Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Κυριακή του Ασώτου υιού: Το γράμμα του Ασώτου υιού προς τον Πατέρα του.


Κυριακή του Ασώτου υιού: Το γράμμα του Ασώτου υιού προς τον Πατέρα του.




Πατέρα μου, γαπημένε μου, γλυκέ μου Πατέρα,
Σο γράφω ατ τ γράμμα π τν ἀὐτοεξορία μου, π τν χώρα τςμαρτίας μου, χοντας δίπλα μου τν παρέα τν χοίρων παθν. Πειν, Πατέρα μου, γιατ τ ξυλοκέρατα τς πικρς κα φήμερης δονς δν μ χορταίνουν·κανοποιον προσωριν κα γι λίγη ρα τ ασθημα τς πείνας μου. Θυμμαι, Πατέρα μου γλυκύτατε, τ πλούσια γεύματα στ σπίτι μας, τότε ποπερίσπαστος ζοσα κοντά Σου κα χαιρόμουν σν μικρ παιδί, ταν μπαιρνες στν ζεστή Σου γκαλιά.  

λλ’ σο περίσπαστος κι ν μουν κοντά Σου, τόσο περίσκεπτοςποδείχθηκα μακρυά Σου. Μ θάμπωσε  γωϊσμός, μ σαγήνευσε  φαντασία, μ νίκησε τ πεσμα μου, γιατ νόμιζα πς π πεσμα μ κρατοσες στ σπίτι. Μ εχες ρχοντα κα δν μ μπόδισες φρονα. Μο τοίμαζες πλούσια κληρονομιά, μως γ βιάστηκα ν τν οκειοποιηθ· βιάστηκα ν κρατήσω γι μένα κα μόνον γι μένα τ δικά Σου γαθά, χωρς ν νοιάζομαι γι τν δική Σου πόλαυση. Σο ζήτησα ατ πο νόμιζα πς μο ναλογοσε, πειδ σσουν πάντοτε γενναιόδωρος, παίτησα μλλον ατ πο ποτ δν κοπίασα νποκτήσω, ατ πο μο ποσχέθηκες, δίχως ν χς τν παραμικρποχρέωση πέναντί μου. Κι μως δν ρνήθηκες ν μο τ χαρίσς, διότι μγάπησες παραπάνω κα π ατ πο μο χάρισες, διότι  γάπη Σου ταν τέτοια πο δν νέχθηκε οτε κατ’ λάχιστον ν μ κρατήσ σκλάβο της.
Πατέρα μου πολυπόθητε. Κλαίω π συγκίνηση γι τ μεγαλεο τς καρδις Σου, κλαίω π πίκρα γι τν μικρότητα τς ψυχς μου. Εμαι τόσο λίγος, τόσονόητος, τόσο ταλαίπωρος πο ταλαιπώρησα τ μάτια Σου. Ναί! Εμαι σίγουροςτι πολ ταλαιπώρησα ατ τ μάτια, τ γεμάτα συμπάθεια κα εσπλαχνία, κα τ κανα ν κλανε νύχτα κα μέρα γι τν πομάκρυνσή μου· τ κανα νπεριμένουν νοιχτ λο τ εκοσιτετράωρο στ κατώφλι το σπιτιο μας, περιμένοντας ν μ δον ν πιστρέφω πίσω. Ναι, Πατέρα μου. Τ ξέρω τι πτότε πο φυγα, στέκεσαι στ κατώφλι το σπιτιο, λαχταρώντας τν σωτο γιό Σου.
Σ ξέρω καλ κα μ ξέρεις καλύτερα. Δν ποθέτω τι δν χεις διάθεση νφς, γιατ εμαι κα γι’ ατ σίγουρος. Πεινς μαζί μου κα  χρόνος κυλ ες βάρος τς γείας κα τν δυό μας. λλ ξέρεις κάτι, Πατέρα μου γλυκύτατε; γτουλάχιστον, π τότε πο φυγα, φαγα κα πια κα διασκέδασα καπόλαυσα. Τώρα πεινάω· πρν δν πεινοσα, γιατ μο δωσες μ πλοχερι τν μισ περιουσία Σου. ν σύ, π τότε πο σ γκατέλειψα, δν βαλες μπουκιστ στόμα. Σ ξέρω καλά, Πατέρα. Κα ξέρω τι σ μο συμπεριφέρθηκες ς Πατέρας κι γ Σο συμπεριφέρθηκα ς τέρας. Σ ποτίμησα· μ περτίμησες. Σπεριφρόνησα· μ περιέθαλψες. Πόσο μεγάλη  γάπη Σου!
Δν τολμ ν π πς εμαι γιός Σου. Πρόδωσα τν υότητα κα σο πλήγωσα τν Πατρότητα. μάρτησα στν οραν κα νώπιόν Σου κα δν εμαι ξιος νποκαλομαι γιός Σου. Θέλω ν γυρίσω πίσω, ν πέσω στ γόνατα, νπροσκυνήσω τ πόδια Σου κα ν Σ παρακαλέσω ν μ δεχθς ς ργάτη, ς δολο, μήπως τσι Σο ξεπληρώσω μ τν ργασία ατ πο Σο πρα κακατεσπατάλησα μ τς κακς παρέες. Ναί, ταν κακς ο παρέες, τ μολογ· διότι στς δύσκολες στιγμές, ταν τελείωσαν τ χρήματα, λοι μ γκατέλειψαν,λοι μ γνόησαν, κόμη κι κενες πο προσεποιοντο τς ρωτευμένες. Σπαρακαλ, δέξου με κα πάλι, κα δσε μου τν εκαιρία ν Σο ξεπληρώσω στκέραιο σα Σο ξόδεψα κα κόμη Σο νήκουν. Θ ργαστ μ συνέπεια πτς Πατρικς προσταγές Σου. Δν χω πλέον παιτήσεις. Οτε τν πρώτη στολή σου ν φορέσς θέλω, ταν μ δς, οτε τ χρυσό σου δαχτυλίδι, οτε τ καλά κακριβά Σου ποδήματα. Θ εμαι κάτω π’ λους, κάτω π τν γαπημένο μου μεγάλο δελφό, ατν πο ποτ δν παρέβη τς ντολές Σου, ατν πο εναι πάντοτε δίπλα Σου, ατν πο ποτ δν Σο ζήτησε οτε να ρίφιο, γι ν τσυμφάγ μ τος φίλους του. γ σο ζήτησα κάποτε πολλά, τόσα, ποδικαιολογημένα θ μπορς ν μο ρνηθς κα μία τελευταία χάρη, ν μδεχθς πίσω στν γκαλιά Σου.
Πάτερ γαθέ! Μακρυά Σου γινα σωτος, μακρυά Σου δν σώζομαι. Γι’ ατ κιγώ «ναστάς, πορεύσομαι πρς Σέ», γι ν δς τν μπρακτη μετάνοιά μου, γιν δς τι  συγγνώμη πο θ Σο ζητήσω θα εναι ληθινή, γι ν Σο δώσωλο τ δικαίωμα ν περάσς στν τράχηλό μου τν δίκαιο ζυγ τς κδούλευσής Σου· «ναστάς, πορεύσομαι πρς Σέ», γιατ δν ντέχω πλέον στ σκέψη τι μπεριμένς ρθιος κα ξάγρυπνος στν πόρτα το σπιτιο μας.

 σωτος υός Σου


του π. Στυλιανού Μακρή
You might also like: