώς δεν είναι παράφρονες οι γυναίκες που περπατούν στους δρόμους και μπαίνουν και μέσα στον ναό του Θεού σχεδόν γυμνές…; Όχι μόνον αυτές είναι παράφρονες, αλλά και οι γονείς και οι συγγενείς που τις επιτρέπουν έτσι να ντύνωνται. Πώς δεν είναι παράφρονες εκείνοι που βλασφημούν το όνομα του Θεού, του Ποιητού και Πλάστου και Χορηγού όλων των αγαθών, Εκείνου ο Οποίος το αίμα Του έχυσε για να μας εξαγό­ραση;
Ας ανανήψουμε αδελφοί, ας ξυπνήσουμε, ας αποτινάξουμε τον ύπνο της αμελείας και ας στοχασθούμε σε ποια καταστροφή μας έφερε και μας φέρει η αμαρτία. Ας τρέξουμε στις καθαρές πηγές και στους λειμώνες των θείων Γραφών. Εκεί θα μάθουμε πώς να αγαπήσουμε τον πλησίον μας, ακόμη δε και τους εχθρούς μας. Πώς να ελεούμε τους πτωχούς, πώς να είμαστε ταπεινοί, πραείς κ.λπ. Εάν διαβάζουμε με προθυμία τις θείες Γραφές θα γίνουμε οι καλλίτεροι άνθρωποι και Χριστιανοί….
Ο άνθρωπος ακολουθεί τον Θεόν, όταν εκτελεί τις εντολές Του, όταν μελετά και εφαρμόζει τον νόμο του Θεού ημέρα και νύκτα. «Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος σου και φως ταις τρίβοις μου». Ο νόμος του Θεού, τον οποίον μελετά ο Χριστιανός, γίνεται σ’ αυτόν φως στον δρόμο που οδηγεί στην αιώνια ζωή. Ανάγκη γι’ αυτό να μελετούμε τον νόμο του Θεού, για να φωτιζόμαστε και οδηγούμαστε στο δρόμο της αληθείας, της σωτηρίας και της αιωνίου ζωής… Δεν πρέπει, όμως, μόνο να μελετούμε, αλλά και να εφαρμόζουμε αυτά που διαβάζουμε, δεόμενοι με ταπείνωση όπως η Χάρις του Θεού μας ενισχύη στην κατόρθωση αυτών. Ο Μέγας Αθανάσιος μας συμβουλεύει τα εξής: «Προς την των Γραφών έρευναν και γνώσιν αληθή, χρεία βίου καλού και ψυχής καθαράς και της κατά Χριστόν ηθικής».
“Για να γνωρίσουμε την ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
το θεόσδοτο βιβλίο της σωτηρίας μας”
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Ο Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος του Αρχιμανδρίτου π Αρσενίου Κομπούγια Δεκεμβρίου 27, 2010 — anaxoriti

Ο Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος του Αρχιμανδρίτου π Αρσενίου Κομπούγια


Ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος υπήρξεν ο πρύτανις του οσίου βίου, μέγας κήρυξ και πνευματικός, ηγούμενος υπέρ τα πεντήκοντα έτη της μοναδικής δια την πνευματικότητα και αγιότητά των σε όλην την εκτός του Αγίου Όρους περιφέρειαν, Ιεράν Κοινοβιακήν Μονήν Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας Πάρου.






Είναι ο μεγαλύτερος, μα ίσως και ο τελευταίος πνευματικός αστήρ ο π. Φιλόθεος, επειδή ο κόσμος αποσυντίθεται, επειδή πλέον ο κόσμος περιήλθεν εις χείρας του σατανά και θα είναι ανάξιος τοιούτων αγίων ανδρών και επειδή ίσως είναι τα τελευταία του, όπως ο ίδιος και διετύπωσε και έγραψε πολλάκις.


Ο π. Φιλόθεος ήτο ο ηγούμενος, ο ασκούμενος εις την ασκητικήν ζωήν και ο Ιεροκήρυκας και Πνευματικός όλης της Ελλάδος. Η Ιερά αυτή Μονή της περιφήμου Λογγοβάρδας, η μοναδική από πολλά έτη εις την πνευματικότητα, αριθμούσε μόλις προ ολίγων ετών υπέρ τους τεσσαράκοντα μοναχούς, τους οποίους εποίμανεν ο σοφός και άγιος Γέροντας, πιο πολύ με το φωτισμένον και άγιον παράδειγμά του υπέρ τα πεντήκοντα έτη.






Υπήρξεν ο κήρυκας του Ευαγγελίου και ο Εξομολόγος, όχι μόνον εις την Μονήν που εποίμανεν, αλλά και εις όλην την νήσον Πάρον, τας πέριξ νήσους, αλλά και εις τας περισσοτέρας πόλεις της Ελλάδος. Συνεδύασεν ο μακάριος την μοναχικήν άσκησιν και την κοινωνικήν ιεραποστολικήν δράσιν. Σε όλα τα μέρη της Ελλάδος είχεν πνευματικά τέκνα. Μεγάλος ήτο ο σεβασμός που έτρεφον προς τον Γέροντα όχι μόνον τα πνευματικά του τέκνα, αλλά και κληρικοί, Αρχιεπίσκοποι, Αρχιερείς και αυτή η Ι. Σύνοδος. Είδον Αρχιερέα, όταν ο Γέροντας ήτο ακόμη εξήκοντα πέντε ετών, να σκύβη και να του ασπάζεται το χέρι.


Έγραψε πολλά πνευματικά ωραία βιβλία, άρθρα, επιστολάς (εκτός των χιλιάδων προσωπικών επιστολών στα πνευματικά του τέκνα). Εξομολογούντο σ’ αυτόν, εκτός εκατοντάδων κληρικών, αλλά και πολλοί Αρχιερείς. Αι λειτουργίαι του ήσαν πάντα με δάκρυα, αι κρυφαί προσευχαί και αγρυπνίαι πολλάκις ολονύκτιαι γενόμεναι μετά κλαυθμών ακατάπαυσται, η πραότης του αμίμητος. Είχε την ευτυχίαν ο γράφων τας γραμμάς ταύτας, να ανήκη είς την Ιεράν αυτήν Μονήν και να γαλουχηθή επί πολλά έτη πλησίον του και να καρή υπ’ αυτού Μοναχός, να τον προωθήση εις την Ιερωσύνην και με την εντολήν του και άδειάν του να προχειρισθή Πρεσβύτερος υπό του Μητροπολίτου Ναυπακτίας, μακαριστού Χριστοφόρου, που απεσπάσθη τη αδεία του για δύο τρία έτη, δια να βοηθήση τούτον.


Είχεν ο μακαριστός Γέροντας πάντα στο όνειρόν του, όπως χαρακτηριστικά μου έγραφεν εις επιστολήν του, να πλαισιώση την μονήν με μορφωμένους κατά κόσμον μοναχούς, καίτοι κατά καιρούς εγκαταβίωσαν αρκετοί πτυχιούχοι, αλλά δι’ αγνώστους λόγους δεν παρέμεινον εις την Μονήν, δια να φέρωμεν όλοι ανάλογον ευθύνην δια την σημερινήν απογοητευτικήν αριθμητικήν σμίκρυνσιν της σημερινής Μονής.


Ακόμη είχον την εξαιρετικήν τιμήν, ολίγας ημέρας προ της ειρηνικωτάτης εκδημίας του, να ευρεθώ πλησίον του και να του προσφέρω τας ταπεινάς μου υπηρεσίας, ως και την προτελευταίαν μετάδοσιν της θείας Κοινωνίας. Όντως υπέφερεν από την ουρίαν, που του δημιουργούσε διαρκή τάσιν προς έμετον και δεν ηδύνατο, ξεσπώντας σε δυνατόν βήχα.






Του έλεγον: “Γέροντα, ο Κύριος με την δοκιμασίαν αυτήν θέλει να κατοχυρώση ογδοήκοντα ετών κόπους και μόχθους δια το Άγιον Όνομά Του, δια να μην τα λιχνίση ο σατανάς την τελευταίαν ώραν με το τελευταίον όπλον, την επάρατον υπερηφάνειαν”.






Και μου απαντούσεν: “Δόξα σοι ο Θεός, ό,τι θέλει ο Κύριος”.






Επίσης του έλεγον: “Γέροντα, φεύγεις και αφήνεις τον εν αποστασία κόσμον και τα πνευματικά σου παιδιά εις χείρας του ερχομένου αντιχρίστου”. Και αυτός απαντούσε: “Πράγματι, η αποστασία είναι μεγάλη και η καταστροφή και το τέλος του Κόσμου πολύ κοντά”.






Ακόμη του είπον: “Γέροντα, να προσεύχεσθε εις τον Κύριον, όταν θα πάτε εκεί, δια την ελεεινότητά μου, διότι είμαι ελεεινός και αδιόρθωτος, ως και δια τας δύο Μονάς σου, τας οποίας ο σατανάς θα θελήση μετά την κοίμησίν σου να σινιάση σαν το σιτάρι”.


Και μου απαντούσε: “Εάν εύρω παρρησίαν εις τον Χριστόν μας, θα προσεύχωμαι δι’ όλους”.


Έφυγα από την Μονήν με την πεποίθησιν ότι δεν τον ξαναβλέπω πλέον ζωντανόν, όπως και έγινεν. Μετά την αναχώρησίν μου εκοιμήθη. Εκοιμήθη την ημέραν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και του μεγάλου Αρσενίου. Τον επήρε ο μαθητής της αγάπης, ο Ιωάννης ο Θεολόγος και ο άγιος Αρσένιος, διότι σαν αυτούς ηγάπησε τον Χριστόν σαν και αυτούς εργάσθηκε ασκούμενος στην μοναχική άσκηση και το κήρυγμα του Ευαγγελίου.






Έφυγε εκ των ματαίων, μόλις έκαμε επί του κρεββάτου την απόλυσιν του Όρθρου του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και του οσίου Αρσενίου, με τας τελευταίας λέξεις: “Τώρα πλέον φεύγω, θα κοιμηθώ”. Και έκλεισε αμέσως για πάντα τους οσίους οφθαλμούς του.


Η κηδεία του ήτο κάτι το ασυνήθιστον και συγκινητικόν, με κλαυθμούς και δάκρυα, με πλήθος κόσμου, εντοπίου και ξένου, με πλήθος κληρικών και μοναχών και αρκετούς Αρχιερείς. Έγινε κηδεία την οποίαν θα επεθύμουν όλοι οι μεγιστάνες και όλοι οι Πατριάρχαι και Αρχιεπίσκοποι και Μητροπολίται, των οποίων η δόξα του αξιώματος στερεί τούτους της δόξης, που από εδώ αντιδοξάζει ο Κύριος τους ταπεινούς της γής.


Αξιοσημείωτον ήτο ότι ενώ είχον περάσει 36 ώρες με αρκετή ζέστη, το όσιον σώμα του Γέροντος δεν είχεν καν σημεία αποσυνθέσεως, αλλ’ ούτε άφηνε την συνήθη σε όλους τους νεκρούς, νεκρικήν ατμόσφαιραν και οσμήν, αλλά διετηρείτο σαν να ήτο ολοζώντανον.


Αιωνία η οσία μνήμη σου, Γέροντα σεβαστέ, π. Φιλόθεε, και εύχου αυτού που είσαι να λυπηθή τον Κόσμον ο Κύριός μας και να αναδείξη και άλλους σαν και σένα στους σκοτεινούς μας τούτους καιρούς του αντιχρίστου, προς στηριγμόν των ευσεβών, που αγαπούν τον Κύριον εν αληθεία, διότι πολύ φοβούμαι μήπως εις το ανάστημα σου θα είσαι ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ!

Διὰ τὸν ἀείμνηστον Γέροντα Φιλόθεον Ζερβᾶκον

Διὰ τὸν ἀείμνηστον Γέροντα Φιλόθεον Ζερβᾶκον


(Ἀπὸ ἐπιστολὴ πνευματικοῦ του τέκνου ἐκ Νάξου).


Ὀνομάζομαι Μᾶρκος Β. Σκουλᾶτος, γεννήθηκα στὰ 1919 καὶ διαμένω στὶς Τρίποδες Νάξου.


Ὅταν ἤμουν μικρός, μαθητὴς τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, περίπου 10 ἐτῶν, πήγαινα στὴν θεία μου Αἰκατερίνη Μ. Μελισσηνοῦ στὴν Χώρα, ἡ ὁποία εἶχε πνευματικὸ πατέρα τὸν π. Φιλόθεο Ζερβᾶκο, καὶ τὸν φιλοξενοῦσε στὸ σπίτι της μὲ πολὺ σεβασμό· καὶ ἐκεῖνος ἐξομολογοῦσε ὅλη τὴν οἰκογένειά της καὶ ὅσους ἄλλους ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἔτρεχαν σὰν τὰ διψασμένα ἐλάφια νὰ δροσιστοῦν, νὰ πλύνουν τὴν ψυχή τους. Ὅλοι περίμεναν μὲ λαχτάρα νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν τὰ ἁγνὰ λόγια ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἅγιον ἄνθρωπον μὲ ἀξίωσε καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ τὸν γνωρίσω ἀπὸ μικρός. Δοξάζω τὸν Θεὸν καὶ τὸν εὐχαριστῶ διὰ τὴν μεγάλη εὐεργεσία ποὺ μοῦ ἔκανε, ζητῶ δὲ ἀκόμη τὶς προσευχές του καὶ διὰ μένα τὸν ἁμαρτωλόν. Γιὰ νὰ μὴν ὅμως μακρηγορῶ ἂς ἔλθω στὴν διήγησί μου, νὰ γράψω λίγα ἀπὸ ὅσα ἄκουσα ἀπὸ τὰ σεπτά του χείλη.


Ἐξομολογήθηκα, λοιπόν, πρώτη φορὰ μικρὸς καὶ ἔκτοτε τὸν εἶχα σὲ ὅλη μου τὴν ζωὴ πνευματικὸ πατέρα μέχρι ποὺ κοιμήθηκε στὴν Μονὴ τῶν Θαψανῶν τῆς Πάρου 8 Μαΐου 1980.


Μοῦ εἶπε πολλὰ ψυχωφελῆ διδάγματα. Ὅταν εἶχες μιὰ ἁμαρτία ἢ ἀπορία, σοῦ ἔδινε, σὰν τὸν καλὸ γιατρό, τὸ κατάλληλο πνευματικὸ φάρμακο γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ψυχῆς.


Τί μοῦ εἶπε γιὰ μιὰ οἰκογενειακὴ ὑπόθεσι τῆς κόρης μου Κυριακῆς.


Ἦταν τὸ ἔτος 1976. Εἶχα μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τέσσερα παιδιὰ ποὺ εἶναι στὴν ζωὴ καὶ μία κόρη Κυριακή, ποὺ τώρα εἶναι στὸν οὐρανὸ κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία. Ἦταν 22 ἐτῶν καὶ ἐργαζόταν στὸν ΟΤΕ στὴν Ἀθήνα. Στὶς 19 Ὀκτωβρίου τοῦ 1976 ἔπεσε σὲ σιδηροδρομικὸ ἀτύχημα, καὶ ἔξαφνα σὰν κεραυνὸ μάθαμε τὴν εἴδησι. Τὴν κλάψαμε ὅλοι καὶ τὴν κηδεύσαμε στὸ χωριό μας στσὶ Τρίποδες Νάξου. Ὁ πόνος καὶ ἡ θλίψις ἦταν μεγάλος, ἰδιαίτερα σὲ ἐμᾶς τοὺς γονεῖς. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἐπῆγα στὴν Πάρο καὶ βρῆκα τὸν Γέροντα Φιλόθεο. Τοῦ εἶπα τὸ γεγονός, καὶ ὅπως ἦταν πονόψυχος λυπήθηκε καὶ ἔκλαψε καὶ ἐκεῖνος μαζί μου. Ἐξομολογήθηκα, μοῦ ἔδωσε πνευματικὲς συμβουλὲς καὶ μοῦ ἀνέφερε ἱστορικὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχε.


Σ᾿ αὐτὸ τὸ γεγονός, τοῦ εἶπα, ἐσκέφθηκα τὸν Ἰώβ. Καλὰ ἔκανες, μοῦ εἶπε, καὶ εἶχες ὑπομονή. Στὴν Ἀθήνα ἦταν μιὰ οἰκογένεια καὶ ἀντὶ γιὰ ὑπομονὴ πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἀπελπισίας. Μιὰ κοπέλα ἔπεσε ἀπὸ τὸ παράθυρο μίας πολυκατοικίας ἀπὸ ἀπροσεξία καὶ σκοτώθηκε. Βλέπει ἡ ἀδελφή της τὸ συμβὰν πέφτει καὶ αὐτὴ καὶ σκοτώνεται, ὁμοίως καὶ ἡ ἄλλη της ἀδελφὴ καὶ ἡ μητέρα της· καὶ κοντὰ στὴν μία νεκρὴ εἶχαν τέσσερα θύματα στὸ ἴδιο σπίτι.


Μοῦ εἶπε πρὸς παρηγοριὰ ὁ ἅγιος Γέροντας καὶ ἄλλη μιὰ ἱστορία, γιὰ ἕνα μοναχὸ ποὺ εἶχε λογισμὸ ἂν ὅτι κάνει καὶ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς εἶναι σωστό, ἢ μήπως κάνει λάθος. Λέγει ὁ δεύτερος μοναχὸς στὸν πρῶτο· ἐσὺ δὲν ἔλεγες κάποτε, ἂν κάνῃ ὁ Θεὸς τὶς δουλειές του καλὰ καὶ εἶχες ἀπορίες! Ναί, λέγει, εἶχα αὐτὸ τὸν λογισμό. Γι᾿ αὐτό, τοῦ εἶπε, μοῦ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σοῦ φανερώσω πὼς ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν κάνει λάθος, καὶ τοῦ ἐξήγησε: Τὸν χρυσὸ δίσκο ποὺ πέταξα ἔξω τὸν εἶχαν κλέψει καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν πέταξα, διότι ὁ Θεὸς κλεμμένα πράγματα δὲν θέλει, γιὰ νὰ μὴ κολαστοῦν. Τὸ παιδὶ ποὺ ἔπνιξα, μὴ τὸ λυπᾶσαι, τώρα εἶναι στὸν Παράδεισο· ἐὰν ζοῦσε θὰ γινόταν κακὸς ἄνθρωπος καὶ θὰ κολαζόταν… Καὶ στὸ τέλος μοῦ λέγει· ἡ κόρη σου εἶναι κοντὰ στὸ Θεὸ νὰ μὴν λυπᾶσαι, μόνο δόξαζε τὸν Θεό.


Ἔφυγα ἀπὸ τὴν Πάρο μὲ τὶς πατρικές του συμβουλὲς καὶ νουθεσίες καὶ ἦρθα στὸ σπίτι μου στὴν Νάξο πολὺ εὐχαριστημένος καὶ πνευματικὰ ἐνισχυμένος. Ἡ μάνα ὅμως πολὺ περισσότερο πονᾶ τὸ παιδὶ ποὺ γέννησε ἀπὸ τὸν πατέρα. Ἐκείνη ἔκλαιγε καὶ ἔπρεπε καὶ αὐτὴ νὰ παρηγορηθῇ καὶ τονωθῇ. Παίρνω λοιπὸν τὴν σύζυγό μου καὶ πᾶμε μαζὶ στὴν Πάρο. Ἐκεῖ βρίσκουμε τὸν Γέροντα Φιλόθεο, καὶ σὰν τὴν εἶδε τῆς εἶπε «τέκνον μου λυπήθηκες γιὰ τὸ παιδί σου»· λέγει ἡ σύζυγός μου, «ναὶ πάτερ. Τὰ ἄλλα μου παιδιὰ τὰ βλέπω, ἐνῶ αὐτὸ ποῦ θὰ τὸ ξαναδῶ;» τῆς ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας «τὸ παιδί σου τὸ ἔχει κοντά της ἡ Παναγία». Ὅπως γινόταν αὐτὸς ὁ διάλογος (θὰ ἔκανε μυστικὴ προσευχὴ ὁ Γέροντας) καὶ ὢ τοῦ θαύματος! βλέπει ἡ σύζυγός μου ὅραμα καὶ ὅπως τῆς εἶπε ἔτσι καὶ ἔγινε, εἶδε τὴν κόρη μας Κυριακή, ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς, καὶ τὴν κρατοῦσε ἡ Παναγία ἀπὸ τὸ χέρι. Ἔτσι πείστηκε καὶ γυρίσαμε στὸ σπίτι μας στὴν Νάξο δοξάζοντες τὸν Θεό, ποὺ ἀσφάλισε τὸ παιδί μας κοντά του…


Ἀφοῦ, λοιπόν, γνώρισα τὸν Γέροντα ἀπὸ μικρὸς καὶ ἦταν τόσο ἁπλὸς σὰν μικρὸ παιδί, εἶχα ὅλο τὸ θάρρος καὶ τὸν ρωτοῦσα καὶ μοῦ ἔδινε πάντοτε πρόθυμα σωστὲς ἀπαντήσεις, ὠφέλιμες καὶ ψυχοσωτήριες. Τὸν ἔβλεπες καὶ εἶχε μορφὴ ἁγίου, ποῦ σὲ τραβοῦσε σὰν μαγνήτης.


Μιὰ φορὰ στὸ χωριὸ Κάτω Ποταμιὰ τῆς Νάξου, ποὺ πῆγε νὰ κηρύξῃ τὸν θεῖο λόγο καὶ νὰ ἐξομολογήσῃ ψυχές, ἀνταμώσαμε μὲ τὸν Γέροντα Φιλόθεο. Ὅπως συζητούσαμε σ᾿ ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ, μᾶς ἔλεγε θεῖα λόγια καὶ συμβουλές, στὴν κουζίνα ἡ θεία μου Καλλιόπη ἑτοίμαζε, σὰν τὴν Μάρθα, τὸ φαγητό· κάποια στιγμὴ μᾶς λέγει «ὁρίστε, περάσετε γιὰ φαγητό», καὶ ἀπαντᾶ ὁ π. Φιλόθεος «καὶ τώρα τρῶμε», ἐννοοῦσε τὴν πνευματικὴ τροφὴ ποὺ τρώγαμε. Ὅταν βράδυασε καὶ πρὶν φύγουμε τοῦ λέγω «πάτερ μήπως εἶναι εὔκολο νὰ ῾ρθῆτε καὶ στὸ χωριό μας νὰ μᾶς ὁμιλήσετε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε;» δὲν μοῦ ἀπάντησε τότε, μὲ ἄκουσε ὅμως προσεκτικά.


Ὅταν πέρασαν μερικὲς μέρες, ἀπὸ τότε ποὺ τὸν ἐκάλεσα νὰ ῾ρθῇ στὸ χωριό μας, ἦρθε μιὰ μέρα ξαφνικὰ καὶ μοῦ εἶπε «εἶδες Μᾶρκο ποῦ σοῦ ἔκανα ὑπακοή!».


Τὸν πῆρα στὸ σπίτι μου, τὸ εὐλόγησε καὶ μᾶς ἔδωσε πνευματικὴ χαρὰ μὲ τὴν παρουσία του. Κατόπιν πήγαμε στὸ καφενεῖο τοῦ χωριοῦ μας καὶ ἔκανε κήρυγμα περὶ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Ἦταν ἔμπειρος πνευματικὸς πατέρας καὶ τραβοῦσε κοντὰ στὸν Χριστὸ ψυχὲς ἄγριες καὶ ἁμαρτωλές. Στὴν ὁμιλία του μᾶς εἶπε καὶ τὸ ἑξῆς παράδειγμα, ὅτι εἶχε πάει σὲ ἕνα χωριὸ νὰ ἐξομολογήσῃ τοὺς χριστιανούς, καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους τοῦ ἔφεραν καὶ ἕνα γέροντα, ποὺ τὸν ἔλεγαν μπαρμπα-Γιάννη, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν ἤθελε νὰ ἐξομολογηθῇ. Τὸν ἔφεραν τὰ παιδιά του καὶ τὸν ἔβαλαν στὸ δωμάτιο ποὺ ἐξομολογοῦσε ὁ Γέροντας δίχως νὰ θέλη ὁ ἴδιος, τὸν κλείδωσαν τὰ παιδιά του μέσα καὶ ἔφυγαν. Τοῦ λέγει ὁ π. Φιλόθεος «τί θέλεις ἐδῶ; ἀπαντᾶ «τὰ παιδιά μου μὲ ἔφεραν ἐδῶ νὰ ἐξομολογηθῶ, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θέλω», ἐκεῖ χαμογέλασε ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ μᾶς δώση θάρρος στὴν ἐξομολόγησι. Τοῦ λέγει, «τώρα, μᾶς ἐκλείδωσαν ἐδῶ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ φύγουμε οὔτε ἐγὼ οὔτε ἐσύ. Ἡ μόνη λύσις εἶναι νὰ ἐξομολογηθῇς γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξουν νὰ βγοῦμε ἔξω». Λέγει ὁ μπαρμπα-Γιάννης, «δὲν ξέρω νὰ ἐξομολογηθῶ». «Θὰ σὲ βοηθήσω ἐγώ», τὸν βεβαιώνει ὁ Γέροντας. Τέλος ἐξομολογήθηκε ὁ μπαρμπα-Γιάννης, εὐχαριστήθηκε δὲ τόσο πολύ, ποὺ ὅταν πήγαινε ὁ Γέροντας Φιλόθεος στὸ χωριό του γιὰ νὰ ἐξομολογήσῃ, πρῶτος πήγαινε ὁ μπαρμπα-Γιάννης.


* * *


Μιὰ φορὰ ποὺ ἦλθε στὸ χωριό μας ἦταν τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἦρθε πρωὶ στὴν ἐκκλησία καὶ στάθηκε στὸ ἀναλόγιο, τὸν παρεκάλεσα νὰ πῇ «τὸ Πιστεύω». Δὲν ἤθελε, στὸ τέλος δέχθηκε. Τὸ εἶπε μία, μία λέξι, ἀργὰ-ἀργά, καθαρὰ καὶ κατανυκτικά. Ὅταν ἔφθασε στὴν φράση «Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν», ἐκείνη τὴν στιγμὴ κατανύχθηκε καὶ ἔκλαιγε σὰν μικρὸ παιδί, σὰν νὰ σταυρωνόταν ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ Κύριος. Ἔτσι τὸ ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του. Εἰς τὸ κοινωνικὸ μᾶς ὡμίλησε γιὰ τὴν Ἁγία Αἰκατερίνη ἀρκετὴ ὥρα μὲ ζωντανὴ πίστι…


* * *


Ἀφοῦ ἦταν τόσο καλὸς πατέρας πνευματικός, τὸν καλούσαμε, ὅταν ἐρχόταν στὴν Νάξο, καὶ ἐρχόταν καὶ στὸ χωριό μας καὶ στὸ σπίτι μας εἶχε ἔλθει μερικὲς φορὲς γιὰ ἐξομολόγησι, καὶ ἔρχονταν ἀρκετοὶ νὰ βγάλουν τὰ βάρη ἀπὸ ἐπάνω τους.


Μιὰ μέρα λέγω σὲ μιὰ ψυχὴ ποὺ ἐξομολογήθηκε «πῶς σοῦ φαίνεται ὁ πνευματικὸς π. Φιλόθεος;», καὶ μοῦ ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Εἶναι ὅπως οἱ Ἅγιοι ποὺ ἔχουμε στὶς εἰκόνες μας» καὶ δὲν ἔκανε λάθος…


Μέσα στὸ σπίτι μου ποὺ ἐξομολογοῦσε, λέγω μιὰ μέρα στὴν γυναίκα μου «ἀρώτησε τὸν π. Φιλόθεο, τί φαγητὸ θέλει νὰ τοῦ ἑτοιμάσης, ἐπειδὴ ἦταν νηστικὸς καὶ ἡ ὥρα περασμένη». Πῆγε καὶ τὸν ἐρώτησε, ἀλλὰ δὲν τῆς μίλησε. Τῆς λέγω, «τί σοῦ εἶπε;», «δὲν μοῦ μίλησε,» μοῦ ἀπάντησε. Πῆγε καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορὰ καὶ ἡ ἀπάντησι ποὺ τῆς ἔδωσε ἦταν «θέλω ψυχές». Προτιμοῦσε νὰ εἶναι νηστικός, τοῦ ἀρκοῦσε νὰ ἐξομολογῇ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.


Μιὰ ἄλλη φορᾶ τοῦ λέγω «πάτερ Φιλόθεε, νὰ ἔρχεσθε κάθε χρόνο νὰ ἐξομολογούμαστε καὶ νὰ μᾶς κηρύττετε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ» καὶ μοῦ ἀπαντᾶ: «Ἐγὼ εἶμαι γέρων καὶ θὰ ἀποθάνω. Νὰ πηγαίνετε σὲ ἄλλους πνευματικοὺς νὰ ἐξομολογῆσθε. Στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ εἴμαστε ὅλοι μαζί». Τοῦ λέγω «ἐγώ, πάτερ μου, εἶμαι ἁμαρτωλός, πῶς θὰ εἴμαστε μαζί, ποὺ ἐσεῖς εἶστε ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος!». Καὶ μοῦ ἀπαντᾶ «τώρα Μᾶρκο δὲν μίλησες καλά. Ἐκεῖ ποὺ ψάλλεις στὴν ἐκκλησία δὲν λέγεις στὸ τέλος «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός…». Ἐπειδὴ τὸν ἐπαίνεσα ἀμέσως ἐταπεινώθηκε…


Στὴν συνέχεια μοῦ εἶπε ὅτι στὴν Κεφαλονιὰ οἱ ἄνθρωποι εἶναι βλάσφημοι καὶ ἐπειδὴ βλασφημοῦν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς καὶ δαιμονίζονται. Ἕνας ἄνθρωπος ἐβλασφήμησε καὶ δαιμονίστηκε. Ἐφώναξαν ἕνα Ἱερέα νὰ τοῦ διαβάσῃ ἐξορκισμοὺς γιὰ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Ἦρθε ὁ Ἱερεύς, τὸν ἐδιάβασε ἀλλὰ τὸ δαιμόνιο δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ φανέρωνε τὶς ἁμαρτίες του. Ἔκανες αὐτό, ἔκανες ἐκεῖνο, δὲν φεύγω. Καλοῦν δεύτερο ἱερέα. Συνέβη τὸ ἴδιο. Ἔφεραν καὶ τρίτον, ἀλλὰ ὁ κόσμος ποὺ παρακολουθοῦσε, εἶπαν στὸν τρίτο ἱερέα, ὅτι αὐτὸ καὶ αὐτὸ γίνεται. «Τὸ μόνον, ἂν θέλῃς νὰ ἀκούσῃς, νὰ πᾶς πρῶτα νὰ ἐξομολογηθῇς καὶ μετὰ νὰ ἔρθῃς νὰ διαβάσῃς τὸν ἄνθρωπο». Ἄκουσε ὁ καλὸς ἱερέας καὶ πῆγε πρῶτα νὰ ἐξομολογηθῇ καὶ μετὰ νὰ ἔρθῃ νὰ διαβάσῃ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν βρῆκε ἐκεῖ κοντὰ πνευματικό, πῆγε σὲ ἕνα βουνὸ καὶ ἐφώναξε ἕνα βοσκόπουλο, ποὺ ἔβοσκε τὰ πρόβατα. «Τί θέλεις πάτερ;», ἐρωτᾷ ὁ νέος τὸν ἱερέα. «Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ», τοῦ λέει ὁ ἱερεύς. «Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶμαι παπᾶς», ἀπαντᾶ τὸ βοσκόπουλο. «Δὲν πειράζει», καὶ λέγει ὁ ἱερεὺς στὸ βοσκόπουλο τὶς ἁμαρτίες του καὶ φεύγει. Πρὶν νὰ φθάσῃ κοντὰ στὸν ἄρρωστο ἄνθρωπο, φωνάζει τὸ δαιμόνιο «τί τὸν φέρατε αὐτὸν ἐδῶ τὸν παπᾶ, αὐτὸς εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος». Διαβάζει ὁ ἱερεὺς τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ γίνεται ἕνας μαῦρος καπνὸς καὶ φεύγει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Λοιπόν, μοῦ εἶπε ὁ π. Φιλόθεος, «καὶ ἐσεῖς νὰ ἐξομολογεῖσθε πάντα καθαρὰ καὶ δὲν πειράζει πὼς δὲν θὰ ἔρχομαι ἐγὼ νὰ σᾶς ἐξομολογῶ. Καλύτερα εἶναι νὰ ἐξομολογηθῇ κάποιος καθαρά, καὶ νὰ κοινωνήσῃ, παρὰ νὰ πάῃ νὰ προσκυνήσῃ στοὺς Ἁγίους Τόπους».


Στὴν ἐξομολόγησι ὁ Γέροντας δὲν ἐμάλωνε τὸν μετανοοῦντα, ἀλλὰ μὲ πραότητα πάντοτε καὶ καλὸ τρόπο ἔφερνε τὸν ἁμαρτωλὸ σὲ μετάνοια καὶ συναίσθησι, Παραδείγματος χάριν, ἐὰν βλασφημοῦσε ἕνας τοῦ ἔλεγε «εὐχαριστήθηκες, παιδί μου, τώρα ποῦ ἐβλασφήμησες! καὶ τὸν ἔφερνε σὲ φιλότιμο καὶ μεταμέλεια.


Μοῦ εἶπε καὶ τὴν ἑξῆς ἱστορία γιὰ τὴν ἐξομολόγησι. Πῆρε ἕνας ἄνθρωπος τὸν ἐξάδελφό του στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ ἐξομολογηθῇ. Ἐπισκέφθηκαν ἕνα πνευματικὸ ἱερέα καὶ ἀφοῦ εἶπε τὶς ἁμαρτίες του, αὐτὸς ἦταν ληστής, τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός «διὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες σας θὰ κάμνης χίλιες μετάνοιες κάθε ἡμέρα». Λέει ὁ ληστὴς στὸν πνευματικό «δὲν προφταίνω νὰ κάμνω τόσες μετάνοιες. Κάθε μέρα θὰ γυρίζω στὰ βουνὰ νὰ εἶμαι πάλι ληστής». Τὸ λέει στὸν ἐξάδελφό του καὶ τὸν πηγαίνει σὲ ἄλλον ἱερέα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸν ἴδιο κανόνα. Μὲ τὸ ζόρι τὸν κατάφερε νὰ πᾶνε σὲ τρίτο ἐξομολόγο, τὸν ὁποῖον ἐνημέρωσε ὁ ἐξάδελφός του σχετικὰ μὲ τὸ τί συνέβη μὲ τοὺς προηγούμενους ἱερεῖς, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν προσέξῃ, διότι θὰ φύγη πάλι στὰ βουνά. Φέρτον ἐδῶ καὶ μὴ σὲ μέλλει. Πηγαίνει ὁ ληστὴς στὸν τρίτο ἱερέα, λέγει τὰ ἁμαρτήματά του, καὶ τοῦ λέγει ὁ πνευματικὸς«ἔλα παιδί μου νὰ σοῦ διαβάσω τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ νὰ κοινωνήσῃς». Ξαφνιάστηκε ὁ ληστὴς καὶ τοῦ λέγει «νὰ μὴν κάνω καθόλου μετάνοιες;» Ἀπαντᾶ ὁ ἱερεύς, «ὄχι». Λέγει ὁ ληστής, «πόσες μετάνοιες νὰ κάμνω τὴν ἡμέρα;». «Κᾶνε δέκα μετάνοιες» τοῦ ἀπαντᾶ ὁ πνευματικός. «Ὄχι, παπᾶ μου», λέγει ὁ ληστὴς «δέκα εἶναι λίγες, ἀπὸ χίλιες ποὺ μοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι νὰ κάνω δέκα;» καὶ ἐκανόνισε μόνος του ὁ ληστὴς πόσες νὰ κάμνῃ. Ἤθελε δηλαδὴ ὁ Γέροντας νὰ μᾶς πῇ, ὅτι ὁ πνευματικὸς ὀφείλει νὰ εἶναι διακριτικὸς καὶ συγκαταβατικός, γιὰ νὰ φέρνῃ τοὺς ἀνθρώπους κοντὰ στὸν Θεό.


* * *


Ὅταν πήγαινα στὴν Πάρο στὴν Λογγοβάρδα, γιὰ ἐξομολόγησι, ἔβλεπα μέσα στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα ἕνα μεγάλο Σταυρὸ μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριό μας νὰ δεσπόζῃ. Εἶχε ἀκλόνητη πίστη, ταπείνωση, ἀγάπη καὶ μὲ τὶς θερμὲς προσευχὲς καὶ σοφὲς συμβουλὲς βοήθησε πολλοὺς ἀνθρώπους.


Πάντοτε, ἰδιαίτερα ὅμως πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔλεγε πρὸς ὅλους τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Τὴν ἀγάπη ὁ πατὴρ Φιλόθεος ὄχι μόνον τὴν ἐδίδασκε ἀλλὰ καὶ ἐφήρμοζε στὴ ζωή του. Ὅλους μᾶς ἀγαποῦσε εἰλικρινά, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τὸν ἐκάλεσε κοντά του τὴν ἡμέρα ποὺ γιορτάζει ἢ Ἐκκλησία μας τὸν Εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην τὸν Θεολόγον, τὸν μαθητὴ τῆς ἀγάπης, 8 Μαΐου τοῦ 1980.


Ἦταν πολὺ ἐνάρετος ὁ π. Φιλόθεος. Φυσιογνωμία ἐκκλησιαστικὴ τῆς ἐποχῆς. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς δοκιμάζει τοὺς ἐκλεκτοὺς δούλους Του καὶ στέλνει δοκιμασίες καὶ πειρασμούς. Εἶχε, λοιπόν, καὶ ὁ π. Φιλόθεος καὶ ἀσθένειες καὶ πειρασμούς, διὰ τῆς ὑπομονῆς, ὅμως, τῆς καρτερίας καὶ θερμῆς προσευχῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἔβγαινε νικητής. Ἑτοιμαζόταν πάντοτε γιὰ τὴν ἀναχώρησί του, καὶ δὲν τὸν φόβιζε ὁ θάνατος. Εἶχε πάντα τὴν ταπείνωσι ἐμπρός του.


Ὅσο ἔβλεπε τὸν κόσμο νὰ προχωρῇ σὲ ἀποστασία καὶ πολλαπλασιασμὸ ἡ ἁμαρτία, τόσο ἤθελε νὰ φύγῃ ἀπὸ αὐτὸν τὸν μάταιο καὶ φθαρτὸ κόσμο, γιὰ νὰ ζῇ μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ τόσο πολὺ ἀγαποῦσε στὴν ζωή του.


Μᾶς ἔλεγε συχνὰ ὅτι παρακαλεῖ τὸν Θεὸν νὰ τὸν πάρη, ἂλλ᾿ ἐπειδὴ εἶναι ἁμαρτωλὸς δὲν τὸν ἀκούει. Μιὰ γυναίκα, μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας, τοῦ ἔγραψε᾿ τώρα πιὰ εἶσαι γέρων στὴν ἡλικία καὶ εἶναι ὥρα σου νὰ πεθάνης. Δὲν στεναχωρέθηκε, ἀλλὰ μὲ χαμόγελο ἱλαρό μας εἶπε᾿ νὰ καὶ μιὰ γυναίκα ποῦ βρέθηκε νὰ μὲ ἀγαπᾶ καὶ θέλει νὰ πεθάνω.


Μιὰ φορὰ ποὺ ἦρθε στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὴν Νάξο νὰ λειτουργήσῃ, ἐπῆγα καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ βράδυ, καὶ τοῦ εἶπα «ἦρθα μόνος μου, πάτερ Φιλόθεε, ἐδῶ τὴν νύκτα» καὶ μοῦ λέγει «δὲν ἦρθες Μᾶρκε μόνος σου, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν ἄγγελό σου».


Πρὶν ἀποβιώσει δύο ἡμέρες ἐπῆγα στὰ Θαψανὰ τῆς Πάρου νὰ τὸν δῶ καὶ νὰ πάρω τὴν εὐχή του, διότι ἦταν ἄρρωστος. Τὸν εἶδα, μὲ ἐγνώρισε καὶ εἶχε σώας τὰς φρένας ἕως τέλους. Τοῦ εἶπα, «πάτερ ἔμαθα ὅτι εἶσαι ἄρρωστος καὶ ἦρθα», καὶ ὅπως ἦταν πάντα καταδεκτικὸς καὶ εὐγενέστατος· μοῦ εἶπε «εὐχαριστῶ πολύ».


Ἡ ἡμέρα τῆς κηδείας του δὲν περιγράφεται. Μὲ ἀξίωσε ὁ Καλὸς Θεὸς καὶ βρέθηκα στὴν Ἑκατονταπυλιανὴ τῆς Πάρου ὅπου ἐτέθη εἰς λαϊκὸ προσκύνημα καὶ ἔγινε ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία. Παρευρέθηκαν ἀρχιερεῖς, ἡγούμενοι, μοναχοί, μοναχές, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά. Ἡ ἐκκλησία τῆς Ἑκατονταπυλιανῆς ἦταν κατάμεστη ἀπὸ κόσμο ἀπὸ τὴν Πάρο, νησιὰ τῶν Κυκλάδων, τὴν Ἀθήνα, τὸν Πειραιᾶ καὶ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος…


Ἦτο ἤρεμος, γαλήνιος, ἥσυχος, καὶ ἕτοιμος ἀνῆλθεν εἷς τους οὐρανούς. Ἔγιναν ἐπικήδειοι λόγοι καὶ εἶπαν πολλά, ἀλλ᾿ ὅσα ἐγκώμια καὶ ἂν ποῦν, σὲ τέτοια πρόσωπα τοῦ Θεοῦ, εἶναι λίγα…


Ἀπὸ τὴν Ἑκατονταπυλιανὴ μεταφέρθηκε τὸ Ἱερὸν σκήνωμα τοῦ Γέροντος τὸ ἑσπέρας τῆς 9ης Μαΐου 1980 στὴν Γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ τῶν Θαψανῶν ὅπου καὶ ἔγινε ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ ὁσίου Γέροντος Φιλόθεου.


Τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας τοῦ Γέροντος ἐλέχθησαν πολλὰ διὰ τὰς πολλὰς ἀρετὰς ποὺ εἶχε. Ὁ μοναχὸς τῆς Λογγοβάρδας π. Ἀντώνιος μᾶς διηγήθηκε τὸ ἑξῆς: Ἦταν παραμονὴ μίας μεγάλης ἑορτῆς καὶ ἡ κατὰ σάρκα ἀδελφὴ τοῦ Γέροντος, μοναχὴ στὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Φιλόθεου τῆς Πάρου, ἔστειλε ἕνα κουτὶ γλυκὰ γιὰ νὰ κεραστοῦν οἱ πατέρες. Ὁ π. Ἀντώνιος τὰ πῆρε καὶ πῆγε νὰ ρωτήσῃ τὸν Γέροντα, ποῦ νὰ τὰ βάλη. Ὁ Γέροντας ἐκείνη τὴν ὥρα ἦταν στὸ δωμάτιό του. Κτυπῶ, λέγει, τὴν πόρτα καὶ βρίσκομαι κατάπληκτος μπρὸς σὲ ἕνα πρωτοφανὲς καὶ θαυμαστὸ γεγονός: «εἶδα τὸν Γέροντα νὰ ἔχη μεταμορφωθῆ. Ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο, καὶ σὲ αὐτὴν τὴν κατάστασι ποὺ τὸν εἶδα καὶ τὸν ρώτησα γιὰ τὰ γλυκά, δὲν ἤθελε νὰ τὸν δῶ, ὅπως τὸν εἶδα, ἀπὸ ταπείνωσι, μοῦ λέγει ῾τί ὥρα εἶναι τώρα, ἐσήμανε ἑσπερινός!᾿ καὶ ἔφυγα. Δὲν τὸ ἔχω πῆ ἀκόμη αὐτὸ ποὺ εἶδα, τὸ λέγω τώρα ποὺ ἐκοιμήθηκε. Ὑπάρχουν πολλὰ γιὰ τὸν Γέροντα, μερικὰ ἔχουν γραφτεῖ σὲ βιβλία καὶ ἄλλα ὄχι. Τὰ ἄγραφα καλὰ ποὺ ἔχει κάνει ὁ Γέροντας τὰ γνωρίζει μόνον ὁ καρδιογνώστης Κύριος, ποὺ θὰ ἀποδώση στὸν κάθε ἕνα κατὰ τὰ ἔργα του στὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως…


Τελειώνοντας, δοξάζω καὶ εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ μὲ ἐφώτισε καὶ ἀξίωσε καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἐλάχιστο νὰ γνωρίσω τὸν Γέροντα καὶ νὰ σημειώσω λίγα λόγια γιὰ τὸν ἅγιον πνευματικόν μου πατέρα Φιλόθεον Ζερβᾶκον. Ἡ εὐχή του νὰ εἶναι μαζί μας πάντοτε.


Μὲ βαθὺ σεβασμό,
Μᾶρκος Σκουλᾶτος

Ηγούμενος σώζει 125 νέους από θανατική καταδίκη Δεκεμβρίου 27, 2010 — anaxoriti

Ηγούμενος σώζει 125 νέους από θανατική καταδίκη

Τον καιρό της Γερμανικής Κατοχής ο Γερμανός Διοικητής, επειδή στο χωριό Τσιμπίδο σκότωσαν οι Άγγλοι δύο Γερμανούς και τραυμάτισαν έναν αξιωματικό, ζήτησε να του προσκομίσουν οι πρόεδροι των κοινοτήτων, μια ορισμένη μέρα, 125 νέους από όλες τις κοινότητες της Πάρου, για να τους εκτελέσει. Όταν άκουσα αυτή τη θανατική απόφαση -λέει ο Γέρων Φιλόθεος- πόνεσε η ψυχή μου και δοκίμασα θλίψη περισσότερο από κάθε άλλον, γιατί οι μελλοθάνατοι ήταν πνευματικά μου παιδιά… και η πνευματική συγγένεια και αγάπη είναι ανώτεροι από τη σαρκική, όπως έγραψε ο Άγιος Ιουστίνος, ο φιλόσοφος και μάρτυρας.


Για αυτό λοιπόν δεν αδιαφόρησα, αλλά αμέσως έσπευσα σαν πνευματικός πατέρας να σώσω τα πνευματικά μου παιδιά από τον επικείμενο θάνατο. Όμως ο διοικητής, όταν πήγαμε να τον παρακαλέσουμε με τον αγαπητό γιατρό κ.Αλιμπράντη, βουλευτή της Πάρου, και με τους υπόλοιπους προέδρους των κοινοτήτων και τους Ιερείς του νησιού, που όλοι τους έδειξαν αδελφικό ενδιαφέρον, δεν δεχόταν μεσιτείες. Παρήγγειλε μάλιστα μέσω του φρουράρχου του ότι όποιος Έλληνας, ή ακόμη και Γερμανός, τολμήσει να μεσιτέψει για τους μέλλοντες να εκτελεστούν, θα εκτελεστεί και αυτός. Ωστόσο ο φρούραρχος, που ήταν φιλέλληνας, μας συμβούλεψε τα εξής:


Επειδή εδώ δεν είναι δυνατό να τον δείτε, αλλ’ ούτε και συμφέρει, έχω την γνώμη να τον καλέσετε στο Μοναστήρι, τάχα για να τον φιλοξενήσετε και να τον περιποιηθείτε, και πάνω στις περιποιήσεις να του αναφέρετε σχετικά, να τον παρακαλέσετε, και ίσως να λυγίσει, αλλά και πάλι αμφιβάλλω.


Δεν έχασα καιρό. Την ίδια μέρα τον κάλεσα στο Μοναστήρι, και την επόμενη ήρθε. Φοβόμουν μήπως απορρίψει την παράκληση μου και κατέφυγα στην ακαταίσχυντη προστασία των χριστιανών, την απροσμάχητη βοήθεια, την μόνη ελπίδα, καταφυγή και σωτηρία, την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Ζωοδόχο Πηγή. Κάναμε λοιπόν Παράκληση
με όλους τους πατέρες και αδελφούς του Μοναστηριού και παρακαλέσαμε με πίστη και ικετεύσαμε να μεσιτεύσει στον υιό της και Θεό μας να μετατρέψει την απόφαση του άδικου Διοικητή και να χαρίσει τη ζωή στους ανεύθυνους, που άδικα καταδικάστηκαν σε θάνατο. Την Παράκληση στην Παναγιά παρακολούθησε και ο Διοικητής με την συνοδεία του. Μόλις τελείωσε η Παράκληση, ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν. Τότε ο Διοικητής είπε στο διερμηνέα να του ζητήσω να μου κάνει μια χάρη. Εγώ εκείνη τη στιγμή γέμισα χαρά και αγαλλίαση, διότι πίστεψα ότι εισακούστηκε η δέηση μας και ήρθε η κατάλληλη στιγμή να του ζητήσω εκείνο για το οποίο τον κάλεσα στο Μοναστήρι και κάναμε και την Παράκληση. Οπότε, πήρα θάρρος και μέσο του διερμηνέα του λέω να μου υποσχεθεί πρώτα ότι θα μου κάνει την χάρη που θα ζητήσω, και τότε θα του τη ζητήσω. Μου έδωσε το δεξί του χέρι και μου υποσχέθηκε ότι θα την κάνει. Τότε λοιπόν του είπα ότι θέλω να χαρίσει τη ζωή στους 125 νέους που αποφάσισε να θανατώσει. Αλλά όταν το άκουσε, απήντησε να του ζητήσω άλλη χάρη, γιατί αυτή τη χάρη δεν μπορεί να την κάνει΄
διότι έχει τέτοια διαταγή, που λεει: Όταν σκοτωθεί ένας Γερμανός, στη θέση του να σκοτώνονται 50 Έλληνες από τα κοντινά χωριά΄ για δύο Γερμανούς 100 Έλληνες κλπ. Και επειδή είδα ότι, παρά τς παρακλήσεις που του έκαμα, επέμενε να του ζητήσω άλλη χάρη, του ζήτησα ως μέγιστη χάρη να με πάρει με τους 125 καταδίκους, να με εκτελέσει. Όταν άκουσε τούτο ο σκληρός εκείνος και απάνθρωπος Διοικητής, κάμφθηκε, μαλάκωσε η καρδιά του, συντρίφθηκε και συγκινημένος μου έδωσε το δεξί του χέρι και μου είπε: «Σου τους χαρίζω». Τη στιγμή εκείνη τόση μεγάλη χαρά αισθάνθηκα, όση ποτέ. Είχα βέβαια χαρά ελπίζοντας ότι, εάν δεν άλλαζε γνώμη για τους κατάδικους, θα πέθαινα και εγώ με τα πνευματικά μου παιδιά, αλλά η χαρά εκείνη θα ήταν χαρά μόνο για μένα, ο θάνατος μου δηλ. μόνο σε μένα θα προξενούσε χαρά, ενώ στους αδελφούς της μονής και σε όλα τα πνευματικά μου παιδιά στην Πάρο θα προξενούσε λύπη.


Όμως η χαρά που πήρα, όταν ο Διοικητής μου είπε «Σου τους χαρίζω», ήταν χαρά κοινή, γενική, για όλους: για μένα, για τους κατάδικους, για τους γονείς, αδελφούς, συγγενείς, φίλους και συμπατριώτες, χαρά για όλη την Πάρο.


Εκτός λοιπόν από τη δική μου χαρά, συμμετείχα ως πνευματικός πατέρας και στην κοινή χαρά όλων. Όλοι αυτοί η δραματική υπόθεση είχε ως αφετηρία τον σύνδεσμο της αγάπης΄ διότι, αν δεν με συνέδεε ο σύνδεσμος της αγάπης, της αγάπης της ειλικρινούς, της πνευματικής, της χριστιανικής, της αδελφικής, της πατρικής, με τους κατάδικους, θα έλεγα: «Τι με μέλει εμένα; Δεν παν να τους σκοτώσουν οι Γερμανοί; Εμένα να μην πειράζουν, και το Μοναστήρι μου. Εγώ να ζήσω και εκείνοι ας πεθάνουν». Όμως η αγάπη, το χριστιανικό και το ηθικό μου καθήκον μου έλεγε «όχι». Ο Χριστός, μου έλεγε η αγάπη του Θεού, ο αναμάρτητος Θεός, κατέβηκε από τους ουρανούς και υπέμεινε τον πιο επονείδιστο σταυρικό θάνατο και πέθανε για εμάς τους αμαρτωλούς, τους εχθρούς του΄ για αυτό και συ οφείλεις, ως μαθητής, Ιερέας του Ιησού Χριστού, να γίνεις μιμητής Του, να πεθάνεις για τα πνευματικά σου παιδιά, τα οποία και εκείνα σε σέβονται, σε εκτιμούν, σε αγαπούν.


Από το βιβλίο: Διδαχές πατρικές και Θαυμαστά γεγονότα του Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου (1884-1980)


Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη” Θεσσαλονίκη.

Ακολούθει το ημερολόγιο χωρίς να το πιστεύης ως Θεό Δεκεμβρίου 27, 2010 — anaxoriti

Ακολούθει το ημερολόγιο χωρίς να το πιστεύης ως Θεό


Την επιστολήν σας έλαβον και τα εν αυτή ανέγνων. Παρετήρησα ότι εις όσα σοι έγραφον, ότι νεω­τερίζεις, δεν απήντησες… Όσα δε αντέγραψας από το Πηδάλιον της Εκκλησίας, γνώμας και αποφάσεις των αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των θεοφόρων Πατέρων και μας απέστειλας, διά να δείξης δήθεν ότι α­κολουθείς τους Αγίους Πατέρας και τας αγίας Συνόδους διότι κρατείς το παλαιόν ημερολόγιον, είναι τελείως άσχετα με το παλαιόν ημερολόγιον, καθότι αι άγιαι Οικουμενικαί Σύνοδοι δεν συνεκροτήθησαν διά το παλαιόν ημερολόγιον, αλλά δι’ άλλα ζητήματα τα οποία ως εγγράμματος, όταν αναγνώσης μετά προσοχής, δύνασαι να τα εννοήσης. Αι άγιαι Οικουμενικαί Σύνοδοι συνεκροτήθησαν από το έτος 325 έως το έτος 783, η δε μεταβολή του εορτολογίου εγένετο το 1924.


Ουδεμία Οικουμενική Σύνοδος ησχολήθη με το παλαιόν και νέον εορτολόγιον, μόνον η Α’ Οικουμενική Σύνοδος ώρισε τα περί της εορτής του Πάσχα και ο οποίος όρος, κατά την γνώμην πολλών διδασκάλων της Εκκλησίας μας, δεν φυλάττεται, αλλά τούτο δεν βλάπτει ουδέ ποσώς την πίστιν. Ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος ήκμασε εγγύς μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδον, λέγει. «Χρόνων ακρίβειαν και ημερών παρα­τήρησιν δεν ηξεύρει η του Χριστού Εκκλησία. επειδή οσάκις τρώγει τον ζωοποιόν Άρτον τούτον, και το ποτήριον τούτο πίνει, καταγγέλλει τον θάνατον του Κυρίου και Πάσχα επιτελεί».


Και ο ιερός Νικόδημος, ερμηνευτής των ιερών κανόνων, λέγει. «Δεν φροντίζει ο Θεός και η Εκκλησία διά τοιαύτην παρατήρησιν χρόνων και ημερών πάρεξ διά μοναχήν ομόνοιαν και ειρήνην». Τί λοιπόν αναφέρεις αγίας Συνόδους και αγίους Πατέρας οι οποίοι ήκμασαν προ χιλίων περίπου ετών, διά να στηρίξης την πλάνην σου διά το παλαιόν εορτολόγιον, του οποίου η μεταβολή έγινε προ 20 ετών και το οποίον λατρεύεις ως Θεόν διά να μη είπω και περισσότερον; Διότι, εφ’ όσον παραδέχεσαι και πιστεύεις ότι χωρίς το παλαιόν εορτολόγιον ουδέν μυστήριον τελείται, συμβουλεύεις δε τους ανθρώπους, να μη βαπτίζουν τα παιδιά των, να μη εξομολογούνται, να μη κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων, να μη εκκλησιάζονται, διότι οι ιερείς ακολουθούν το νέον ημερολόγιον, και επομένως άνευ του παλαιού ημερολογίου ουδέν μυστήριον τελείται. Άρα πιστεύεις ότι το Πανάγιον Πνεύμα, το Οποίον επικέκληνται οι ακολουθούντες το νέον εορτολόγιον, δεν δύναται να τελειώνη μυστήριον, πρέπει να έχη συνεπίκουρον και το Άγιον Παλαιόν ημερολόγιον!!! Φευ της πλάνης και κακοδαιμονίας!! Αρμόζουν εις σε τα λόγια του θεοκήρυκος Παύλου τα διά τους ανοή­τους Γαλάτας γραφέντα. «πώς επιστρέφετε πάλιν επί τα ασθενή και πτωχά στοιχεία, οις πάλιν άνωθεν δου­λεύειν θέλετε; ημέρας παρατηρείσθε και μήνας και καιρούς και ενιαυτούς! φοβούμαι υμάς μήπως εική κεκοπίακα εις υμάς» (Γαλ. 4, 9-11).


Το μεν παλαιόν ημερολόγιον το ονομάζεις Άγιον ημερολόγιον, το δε νέον το ονομάζεις Βάαλ, διότι γράφεις να μη κλίνωμεν γόνυ προ του ειδώλου της συγχρόνου Βάαλ της λεγομένης αστρονομίας. Και το παλαιόν ημερολόγιον έχει ημέρας, επίσης και το νέ­ον. Όλας τας ημέρας τας εποίησεν ο Κύριος. Όλαι είναι καλαί και άγιαι. Διατί λοιπόν συ τας μεν ονομάζεις αγίας και καλάς, τας δε ονομάζεις Βάαλ και κακάς;


Δεν επιτρέπεται εις υμάς, άνθρωπον επιστήμονα, να λέγετε το νέον ημερολόγιον και την αστρονομίαν Βάαλ. Αλλ’ ως φαίνεται ο φανατισμός και η εμπάθεια σας έχει σκοτίσει το λογικόν και δεν γνωρίζετε ούτε αισθάνεσθε τί λέγετε. Ο μεν Βάαλ ήτο θεός των ειδωλολατρών, τον οποίον οι μεν Έλληνες ωνόμαζον Δία, οι δε Φοίνικες, Χαναναίοι και Τύριοι Βάαλ και οι Βαβυλώνιοι Βηλ.


[Με] το να γράφης ότι κλίνομεν γόνυ τω Βάαλ, είσαι ψεύτης και συκοφάντης, διότι ημείς προσκυνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον. Πιστεύομεν, προσκυνούμεν και λατρεύομεν τον αληθή Θεόν τον Ποιητήν των απάν­των, αλλά και ουδείς των χριστιανών εκείνων οι οποίοι ακολουθούν το νέον εορτολόγιον κλίνει γόνυ εις τον Βάαλ. Εάν και αμαρτωλοί είναι, οι πλείστοι κλίνουν γόνυ και προσκυνούν τον αληθή Θεόν των απάντων. Υμείς κ. Μ., δεν λέγω ότι δεν προσκυνείς και λατρεύεις τον αληθή Θεόν, αλλά προσκυνείς και λατρεύεις ως Θεόν και το παλαιόν ημερολόγιον. Η δε ομολογία σου, εφ’ όσον πιστεύεις ως Θεόν το ημερο­λόγιον (διότι λέγεις και γράφεις, ότι χωρίς το πα­λαιόν ημερολόγιον ουδέν μυστήριον τελείται), δεν είναι ομολογία γνησίου χριστιανού. Η αληθής ομολογία του χριστιανού είναι να πιστεύη εκείνα τα οποία διαλαμβάνει το Άγιον Σύμβολον της πίστεως ημών, το οποίον συνέταξαν οι θεοφόροι Πατέρες εις την Α’ Οικουμενικήν Σύνοδον και συνεπλήρωσεν η Β’ και επεκύρωσαν όλαι αι άλλαι Οικουμενικαί και τοπικαί Σύνοδοι. Το ιερόν Σύμβολον δεν διαλαμβάνει να πιστεύωμεν και εις ένα παλαιόν Ιουλιανόν ημερολό­γιον, το εφευρεθέν υπό του ειδωλολάτρου Σωσιγένους και θεσπισθέν υπό του επίσης ειδωλολάτρου αυτοκράτορος Ιουλίου Καίσαρος, και ότι άνευ του παλαιού εορτολογίου δεν υπάρχει σωτηρία. Λοιπόν πλανάσαι!


Η δε Αστρονομία δεν είναι και αυτή είδωλον του Βάαλ. είναι επιστήμη, την οποίαν εσπούδασαν πολλοί και από τους θεοφόρους Πατέρας της Εκκλησίας μας, ως ο Μ. Βασίλειος, ο άγ. Γρηγόριος και άλλοι. Είναι επιστήμη όχι μεν αναγκαία εις την σωτηρίαν, αλλ’ ε­πιστήμη χρήσιμος και ωφέλιμος. Υπό λαμπρού αστέρος οδηγηθέντες οι των Περσών βασιλείς αστρολόγοι προσεκύνησαν τον εν Σπηλαίω τεχθέντα Βασιλέα Ουράνιον.


Νομίζεις ότι, εάν φυλάξης το παλαιόν ημερολόγιον, εφύλαξας όλον τον νόμον, είσαι γνήσιος ορθόδοξος, διότι εις το παλαιόν εορτολόγιον, κατά την στρεβλήν γνώμην σου, όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται! Αλλ’ εάν, ως λογικός και συνετός, στοχασθής καλώς τας καταφρονήσεις που κάμνεις εις άλλας παραδόσεις της Αγίας μας Εκκλησίας, τας παρακοάς που κάμνεις εις τον Νόμον του Θεού και τας εντολάς Του, τας παρακοάς που κάμνεις εις τας συμβουλάς και νουθεσίας του πνευματικού σου πατρός, θα ίδης ότι εκείναι μεν είναι κάμηλος, το δε ημερολόγιον κώνωψ. Αλλοίμονόν σου ότι διυλίζεις τον κώνωπα την δε κάμηλον καταπίνεις.


Άκουσον δι’ υστάτην φοράν και πρόσεξε εις τα λεγόμενα. Το τέλος πάντων ημών έφθασεν μετ’ ολί­γον θα αναχωρήσωμεν και θα παρασταθώμεν ενώπιον του απροσωπολήπτου και δικαίου Κριτού να δώσωμεν λόγον των πράξεών μας, ο Οποίος θα μας εξετά­ση εάν εφυλάξαμεν, όχι τα ημερολόγια, αλλά τας εντολάς Του, εάν εποιήσαμεν έργα καλά, πράξεις αγαθάς, εάν εφυλάξαμε την πίστιν μας καθαράν, πίστιν εννοώ όχι εις τα άψυχα ημερολόγια, αλλά πίστιν εις Αυτόν τον Χριστόν τον υπέρ ημών σαρκωθέντα, παθόντα, ταφέντα και αναστάντα τριήμερον, και ανελθόντα εις ουρανούς και εις τα δεξιά εστώτα του Ουρανίου Πατρός, τον πανταχού παρόντα, τον και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς. Λοιπόν άφησε τα ημερολόγια πριν σε καταλάβη η νυξ του θανάτου, οπότε δεν θα σε βοηθήση το ημερολόγιον, αλλ’ ούτε και η μετάνοια, επειδή εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια.


Δεν πρέπει να νομίζης ότι εξ αιτίας του εορτολογίου ο Θεός ωργίσθη τον κόσμον. Ο Θεός τιμωρεί τον κόσμον διά τας ασεβείας, βλασφημίας, απιστίας, μοιχείας, πορνείας, μέθας, ασωτίας, αδικίας, πλεονεξίας, υπερηφανίας, φθόνους, φόνους κ.λπ., και όχι δι’ ημερολόγια.


Εάν θέλης να μου ακούσης, ακολούθει το παλαιόν εορτολόγιον χωρίς να το πιστεύης ως Θεόν και να υβρίζης όσους ακολουθούν το νέον και να τους συμβουλεύης να αρνηθούν την Εκκλησίαν, τα μυστήρια κ.λπ. ..






Μετ’ αγάπης και εγκαρδίων ευχών


Αρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος